Σελίδες

Τα Χριστούγεννα του αγοριού στο μαγικό κάστρο των μυρωδιών - Γιατί πάντα γίνονται θαύματα...

 
26/12/2025

Η λυγερόκορμη με τα μεγάλα καστανά μάτια και τα μακριά μεταξένια μαλλιά, σαν είδε από την τζαμαρία το μικρό στολισμένο μαγαζί με τους λιγοστούς θαμώνες, ένοιωσε το κάλεσμα, αυτό που οι γονείς της την προειδοποίησαν να αγνοεί,

γιατί πάντα έμπλεκε σε περιπέτειες. Αγνοώντας την συμβουλή τους, γλίστρησε αιθέρια στο εσωτερικό του μαγαζιού, και κάθισε στο γωνιακό τραπεζάκι πλάι στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Εισέπνευσε βαθιά τις μαγικές γήινες μυρωδιές, κανέλα, βανίλια, ζάχαρη, σοκολάτα, κι αναστέναξε ικανοποιημένη. Ένας χρόνος πέρασε από την πρώτη φορά που κατέβηκα σ΄ αυτήν την πόλη. Τότε, κανένας από τους δικούς μου δεν κατάλαβε την απουσία μου, έτσι κανένας δεν ανησύχησε. Αύριο, ανήμερα των Χριστουγέννων, θα επιστρέψω κοντά τους, αρκεί να μην επιτρέψω σε εκείνο το ΕΝΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ να με συνεπάρει. Αλλά, γιατί να το επιτρέψω αυτό, αφού είμαι δυνατή κι επίσης, λατρεύω τους δικούς μου;

Αποφασιστικά, έδιωξε κάθε αρνητική σκέψη κι αφέθηκε στην θαλπωρή του χώρου και στις κουβέντες που έφταναν στ΄ αυτιά της σαν αξεδιάλυτο μυστικό τραγούδι. Μου αρέσει να ακούω τις ανθρώπινες φωνές, αλλά δεν είμαι περίεργη για την ζωή τους ούτε θέλω ν΄ ανακατευτώ σ΄ αυτήν. Οι δικοί μου λένε ότι κάποια φορά θα πληρώσω ακριβά την περιέργειά μου. Δεν το πιστεύω αυτό! Να γνωρίσω αυτόν τον άγνωστο κόσμο θέλω, όμως δεν θα τον άλλαζα με τον δικό μου… Αυτά κι άλλα τέτοια σκεφτόταν η λυγερόκορμη, μέχρι που άκουσε ξεκάθαρα την παιδική φωνή, η οποία σαν βέλος πήδηξε από το βουητό και τρύπησε την καρδιά της.

«Μπαμπά είναι πολύ όμορφα εδώ, και το γλυκό είναι πεντανόστιμο! Θα έρθουμε και του χρόνου τα Χριστούγεννα εδώ, μου το υπόσχεσαι;»

Το χέρι του μπαμπά χάιδεψε το γυμνό από μαλλιά κεφαλάκι του αγοριού. «Θες να μου πεις ότι προτιμάς την πόλη από το μικρό χωριό μας;» Γεμάτη πειρακτική στοργή η φωνή του πατέρα, ράγισε την ψυχή της λυγερόκορμης.

«Μου αρέσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο σ΄ αυτό το μαγαζί. Και τα γλυκά!» Κατάπιε λαίμαργα μια μπουκιά και η σοκολάτα στόλισε τα χειλάκια και το σαγόνι του. «Όμως, στο νοσοκομείο δεν θέλω να ξαναπάω, δεν μου αρέσουν οι μυρωδιές του». Κατάπιε άλλη μια μπουκιά και με το λεπτό χεράκι του σκούπισε το σαγόνι του.

«Εκεί η αγάπη των γιατρών και των νοσοκόμων δεν είναι τόσο δυνατή για να με κάνει ευτυχισμένο. Εδώ μέσα όμως» έβαλε την τελευταία μπουκιά στο στοματάκι του «είναι κάθε μυρωδιά μια αγάπη που με κάνει ευτυχισμένο». Άνοιξε τα χεράκια του και τα σήκωσε ψηλά στον αέρα, κι ήταν σαν να γέμιζε την αγκαλιά του με τα πιο υπέροχα μυρωδικά άνθη.

Ο πατέρας, ένας νέος άντρας που είχε ξυρίσει όλα τα μαλλιά του πριν ακόμα εκτεθεί το γυμνό κεφαλάκι του στο κρύο του χειμώνα και της ζωής, κατάπιε βιαστικά όλο τον καφέ, για να εμποδίσει τον λυγμό να βγει από αυτόν και να μπει στην τρυφερή ψυχή του παιδιού του. Η απότομη κατάποση τον έπνιξε κι άρχισε να βήχει.

«Ε μπαμπά, μόνο συμβουλές ξέρεις να δίνεις. Να πίνεις πιο αργά τον καφέ σου. Θα μας περάσουν για χωριάτες!» Τον πείραξε ο μικρός, γελώντας. «Να πάρε, σκούπισε τα δάκρυα σου». Του έδωσε μια χαρτοπετσέτα. «Κι εγώ όταν στραβοκαταπίνω, κλαίω, μην ανησυχείς, θα περάσει γρήγορα» παρηγόρησε ο γιος τον πατέρα, σέρνοντας προς τα πίσω την καρέκλα του.

«Θα πάω στην τουαλέτα. Μόνος μου, σε παρακαλώ, δεν ήρθε ακόμα η ώρα να αποχωριστούμε, σε παρακαλώ, μην φοβάσαι ούτε στα κρυφά ούτε στα φανερά…» Η παρακλητική φωνή του παιδιού εμπόδισε τον πατέρα να σηκωθεί.

«Να πας γενναίε μου πρίγκιπα».

Τα ποδαράκια του τρέκλιζαν στο δάπεδο, μα το ύφος του ήταν χαρούμενο. Δεν μπορούσε πολλές φορές να σταθεί όρθιο, μα εκείνη την ημέρα όλα γινόταν δυνατά μέσα του.

Ο άντρας χαστούκισε νοερά τον εαυτό του, γιατί όσο κι αν προσπαθούσε να κρύψει τους λυγμούς, κάποια δάκρια πάντα του ξέφευγαν και τον μαρτυρούσαν.

«Θα πάρω ακόμα έναν καφέ, και θα τον πιώ αργά. Φαντάζομαι, θέλεις να μείνεις λίγο ακόμα εδώ, έτσι δεν είναι;» Με την ψυχή στο στόμα έβλεπε την υπερπροσπάθεια του γιου του να περπατήσει, και πάλευε να μείνει καρφωμένος στην καρέκλα.

«Ναι, ναι, θέλω να μείνουμε! Κι επίσης θέλω ακόμα ένα γλυκό, ένα μελομακάρονο, σε παρακαλώ, είναι το αγαπημένο μου! Από αύριο θα προσέχω τι τρώω, αλλά σήμερα οι μυρωδιές με τύλιξαν στο μαγικό τους κάστρο!» Για μια στιγμή γύρισε το κεφάλι για να χαμογελάσει του πατέρα του, κι έπειτα έστρεψε πάλι την προσοχή του στο διάδρομο που οδηγούσε στις τουαλέτες.

Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, η λυγερόκορμη ένοιωθε ανήμπορη να αντισταθεί στο απαγορευμένο συναίσθημα, που όλο και ζωντάνευε… Είδε την κοπέλα να αφήνει ένα πιατάκι με μελομακάρονα στο τραπεζάκι κι ένα ποτήρι καφέ, και τα μάτια της ήταν δακρυσμένα. Είδε τον πατέρα να απομακρύνει τις παλάμες από το πρόσωπό του για να της πει ευχαριστώ. Άκουσε τον πόνο και τις βουβές κραυγές της απελπισίας του που αναμειγνύονταν με την ελπίδα που έκαιγε σαν κερί εκτεθειμένο στον άνεμο. Αυτήν, όμως, την λυγερόκορμη, κανείς δεν μπορούσε να την δει, παρά μόνο ο θνητός που θα αναγνώριζε το δικό της απαγορευμένο συναίσθημα.

Αν πάω να συναντήσω το αγοράκι, το ξέρω, θα είναι δρόμος χωρίς επιστροφή. Όμως, τι αξίζει παραπάνω από την ζωή ενός μικρού αθώου παιδιού; Και ξέρω τι μπορώ να προσφέρω στο άρρωστο παιδί, άρα, δεν μπορώ να παραμείνω αμέτοχη στην τραγωδία που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μου...

Κοίταξε μέσα από την τζαμαρία το σπίτι της, που ήταν στον ουρανό. Η ύπαρξή μου εκεί έχει νόημα μόνο αν μπορώ να κάνω κάτι καλό. Δεν μπορώ να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου, να μεγαλώσω τόσο, ώστε να μην κινδυνεύσω. Θα βοηθήσω τώρα το παιδάκι… Αγγελοπλασμένο αερικό όπως ήταν, εγκατέλειψε την ακίνδυνη θέση της και βρέθηκε στις τουαλέτες.

Ο μικρός έριχνε νερό στο πρόσωπό του. Έπειτα έπιασε τον νεροχύτη με χέρια που έτρεμαν. Η αναπνοούλα του έβγαινε γρήγορα από τα χλωμά του χείλη. Δεν άκουσε την πόρτα να ανοιγοκλείνει, ωστόσο, ξαφνικά, μια νεαρή στεκόταν πίσω του. Την έβλεπε μέσα στον στρόγγυλο καθρέφτη. Ανοιγόκλεισε τα ματάκια του, μήπως κι εξαφανιστεί.

«Είσαι σαν ψεύτικη» είπε ψιθυριστά. «Σαν νεράιδα. Και πώς θα μπορούσε να λείπει ένα πλάσμα σαν εσένα από το μαγικό κάστρο των μυρωδιών; Εκτός κι αν τρελάθηκε το μυαλό μου» ψέλλισε, κρύβοντας το προσωπάκι στα τρεμάμενα χεράκια του.

Η καρδιά της έλιωσε από το απαγορευμένο συναίσθημα. Την ΑΓΑΠΗ. Συγκλονισμένη, ξέχασε τον κόσμο της, σημασία είχε πια μόνο αυτό το άρρωστο αγγελούδι.

«Είμαι αληθινή κι έχω την τιμή να συναντώ, σ΄ αυτό το μαγικό κάστρο, εσένα, το πιο όμορφο κι έξυπνο αγόρι της πλάσης». Είδε το δειλό του χαμόγελο, το ιδρωμένο προσωπάκι του, το ρίγος στο κορμί του. Και τότε κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Όποιο κι αν ήταν το αντίτιμο που έπρεπε να πληρώσει. Γιατί, η αγάπη είναι σημαντική, μόνο όταν είναι δοτική…

Άγγιξε με τα ακροδάχτυλά της τα δικά του. Η ζεστασιά της πλημμύρισε το παιδικό κορμάκι. Το τρέμουλο έφυγε. Ο ιδρώτας στέγνωσε. Η αναπνοούλα του κόπασε. Τον τύλιξε στην αγκαλιά της κι άφησε ένα τρυφερό φιλί πάνω στο γυμνό του κεφαλάκι.

«Είναι παράξενο, μα με κάνεις να νοιώθω πιο δυνατός! Πώς σε λένε;» Έσφιξε τα χεράκια του γύρω της. «Πάμε να σου γνωρίσω τον μπαμπά μου; Να σου μιλήσω για τις περιπέτειές μου;»

«Είναι στ΄ αλήθεια παράξενο που συναντηθήκαμε μικρέ μου φίλε! Όμως κανείς άλλος δεν μπορεί να με δει, μόνο εσύ, γιατί είσαι ξεχωριστός! Ο μπαμπάς σου θα με γνωρίσει μέσα από τα λόγια σου! Κι όταν θα σε βλέπει να πηγαίνεις στο σχολείο και να παίζεις με τους φίλους σου, δυνατός σαν λιοντάρι, τότε θα πιστέψει στο θαύμα που πλάσαμε οι δυο μας σήμερα! Και του χρόνου, τέτοια μέρα, θα τον φέρεις εδώ, στο μαγικό κάστρο των μυρωδιών, για να τιμήσεις την συνάντησή μας!»

«Ίσως να έρθουμε… Ξέρεις, είμαι βαριά άρρωστος, ίσως δεν ζω του χρόνου τέτοια μέρα, ίσως δεν θα είμαι ποτέ πια δυνατός σαν λιοντάρι».

Τον σήκωσε ψηλά και κοίταξε ίσια βαθιά την θάλασσα των ματιών του. «Από δω και πέρα θα είσαι δυνατός σαν λιοντάρι. Αρκεί να είσαι καλός άνθρωπος! Μόνο αυτό σου ζητώ. Μου το υπόσχεσαι;»

Της ένευσε καταφατικά και σιγά σιγά απλώθηκε στο προσωπάκι του το πρώτο ζωντανό και βαθύ χαμόγελο, αυτό που ταιριάζει σε ένα αθώο παιδί. «Σου το υπόσχομαι. Είσαι ο φύλακας- άγγελός μου, έτσι δεν είναι; Όμως, θέλω κι εσύ να μου υποσχεθεί ότι θα έρθεις του χρόνου τέτοια μέρα να με συναντήσεις εδώ, στο κάστρο μας. Καλά;» Άφησε ένα τρυφερό φιλί στα μάγουλά της και στην καρδιά της ξέσπασε η πιο σαγηνευτική ουράνια μελωδία.

Έπιασε το χεράκι του που ήταν πια ζεστό και σταθερό. «Θα σε πάω στον μπαμπά σου κι έπειτα πρέπει να φύγω, καρδούλα μου! Όσο με θυμάσαι, θα ζω!»

«Όσο ζω, θα σε θυμάμαι» της υποσχέθηκε και κίνησαν μαζί προς το τραπεζάκι που τον περίμενε ο μπαμπάς του.

Ο πατέρας, που τόση ώρα είχε τρελαθεί από την αγωνία του μην είχε πάθει κάτι ο μικρός του, προσπαθώντας να σεβαστεί την επιθυμία του, τον είδε να φτάνει χοροπηδώντας. Έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο. Οι χειρότεροι φόβοι του διαλύθηκαν, καθώς έβλεπε το λαμπερό προσωπάκι του γιου του που ως διά μαγείας είχε χάσει την χλωμάδα του.

Ο μικρός τρύπωσε στην αγκαλιά του, αφού πρώτα του χάρισε ένα φιλί. «Να σου διηγηθώ μια ιστορία που δεν θα την πιστέψεις μπαμπάκα μου, αλλά θα δεις ότι δεν είναι η φαντασία μου;»

«Και βέβαια να μου διηγηθείς την ιστορία σου» είπε ο νεαρός πατέρας, ευτυχισμένος που ο γιος του φαινόταν πολύ καλύτερα, αλλά ανήσυχος μήπως επρόκειτο για μια προσωρινή βελτίωση της υγείας του.

«Λοιπόν, μπαμπά» δάγκωσε το μελομακάρονό του, κατάπιε την μπουκιά του και συνέχισε. «Πριν λίγο συνάντησα τον φύλακα-άγγελό μου, το ξέρεις βέβαια ότι κάθε άνθρωπος έχει έναν άγγελο που τον φυλάει, έτσι δεν είναι;»

Η λυγερόκορμη άκουσε τις πρώτες λέξεις της διήγησης του αγοριού που κάποτε ήταν άρρωστο, ενώ ήδη απομακρυνόταν από τον χώρο. Ήξερε πως έπρεπε να παλέψει για να επιστρέψει στον δικό της κόσμο, μα δεν την ένοιαζε. Ήξερε πως θα μπορούσε στο μέλλον να προσέχει μόνον έναν θνητό, και όχι περισσότερους όπως οι δικοί της, γιατί είχε παρακούσει τον νόμο που όριζε την επιτρεπτή ηλικία πραγμάτωσης ενός θαύματος, μα δεν την ένοιαζε.

Θα ήταν γι΄ αυτό το παιδί ο φύλακας-άγγελος της ζωή του, κι αυτό τής αρκούσε. Ίσως δεν κατάφερνε να επιστρέψει στον κόσμο της ανήμερα των Χριστουγέννων και οι δικοί της θα τρελαίνονταν από τον φόβο τους. Όμως, θα κατάφερνε να γυρίσει κοντά τους κάποια στιγμή. Κι αν ήθελαν να την τιμωρήσουν για την ανυπακοή της, δεν την ένοιαζε. Αφού την αγαπούσαν όμως, θα της επέβαλαν δίκαιη τιμωρία.

Άφησε για μια τελευταία φορά το βλέμμα της να χαϊδέψει την πιο γλυκιά εικόνα της ανθρώπινης ζωής, αυτή του πατέρα να κρατά στην αγκαλιά του το γιο του με το γυμνό κεφαλάκι. Που σύντομα θα γέμιζε με μαύρα σγουρά μαλλιά…

«Σου υπόσχομαι ότι του χρόνου τέτοια μέρα θα είμαι εδώ…» Οι λέξεις της σαν απαλό φύσημα του ανέμου έφτασαν στα αυτιά του αγοριού που της χάρισε την πιο γλυκιά μυρωδιά του κάστρου. Την μυρωδιά της ΑΓΑΠΗΣ… 

Νίκη Μάρκου -  Η φωτογραφία δημιουργήθηκε με την βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου