Ο μικρός Παντελής δεν πρόλαβε να τελειώσει το σχολείο, να γνωρίσει τον έρωτα, να πάει φαντάρος, να σπουδάσει, να διαβεί μέσα στην πατρίδα... Γιατί του είχε στήσει καρτέρι ο θάνατος...
Ανόητε. Γελοίε.Ανεγκέφαλε. Είτε από χαρά είτε από θλίψη είτε από συνήθεια, ήπιες αλκοόλ κι έπειτα έπιασες το τιμόνι και πετάχτηκες στον δρόμο σαν καμπουριασμένη κακιά μοίρα... Το αυτοκίνητό σου μεταμορφώθηκε σε χάρο...
Το έκανες πολλές φορές στο παρελθόν; Ή ήταν η πρώτη φορά; Δεν έχει καμία σημασία. Γιατί μία φορά, μία στιγμή, αρκεί για να σκοτώσεις.
Για να σκοτώσεις ένα αθώο, ανυποψίαστο αγόρι που περπατούσε μαζί με την μάνα του στον δρόμο Εξαμίλια-Ξυλοκέριζας. Αυτός ο δρόμος έγινε ο τάφος του, ο τάφος των γονιών του... Εκεί, δολοφονήθηκε η νιότη του...
15ος ήλιος δεν θα τυλίξει το κορμάκι του, γιατί εσύ ήπιες αλκοόλ και έπιασες το τιμόνι.
Καμία, μα καμία, δικαιολογία δεν υπάρχει.
Αναίσθητε, παράλογε, ανίκανε να νοιώσεις ανθρωπιά.
Χτύπησες το αγγελούδι και το άφησες να ξεψυχήσει στο τσιμέντο.
Δεν σταμάτησες, δεν ούρλιαξες, δεν έσταξαν τα μάτια σου αίμα, γιατί τα μάτια σου, απάνθρωπε, δεν συνάντησαν το αίμα του Παντελή στην άσφαλτο.
Το αλκοόλ σου εκσφενδόνισε το παλικαράκι και το άφησε να διαλυθεί πάνω στην γη. Και τι έκανες εσύ; Πήρες την αλκοολική ανάσα σου, επιτάχυνες το αυτοκίνητό σου κι έφυγες... Τρισάθλιε!
Δύσμοιρη μάνα! Πώς να ανασάνεις πια; Πώς να δεις τον ήλιο, αφού τα μεγάλα καστανά μάτια του Παντελή σου σφάλισαν για πάντα;
Δύσμοιρη μάνα! Πώς να ορίσεις το μυαλό σου πια, αφού λέξεις δεν θα γλιστρήσουν από τα χείλη του Παντελή σου για να γεμίσουν με μυρωδιές την ζωή σου;
Δύσμοιρη μάνα! Πώς να κουνήσεις τα πόδια σου πάνω στην γη, αφού αυτή την γη δεν την στολίζει πια ο Παντελής σου με την μοναδική ομορφιά του;
Να πω, κάνε κουράγιο μάνα... Συλλυπητήρια... Λυπάμαι βαθιά... Τίποτα, καμία λέξη δεν μπορεί να αγγίξει την ψυχή της δύσμοιρης μάνας...
Ένα όμως μπορώ να φωνάξω δυνατά:
Ούτε σταγόνα αλκοόλ, όταν οδηγείτε! Γιατί μπορεί, από την μια στιγμή στην άλλη, να σπείρετε τον θάνατο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου