Ἕνα πρωὶ λέγει ὁ παππούς: Ἄγγελος θὰ ἦταν γυναίκα! Δόξα Σοι ὁ Θεός! Δόξα Σοι ὁ Θεός!

 
13/12/2025

Ὁ χειμώνας βαρύς. Τὸ χιόνι πολύ, καὶ τὸ κρύο τσουχτερό. Τὰ περισσότερα σπίτια ἦσαν παγωμένα ἀπὸ τὴν ἔλλειψη φωτιᾶς – καὶ αὐτὸ τὸ ἔζησα παιδί.

Στὸ σπίτι γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶμε εἶχε πέσει μεγάλη ἀρρώστια. Ἀφενὸς μὲν ἀπὸ δυσεντερία, ἀφετέρου δὲ ἀπὸ ἐλονοσία. Μικροὶ καὶ μεγάλοι στρωματσάδα, οἱ μόνοι ὄρθιοι ποὺ εἶχαν μείνει ἦταν ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιά.

Ἕνα πρωὶ λέγει ὁ παππούς:

– Θὰ πάω νὰ φέρω ξύλα ἀπὸ τὸ ἀπέναντι δάσος.

– Ποῦ θὰ πᾶς, εὐλογημένε, τοῦ λέει ἡ γιαγιά, γέρος ἄνθρωπος; Τὸ δάσος ἀπέχει δύο ὧρες, ἐσὺ θὰ κάνεις τρεῖς. Καὶ πόσα ξύλα μπορεῖς νὰ φέρεις ἐσύ, γέρος ἄνθρωπος; Ὕστερα θὰ σὲ πιάσουν καὶ οἱ Βούλγαροι.. Ποῦ πᾶς;

– Ὄχι, θὰ πάω.

Ἔκανε τὴν προσευχή του, ἀφοῦ τὴν εἶχε κάνει καὶ ὅλη τὴ νύχτα. Ἔκανε τὸ σταυρό του, καὶ ξεκίνησε.

Πέρασε τὸ μεσημέρι, κόντευε ἔτσι ἀπόγευμα, τρεῖς – τέσσερεις, καὶ δὲν εἶχε φανεῖ.

Ἔβγαινε ἡ γιαγιὰ κάθε τόσο καὶ κοίταζε στὸ βάθος τοῦ χωραφόδρομου.

Σὲ λίγο περνάει ἕνας γείτονας φορτωμένος στὴν πλάτη μὲ λίγα ξύλα.

– Ἔρχεται, τῆς λέγει, ὁ μπάρμπα Μῆτσος. Τὸν βοήθησε πολὺ καὶ ἕνας ξένος.

Τελικὰ βλέπει ἡ γιαγιὰ τὸν παπποὺ μαζὶ μὲ τὸν ξένο, νὰ σέρνουν μὲ σχοινιὰ δύο μεγάλα δένδρα.
Πῶς τὰ εἶχαν κόψει; Μᾶλλον ὁ ξένος θὰ τάκοψε.

Πλησίασαν, τὰ ἔβαλαν ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλή, τοὺς καλωσόρισε ἡ γιαγιὰ καὶ τοὺς κάλεσε μέσα. Ἐκείνη θὰ ἔκοβε μερικὰ κλαδιὰ καὶ θὰ ἄναβε τὴν σόμπα, γιὰ νὰ ζεσταθοῦν, καὶ οἱ ἄρρωστοι, καὶ ὁ ξένος, καὶ ὁ κατάκοπος παππούς.

Μπῆκε μέσα ὁ παππούς, ἔκατσε σὲ ἕνα σκαμνὶ καὶ λέγει:

– Ἄντε βρὲ γυναίκα κᾶνε λίγο τσάι ζεστὸ καὶ φέρε λίγο ψωμί.

-Περίμενε, τοῦ λέει, ὥσπου νάρθει ὁ ξένος.

– Ποιὸς ξένος;

– Νά, αὐτὸς ποὺ ἔσερνε μαζί σου τὰ δένδρα.

– Κανένας ξένος δὲν ἦταν μαζί μου. Μόνος μου ἔσερνα τὰ δένδρα.

– Πῶς δὲν ἦταν, τοῦ λέει. Ἀφοῦ σὲ εἶδε ὁ γείτονας. Καὶ μάλιστα νὰ κόβει τὰ δένδρα. Νὰ τὰ φορτώνεται μαζί σου, νὰ τὰ σέρνετε μαζί. Μὰ σὲ εἶδα καὶ γώ. Καὶ τὸν καλωσόρισα καὶ ἔξω ἀπ’ τὴν αὐλή.

– Τί λὲς βρὲ γυναίκα; Μόνος μου ἤμουνα.

Καὶ στάθηκε γιὰ λίγο.

Ξαφνικὰ φωτίστηκε τὸ πρόσωπό του καὶ φωνάζει:

– Ἄγγελος θὰ ἦταν γυναίκα! Ἄγγελος θὰ ἦταν! Γι’ αὐτὸ λοιπὸν τόσο γρήγορα τὰ τελείωσα καὶ τάσερνα λὲς καὶ ἦταν πούπουλα.

Ἄγγελος θὰ ἦταν! Δόξα Σοι ὁ Θεός! Δόξα Σοι ὁ Θεός!
Δόξα Σοι ὁ Θεός! Ἔλα τώρα γυναίκα νὰ κάνουμε καὶ ἑκατὸ μετάνοιες γιὰ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεόν.

Καὶ ἑκατὸ μετάνοιες, γιὰ νὰ ποῦν εὐχαριστῶ στὸ Θεό. Μάλιστα.

Αὐτὲς εἶναι οἱ ζωντανὲς ἱστορίες τῶν ἀληθινῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.

Ἀντιγραφή γιὰ τό «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»

Ἅγιος Μηνάς
Τριμηνιαία ἔκδοσις  τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καστοριᾶς
τεῦχος 61 – ᾽Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2014

Ἡ εἰκόνα εἶναι ἀπὸ τό Pinterest

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου