Σελίδες

567 χρόνια πέρασαν μάνα, μα η ψυχή ακόμα δεν γαλήνεψε...


29 του Μάη, 1453
Η Άλωση της Πόλης
"567 χρόνια πέρασαν μάνα, μα η ψυχή μου ακόμα δεν γαλήνεψε". Η κραυγή του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου έσκισε τον ουρανό κι αυτός αίμα έσταξε πάνω από τα κεφάλια των Ελλήνων.

Η Ελένη έσκυψε πάνω του, σκούπισε τον ιδρώτα από το άυλο μα υπαρκτό πρόσωπό του, κι έπειτα ακούμπησε το χέρι της πάνω στην αιωνοπλασμένη του καρδιά. Δεν μπορούσε να του μιλήσει, αλλά ήξερε ότι την ένοιωθε. Και ήλπιζε να του δώσει μικρές σταγόνες κουράγιου κι ανάπαυσης.

"Πήγαμε στην Αγιά Σοφιά το προηγούμενο βράδυ. Από τα μύχια της ύπαρξής μου ικεσία και προσευχή έστειλα στην Παναγιά, να μας συγχωρήσει για τα αμέτρητα αμαρτήματά μας. Διαφθορά παντού, σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, ένα έκοβα, δέκα ξεπετάγονταν! 
Στην Αγιά Σοφιά προσευχήθηκε 
ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος
πριν την Αποφράδα Ημέρα του Ελληνισμού
 
Άνθρωποι της εκκλησίας, των δημοσίων αξιωμάτων, της εκπαίδευσης, δυστυχώς και του στρατού, ήταν μπλεγμένοι στην διαφθορά. Μα τι στο καλό, τίποτα δεν καταλάβαιναν ετούτοι! Η πατρίδα για δαύτους ήταν ανύπαρκτη! Η πίστη, στην οποία ορκίζονταν για τα μάτια του κόσμου, ήταν ένα μέσο που χρησιμοποιούσαν για να αποκτήσουν κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα υλικά αγαθά και επίγειες εξουσίες! Όσα μπορούσαν τα άρπαζαν κι έφευγαν! 

Μα, τι κακό, έφευγαν και άξιοι άνθρωποι από την Πόλη, βαθιά απογοητευμένοι από την συμπεριφορά των σάπιων και την κακή κατάσταση που πια επικρατούσε στην Βασιλεύουσα... 
Προσπάθησα να τους συγκρατήσω. Να τους πείσω ότι για την πατρίδα και τον Θεό αξίζει να μείνουν μαζί μου και να παλέψουμε για να σωθεί η Πόλη, για να σωθεί ο Ελληνισμός!

Αλλά, δεν με άκουγαν! Πολλοί μάλιστα προσπάθησαν να με πείσουν να φύγω κι εγώ, να πάω μαζί τους, να σωθώ, τόσο βέβαιοι ήταν για την ήττα του Ελληνισμού μας..."
Ο Κωνσταντίνος έκανε να ανασηκωθεί, μα το σώμα του δεν το όριζε. Δεν υπήρχε πια το σώμα. Μοναχά η ψυχή του σπαρταρούσε από πόνο και ντροπή. 

"Μάνα, πόσο ακόμα θα σέρνεται στην κόλαση η ψυχή μου;"
Από τα μάτια της Ελένης τρέξανε τα δάκρυα και τα δάκτυλά της πίεσαν το διάφανο στήθος του παιδιού της. Ήθελε η καημένη να νοιώσει ο γιος της το μητρικό άγγιγμα.

"Αλαλαγμοί και τυμπανοκρουσίες των μουσουλμάνων περνούσαν τα τείχη και έπεφταν καταπάνω μας! 
Τρίτη ήτανε... Μετά τα μεσάνυχτα... Οι μουσουλμάνοι πολλοί... Βοήθεια από την Δύση δεν ερχότανε... Πόσο ανόητοι, πόσο εγκληματικά ανόητοι οι Δυτικοί! 

Τους είχα ήδη μηνύσει ότι οι ορδές των μουσουλμάνων που εισέβαλαν στην Ευρώπη, μετά την κατάληψη της Καλλίπολης το 1354, δεν ήταν περαστικό φαινόμενο. Θα αλλοιωθεί η ζωή τους, θα κινδυνέψουν! Μα δεν με πίστεψαν. Όπως δεν με πίστεψαν και οι άνθρωποι γύρω μου, όχι στον βαθμό που έπρεπε... 
Και να, οι μουσουλμάνοι εκείνη την ημέρα κύκλωσαν το Βυζάντιο, έστησαν τα κανόνια τους έξω από τα τείχη της Πόλης. Ένα κανόνι τους ήταν τεράστιο, σημάδευε τα τείχη της Πόλης..."
Μαζί με τον ιδρώτα στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου μπλέχτηκαν στάλες αίματος που όλο πύκνωναν. Το πρόσωπό του γινόταν όπως την νύχτα που δεν κατάφερε να νικήσει τον εχθρό. Η αγωνία και η ελπίδα, η φρίκη της μάχης και η λαχτάρα για την νίκη, είχαν μπλεχτεί με το αίμα που έβαφε το πρόσωπο και το κορμί του που ακόμα δεν είχε νεκρωθεί. 

"Φύγε! Μου φώναζαν κάποιοι πιστοί μου άνδρες, μετά και την δεύτερη αποτυχημένη προσπάθεια των τούρκων να εισβάλλουν στην Πόλη. Να, ακούω ξανά τις απελπισμένες φωνές τους...
Φύγε, Αυτοκράτορα, την τρίτη επίθεσή τους δεν θα την αντέξουμε! Έχουν ραγίσει σε πολλά σημεία τα τείχη μας! Αυτοί ορμούν μιλιούνια καταπάνω μας, είναι διψασμένοι για αίμα! Φύγε, αν σωθείς, μπορεί αργότερα να σώσεις το Βυζάντιο! Νεκρός δεν θα ωφελήσεις τους Έλληνες! 
Ήξερα ότι από αγάπη και πίστη σε μένα με παρότρυναν να φύγω!
Ωστόσο, μάνα μου, πώς θα μπορούσα να εγκαταλείψω την μάχη, να φανώ δειλός, να αφήσω τα λιοντάρια τους Έλληνες που με απαράμιλλη αυτοθυσία πάλευαν να σώσουν την Πόλη; Πώς θα μπορούσα να ρεζιλέψω το αρχαίο προγονικό αίμα των Ελλήνων που έτρεχε μέσα στο κορμί μου; 
Δεν θα μπορούσα ποτέ να εγκαταλείψω την Πόλη! Αν ο Θεός είχε αποφασίσει ότι είχε έρθει η ώρα της τιμωρίας για όλες τις άνομες πράξεις μας, τότε ποιος ήμουν εγώ που θα έσωνα το κορμί μου; 
Πώς θα ζούσε μέσα σε δειλό κορμί η ψυχή μου;"

Η αιθέρια μορφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου τραντάχτηκε και για μια στιγμή το χέρι της μάνας του απομακρύνθηκε. Όμως η Ελένη το ένοιωθε ότι το επόμενο κύμα πόνου θα ήταν ακόμα πιο βίαιο για το παιδί της. Έτσι άπλωσε ξανά το χέρι της προς την βασανισμένη του καρδιά. 

"Φίδια που έριχναν το φαρμάκι τους καταπάνω μας! Πέτρες, βλήματα, τόξα, αλλεπάλληλα τα εκσφενδόνιζαν εναντίον μας, η πυκνότητα των ριπών τους σαν τους κόκκους της άμμου! 

Βαστάγαμε όμως! Την Πόλη την υπεράσπιζαν οι άνδρες του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή, του Αλέξανδρου! 
Εκείνες τις στιγμές της δικής μας αντεπίθεσης, κανείς μας δεν ένοιωθε τα τραύματά του, δεν μύριζε το αίμα, δεν έβλεπε τις ανοιχτές πληγές! 
Όλοι είχαμε γίνει ένα, δεν υπήρχε πολεμιστής ανώτερος, κατώτερος, όλοι τρανοί ήμασταν, ο αυτοκράτορας, ο γραμματιζούμενος, ο αγράμματος, ο πλούσιος, ο φτωχός, ο όμορφος, ο άσχημος. 
Είχαμε γίνει ένα σώμα που θα έσωνε την Πόλη! Που θα δόξαζε τον Ελληνισμό!
Όσα σπαθιά και κοντάρια και λόγχες και αν τρυπούσαν τα κορμιά μας, αντέχαμε, με την βοήθεια του Θεού, θα τους νικούσαμε!
Ήμουν τόσο σίγουρος ότι και η τελευταία επίθεσή τους θα ήταν άκαρπη, τόσο σίγουρος! Τα σπαθιά μας δεν έβγαζαν ήχους, ουράνιες μελωδίες έστελναν στο σύμπαν!
Κι έπειτα, ήρθε η προδοσία..."

Ο Κωνσταντίνος για μια παράξενη απειροελάχιστη στιγμή της αιωνιότητας απέκτησε το γήινο σώμα του. Λαβωμένο. Σάρκα σκισμένη. Από το λαιμό του, έφευγε σαν πίδακας το αίμα. Από τα μάτια του, έφευγε σαν πίδακας η κραυγή της ψυχής του. Η Πόλις εάλω..

Η μάνα είδε πια το άυλο μα υπαρκτό κορμί του γιου της Κωνσταντίνου να κάνει κύκλους μέσα στο αόρατο του ουρανού, κύκλους που όλο πύκνωναν, που όλο τον απομάκρυναν από αυτήν. 
Και τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα και μούσκευαν τα ωχρά της μάγουλα. 

"Οι Έλληνες δεν σε ξέχασαν! Δεν σε θεωρούν δειλό! Σε περιμένουν! Πάψε να βασανίζεσαι γιε μου, άσε την ψυχή σου να βρει γαλήνη! Για τους Έλληνες κάνε το, αν όχι για τον εαυτό σου!" Φώναξε η μάνα του Κωνσταντίνου, σε μια ύστατη προσπάθεια να τον αγγίξει. 

"Εκείνη την νύχτα, 29 του Μάη, κραύγαζε η ψυχή μου μάνα! Και δεν την άκουγε ούτε ο εαυτός της! 
Από εκείνη την νύχτα και μετά, οι Έλληνες δεν συνήλθαν! Και κάνουν τα ίδια τραγικά λάθη που οδήγησαν στην πτώση της ένδοξης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας...
Πώς θα σωθούν, μάνα, οι Έλληνες του 21ου αιώνα, πώς; Αφού ορδές μουσουλμάνων έχουν ξανά πλημμυρίσει την Ευρώπη; Αφού και στην Ελλάδα έχουν στρατοπεδεύσει ανενόχλητοι; Και δυστυχώς, σε κείνη την Ελλάδα, ξανά, κυριαρχεί η διαφθορά... 
Πώς θα βρει η ψυχή μου την γαλήνη; Πώς;" 

Το κείμενο έγραψε η Νίκη Μάρκου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου