18/6/2025
Είμαι ψηλή, σαν την θεϊκή κορυφή του Ολύμπου, και είμαι εσύ..
Λατρεμένη μου ηρωίδα, επειδή είμαστε σε άθλια κατάσταση, αποφάσισα να σου γράψω, κι ας βρίσκεσαι εσύ πια σε κάποιο δαφνοστολισμένο δώμα του θεϊκού σύμπαντος, προστατευμένη επιτέλους από τις σλαβικές ύπουλες και βίαιες διώξεις.Δημιουργώ την εικόνα σου με την δύναμη της θέλησης και της φαντασίας μέσα στο μυαλό μου.
Και τρέμω. Το αίμα μου παγώνει.
Στέκεσαι στο κατώφλι του σπιτιού σου, όταν δέχεσαι επίθεση από βουλγαροκομιτατζήδες. Άνανδροι δολοφόνοι που μόνο με αίμα ελληνικό ξεδιψούν την σκύλα ψυχή τους.
Η καρδιά μου ραγίζει, σαν βλέπω τον έναν να σηκώνει το τσεκούρι, ενώ ο άλλος ήδη σε χτυπάει άγρια. Ετοιμάζονται να σε δολοφονήσουν, κι εγώ δεν μπορώ τίποτα να κάνω.
Η καρδιά μου, για μια στιγμή, χτυπά σαν υπερηχητικό γεράκι. Θέλει, σαν τον πετρίτη, να βγει από το στήθος μου, να ορμήσει στους κομιτατζήδες, να τους στείλει στον διάολο. Αυτή η καρδιά θέλει να σε σώσει. Μα δεν μπορεί, δεν μπορεί. Είναι εγκλωβισμένη σε άλλον αιώνα και αντιμετωπίζει άλλης μορφής σλαβική προπαγάνδα.
Ο δολοφόνος, ένα τέρας με ανθρώπινη μορφή, σηκώνει το τσεκούρι του και σε χτυπά. Μαζί με τον συνεργό του γελούν απαίσια.
Φριχτές, φριχτές, φριχτές στιγμές, λατρεμένη μου Αικατερίνη. Ακόμα και τώρα που το πανέμορφο θεϊκό ελληνικό κεφάλι σου αποχωρίζεται από το γενναίο σου σώμα, ακόμα και τώρα διακρίνω την βαθιά σου λαχτάρα για την Λευτεριά της Μακεδονίας μας, ακόμα και τώρα η ανάσα σου φέρει την μυρωδιά του πόθου για την σωτηρία του Ελληνικού Έθνους.
Λυγίζει κάθε κύτταρό μου από πόνο για την τραγωδία σου, αλλά, πόσο παράξενο, και από θαυμασμό. Πώς είναι δυνατόν να αντέχεις τον διαμελισμό σου με τέτοια υπερηφάνεια, πώς;
Η εικόνα που δημιούργησα, τρέμει, πάει να χαθεί, κι εγώ φωνάζω όχι, σε χρειάζομαι ακόμα, από σένα μόνο μπορώ να αντλήσω φως και υπομονή και κουράγιο. Μην φεύγεις…
Και ξαφνικά, τα πάντα αλλάζουν, δεν καταλαβαίνω πού βρίσκομαι… Η φωνή… είναι η φωνή σου ή παραληρώ υπό το βάρος των εθνικών μου αδιεξόδων;
«Βγάλε την φωτογραφία από το μυαλό σου, κι άφησε την καρδιά σου να μ΄ ακούσει!» Εσύ είσαι που προστάζεις;
Πανικοβάλλομαι. Από πού έρχεται αυτή η φωνή; Την πλάθω εγώ; Την πλάθουν οι ανάγκες που κουβαλώ μέσα μου;
«Τα πιο σκληρά βασανιστήρια μπορεί να αντέξει ο Έλληνας, αν ξέρει πως με τις πράξεις του θα βάλει ένα λιθαράκι για να βοηθήσει την Μακεδονία και την Ελλάδα ολόκληρη!
Ω ναι, πόνεσα φριχτά, όταν οι σλάβοι κομμάτιαζαν το κορμί μου. Όμως το τσεκούρι τους δεν μπορούσε να ξηλώσει τον Ελληνισμό που είχε απλώσει τις αθάνατες χρυσοκεντημένες ρίζες του στην ψυχή μου. Καμιά βία δεν μπορούσε να ξεριζώσει αυτές τις ρίζες… Αλήθεια, ξέρεις ποιες είναι αυτές οι ρίζες;»
Ο πανικός γίνεται ανεξέλεγκτος μέσα μου. Αν απαντήσω λάθος, θα χαθεί η φωνή, θα εξαφανιστεί η Αικατερίνη, κι εγώ δεν είμαι έτοιμη να μείνω μόνη. Κατασπαράσσω η ίδια την μοίρα μου αυτήν την ώρα..
Αλλά, απρόσμενα, ένα τρυφερό γέλιο και μια θεϊκή στάλα ανέμου, τρυπώνουν στο αυτί μου, κι ο πανικός ημερεύει, και μπορώ πάλι να ακούσω την αιθέρια φωνή.
«Είμαι η Αικατερίνη Βαρελά, είμαι οι ρίζες σου, είτε το ξέρεις είτε όχι. Όμως σίγουρα το νοιώθεις στα κύτταρά σου. Αλλιώς δεν θα ήσουν εδώ, τώρα.
Είμαι ψηλή, σαν την θεϊκή κορυφή του Ολύμπου, και είμαι εσύ.
Είμαι καθάρια, σαν τα νερά του Αλιάκμονα, και είμαι εσύ.
Είμαι αγνή, σαν το έμβρυο στην μήτρα, και είμαι εσύ.
Είμαι άχρονη, σαν το σύμπαν, και είμαι εσύ.
Είμαι ανίκητη, σαν τον Αλέξανδρο, και είμαι εσύ.
Αλλά είμαι και θυμωμένη, σαν την θάλασσα που ζητά να εκδικηθεί τους πειρατές, και είμαι εσύ.
Είμαι οργισμένη, σαν το πεινασμένο λιοντάρι, και είμαι εσύ.
Είμαι προδομένη, σαν το πληγωμένο από μοχθηρό γονιό παιδί, και είμαι εσύ.
Όλα αυτά, κι άλλα άπειρα είμαι, τα υλικά και τ΄ άυλα, που συμβαίνουν από τις απαρχές της ανθρώπινης ελληνικής ιστορίας στην Μακεδονία μας, και είμαι εσύ.
Ένα που δεν θα ΄θελα να είμαι, αλλά είμαι, είναι το κατακρεουργημένο μου κορμί από σλάβικο τσεκούρι, και είμαι εσύ.
Εσύ που είσαι κατακρεουργημένη από την σύγχρονη προδοσία της Μακεδονίας μας στις Πρέσπες, εξαιτίας άκαπνων πολιτικάντηδων, εσύ είσαι εγώ.
Εσύ που κλαις για την υπογραφή που έγινε το τσεκούρι που διαμέλισε τον εθνικό μας ιστό, εσύ είσαι εγώ.
Εσύ που πρέπει όρθια να σταθείς για τον πόλεμο που έρχεται στην Μακεδονία μας, εσύ είσαι εγώ.
Μην ξεχνάς, οι ρίζες είναι μνήμη και μέλλον…»
Ζαλάδα με τυλίγει στον ιστό της, νοιώθω να αιωρούμαι, χάνω την θεϊκή φωνή, μα εκεί που πάω να κλάψω για την απώλεια, εκεί, μόνη της, γεννιέται η ελπίδα μέσα στα κύτταρά μου.
Μαγικά, επανέρχομαι στο γνωστό μου περιβάλλον, βλέπω πάνω στο τραπέζι τα βιβλία και δίπλα στο φλιτζάνι του καφέ, την σελίδα με το κείμενο για την Αικατερίνη Βαρελά.
Ήταν Ελληνίδα δασκάλα (1866-1904) από τα Γιαννιτσά, εξέχουσα μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, που ποτέ μα ποτέ δεν φοβήθηκε τους σλαβοβούλγαρους. Αυτοί την είχαν επανειλημμένα απειλήσει, ότι αν δεν έπαιρνε τα δύο παιδιά της από το ελληνικό κομιτάτο για να τα πάει στο βουλγάρικο, θα την βασάνιζαν και θα την σκότωναν. Αλλά η Αικατερίνη Βαρελά δεν φοβόταν. Κάθε φορά, σε κάθε απειλή, ύψωνε την φωνή της για να απαντήσει ότι είναι ορθόδοξη Ελληνίδα, πράττει κατά συνείδηση και η Μακεδονία είναι ελληνική.
Τα παιδιά της, Μιχαήλ και Ελισάβετ, τα έστειλε να σπουδάσουν στο Διδασκαλείο και Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης, που διατηρούσε η Ελληνική Κοινότητα. Γιατί, πίστευε η σεβάσμια δασκάλα, ότι με αυτές τις σπουδές, τα παιδιά της θα κρατούσαν ψηλά τα ελληνικά ιδεώδη και τις ελληνικές παραδόσεις. Και θα αγωνίζονταν για την Λευτεριά της Μακεδονίας μας.
Τελικά οι σλάβοι του βουλγαρικού κομιτάτου, υπό τους Ταταρτσέφ, Ντάμε και Δημητρώφ, έκαναν πράξη τις απειλές τους. Δολοφόνησαν με άγριο και απάνθρωπο τρόπο, τον Αύγουστο του 1904 (κατά μία άλλη πληροφορία παραμονές των Χριστουγέννων), στο κατώφλι του σπιτιού της, την Αικατερίνη Βαρελά. Με τσεκούρι.
Αργότερα, η κόρη της Ελισάβετ, δασκάλα κι αυτή, ζώστηκε τ΄ άρματα, κατατάχτηκε στο σώμα του Καπετάν Γκόνου στον Βάλτο, και, πολεμώντας ηρωικά, εκδικήθηκε τον θάνατο της μητέρας της.
Νίκη Μάρκου - Φωτογραφία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου