Σελίδες

Όταν ο άντρας δεν είναι σωστός: «Έφτασαν τα κόκκινα και τα κατακόκκινα» (Ιστορίες του χωριού)

  

21/10/2024

Η λαχτάρα την έκανε να κάψει το μοναδικό της φόρεμα! Γιατί είχε πιστέψει τον άντρα της που όμως...

Ένας συγχωριανός μας θα πήγαινε εμπόρευμα στα Τρίκαλα. Είχε καλή σοδειά αυτή τη χρονιά και οι προσδοκίες του, ήταν πολύ μεγάλες. Γυρίζει και λέει στη γυναίκα του πριν φύγει: «Αν καλό-πουλήσω το εμπόρευμα γυναίκα, θα σου αγοράσω εκείνο το κόκκινο φουστάνι που μου ζητάς τόσο καιρό και που δεν κατάφερα ακόμη να σου κάνω τη χάρη».

Χάρηκε η γυναίκα, του είπε μάλιστα να το κρατάει στο χέρι, όταν θα ξεκαμπίσει από το Βαρμπόπη και προς τα πάνω, γιατί θα αγνάντευε από το μπαλκόνι της, που είχε θέα όλο τον κάμπο. Θα έβλεπε το ευδιάκριτο από μακριά κόκκινο χρώμα και θα μάθαινε μια ώρα αρχύτερα, αν όλα πήγαν καλά. 

Όλη μέρα η γυναίκα δεν είχε τίποτε άλλο στο μυαλό της, παρά μόνον το τάξιμο. Είχε χρόνια να αγοράσει καινούριο φουστάνι. Αμ’ και ο άνδρας της; να θυμηθεί το φουστάνι που του ζήτησε κάποτε και μάλιστα να είναι κόκκινο; Ένοιωσε ξαφνικά τύψεις, για όλες τις φορές που αισθάνθηκε θυμό και οργή μέσα της για εκείνον: να όπως τότε, που ενώ δουλεύανε όλη μέρα στα χωράφια μαζί, στην επιστροφή αυτός ήταν καβάλα στο γάιδαρο -όπως γινόταν πάντα βέβαια- και αυτή με τα πόδια, ενώ του είχε πει ότι εκείνο το βράδυ ένιωθε ιδιαίτερα εξαντλημένη και κουρασμένη και ούτε που γύριζε να της πει να μοιράσουνε τουλάχιστον τη διαδρομή.

Ή άλλες φορές, όταν γυρίζανε στο σπίτι και έβρισκε τα παιδιά νυσταγμένα και νηστικά και έπρεπε να τα φροντίσουν μαζί, αυτός έπαιρνε το καπελάκι του και βουρ για το καφενείο. «Χαλάλι του», είπε μέσα της και με υπολογίζει και με σκέφτεται! Τα ξέχασε όλα μονομιάς και γύρισε το νου της στο κόκκινο φουστάνι. Ούτε που θυμάται από πότε είχε να εμφανιστεί με καινούριο ρούχο. Να σαν να βλέπει τον εαυτό της να το φοράει, στο πανηγύρι του χωριού -που ήταν σε λίγες μέρες- και να εισπράττει από όλους βλέμματα θαυμασμού, αλλά και ζήλιας από κάποιες συγχωριανές της. Στη σκέψη αυτή, ένα πνιχτό γέλιο βγήκε μέσα από τα χείλη της. Το φουστάνι, ολοκαίνουργο και κόκκινο! Έπλενε τα ρούχα στη σκάφη; το φουστάνι σκεφτότανε. Ζύμωνε στη σκάφη; πάλι το φουστάνι. Πήγαινε στη βρύση με το γκιούμι για νερό; πάλι το φουστάνι, ακόμη και τα ζώα που βοσκούσαν ελεύθερα στο λιβάδι, τα μάζεψε πριν το βασίλεμα ηλίου όπως συνηθιζόταν, για να πάρει τη θέση της εκεί στο μπαλκόνι. Άναψε όμως πρώτα τη φωτιά στο τζάκι, για να βρει ζεστό το σπίτι ο άνδρας της, του μαγείρεψε το αγαπημένο του φαγητό, για να τον ευχαριστήσει για το δώρο που θα της έφερνε και τέλος, πήρε θέση σε κείνο το σημείο του σπιτιού, που είχε το καλύτερο καραούλι προς τον κάμπο.

Τον είδε κοντά στη μαγούλα να έρχεται, καθώς χτύπησαν οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου πάνω στο αχνό κόκκινο, - αλλά κόκκινο της φάνηκε όμως -, την ώρα που πήγαινε να κρυφτεί ανάμεσα στις δυο κορυφές του Κόζιακα, εκεί που τελειώνει πάντα το καθημερινό του ταξίδι. «Το φέρνει το φέρνει» μονολόγησε και ξαναμμένη από χαρά, κόκκινη κατακόκκινη σαν το κόκκινο φουστάνι, που θα φορούσε σε λίγο, έτρεξε μέσα στο σπίτι, έβγαλε τα παλιά τριμμένα, σκοροφαγωμένα και γεμάτα ψείρες ρούχα, τα πέταξε στη φωτιά- μπουμπούνισε το τζάκι- έμεινε εκεί να τα κοιτάζει να καίγονται και μια ασυγκράτητη φωνή, σχεδόν εκδικητική βγήκε από το λαρύγγι της: «Καείτε ψείρες κόντες έφτασαν τα κόκκινα και τα κατακόκκινα, Έφτασαν τα κόκκινα και τα κατακόκκινα» επαναλάμβανε με έξαψη! 

Μες στο παραλήρημά της, σαν να της φάνηκε ότι άκουσε τη φωνή του και σταμάτησε να αφουγκραστεί: ναι αυτός ήταν, τη φώναζε από την αυλή. Τέντωσε καλύτερα τα αυτιά της να σιγουρευτεί, άκουσε καθαρά να τη φωνάζει με χαρούμενη φωνή: «Έλα γυναίκα να δεις τι έφερα από τα Τρίκαλα» και επειδή δεν αποκρίθηκε αμέσως το ξαναείπε: «Γυναίκα έ, γυναίκα δεν ακούς; έλα έξω να δεις τι έφερα από τα Τρίκαλα». Αυτό ήταν! σίγουρη πια για το κόκκινο φουστάνι, βγαίνει έξω γυμνή, τρέχοντας, με νάζι, να το αρπάξει, να το φορέσει... Έμεινε όμως «στήλη άλατος» αντικρίζοντας όχι μόνον έναν άνδρα, τον άντρα της, αλλά δυο. Το άντρα της και τον κουμπάρο τους. Περιέφερε το βλέμμα της στο χέρι του, να αρπάξει το φουστάνι, να το φορέσει αμέσως να κρύψει τη γύμνια της! Στο χέρι όμως, δεν υπήρχε φουστάνι παρά μόνο ένα κόκκινο ολόφρεσκο κομμάτι κρέας, μια νεφραμιά! Μια νεφραμιά για το φίλεμα του κουμπάρου

 Της Φωτεινής Βησ. Παπαχαρίση (Εφημερίδα «Η Φιλύρα») - Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου