Σελίδες

Το λευκό δαντελένιο φόρεμα

 
17/8/2025

Όταν τα φτωχά παιδιά της Ελλάδας, με τα μπαλωμένα ρούχα, γίνονταν άξιοι άνθρωποι με πραγματικές γνώσεις...

της Ρούλας Σταυρέκα

Εκείνα τα καλοκαίρια στο χωριό, όταν η μέρα ξεκινούσε με τον ήλιο να ροδίζει τα χωράφια και να φέγγει στα κεραμίδια, περίμενα πάντα τον Αύγουστο σαν γιορτή.

Γιατί τότε ερχόταν ο θείος Θανάσης με τη θεία και τα ξαδέρφια μου από τη Γερμανία, με το κόκκινο, γυαλιστερό αυτοκίνητό τους που έλαμπε σαν ξένοιαστη υπόσχεση στη σκόνη του χωματόδρομου.

Όταν έφταναν, όλοι μαζευόμασταν στο σπίτι του παππού Γιώργου και της γιαγιάς Φωτεινής.

Καθόμασταν στη μεγάλη αυλή, κάτω από την κληματαριά, με καρπούζι και παγωμένο νερό από την τουλούμπα, κι εγώ δεν χόρταινα να κοιτάζω την ξαδέρφη μου.

Εκείνη φορούσε ένα μακρύ, λευκό, δαντελένιο φόρεμα και κόκκινα γοβάκια, με τα ξανθά της μαλλιά να πέφτουν σαν χρυσά κύματα στην πλάτη της.

Έμοιαζε με πριγκίπισσα, σαν αυτές που έβλεπα στα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας, κι εγώ με το φτωχικό μου φουστανάκι ένιωθα σαν σταχτοπούτα, μα δεν με ένοιαζε πολύ, μόνο ήθελα να της το λέω συνέχεια:

«Τι όμορφο που είναι το φόρεμά σου, ξαδέρφη! Τι όμορφα παπούτσια!»

Ο θείος με άκουγε και χαμογελούσε. Μια μέρα, την ώρα που έπαιζα ξυπόλυτη με τα άλλα παιδιά, με φώναξε κοντά του. Άνοιξε το καπό του αυτοκινήτου κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό.

Ήταν γεμάτο παπούτσια, κάθε λογής και χρώματος, τα έφερναν για να τα μοιράσουν σε συγγενείς και γνωστούς. «Έλα, διάλεξε, πάρε όποιο θες», μου είπε.

Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα θα την ακούσει όλο το χωριό. Εκείνος διάλεξε ένα ζευγάρι άσπρα πέδιλα με κόκκινα λουράκια και μου τα έδωσε κρυφά, να μην με δουν τα άλλα παιδιά.

Τα πήρα και έτρεξα στο σπίτι, τα άφησα με προσοχή δίπλα στο μαξιλάρι μου, σαν θησαυρό, κι έτρεξα πάλι πίσω να παίξω.

Μα από εκείνη τη στιγμή, ήθελα και το φόρεμα. Τις νύχτες, όταν ξάπλωνα στο κρεβάτι, έκλεινα τα μάτια και φανταζόμουν πως το φοράω, πως στριφογυρίζω με τα πέδιλα, πως γίνομαι κι εγώ σαν την ξαδέρφη, πριγκίπισσα.

Κι όταν ήρθε η μέρα που θα έφευγαν, πήγαμε να τους αποχαιρετήσουμε. Ο θείος κρατούσε στα χέρια του το λευκό δαντελένιο φόρεμα και ένα ροζ.

Η ξαδέρφη ήρθε δίπλα του και το ζήτησε. «Όχι, το θέλω εγώ!» φώναξα με τόλμη που δεν ήξερα πως είχα. Ο θείος με κοίταξε και μου το έδωσε.

Έφυγα τρέχοντας, με το φόρεμα στην αγκαλιά, χωρίς να κοιτάξω πίσω, μην τύχει και η ξαδέρφη μου αλλάξει γνώμη.

Στο σπίτι, φόρεσα το φόρεμα με τα πέδιλα και όταν γύρισε ο πατέρας μου από τη δουλειά, έτρεξα κοντά του, στριφογυρίζοντας με χαρά. «Κοίτα, πατέρα!» του φώναξα και στριφογύρισα, να δει το φόρεμα να ανοίγει σαν άσπρο σύννεφο γύρω μου.

Εκείνος με κοίταξε με μάτια που έλαμπαν. «Πω, πω, τι όμορφη που είσαι, σαν λαφίνα! Νυφούλα σκέτη!» είπε και γέλασε με εκείνο το γέλιο που έκανε την καρδιά μου να πετάει.

Η μάνα, βέβαια, είπε πως το φόρεμα ήταν μακρύ και θα το πήγαινε στη μοδίστρα να το κοντύνει. Έκλαιγα, της έλεγα πως το ήθελα όπως ήταν, γιατί έτσι το φόρεσε η ξαδέρφη μου και έτσι το ήθελα κι εγώ.

Εκείνη δεν με άκουσε και το κόντυνε. Από τότε δεν το ξαναφόρεσα, γιατί δεν ήταν πια το φόρεμα του ονείρου μου. Όμως εκείνη τη μέρα, έστω για λίγο, ήμουν πριγκίπισσα.

Εκείνα τα χρόνια ήμασταν φτωχά παιδιά. Πολλά παιδιά στο χωριό είχαν μόνο ένα παντελόνι ή φορούσαν φουστάνια μπαλωμένα, μα κανείς μας δεν γελούσε τον άλλον.

Ξέραμε πως οι γονείς μας έπρεπε να αγοράσουν σπόρους, να ταΐσουν τα ζώα, να βγάλουν το ψωμί της μέρας. Το ντύσιμο ήταν πολυτέλεια.

Κι όμως, από αυτά τα παιδιά που είχαν μόνο ένα παντελόνι κι ένα πουκάμισο, κάποια κατάφεραν να γίνουν δάσκαλοι, γιατροί, άνθρωποι με γνώση και αξία.

Γιατί τα ρούχα δεν κάνουν τον άνθρωπο, ο άνθρωπος κάνει τα ρούχα. Και το λευκό δαντελένιο φόρεμα, για μια στιγμή, έκανε ένα κορίτσι στο χωριό να νιώσει πως μπορεί να ονειρεύεται.

Πηγή: Η εφημερίδα του Βαλτινού & το «σπιτάκι της Μέλιας» - Η εικόνα είναι έργο της Melissa Crawford από: Pinterest

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου