Σελίδες

Εγκλωβισμένοι στην Πάνω Κερύνεια: Όταν οι Έλληνες ήταν φυλακισμένοι στα σπίτια τους, που τελικά τα άρπαξαν οι τούρκοι


5/10/2025

Αυτή την φρικτή πραγματικότητα, μετά την εισβολή των τούρκων στην Κύπρο μας, ποιος από εμάς μπορεί να την ξεχάσει και να τους αφήσει να αφανίζουν τον προαιώνιο Ελληνισμό του νησιού της Αφροδίτης; 

Γράφει η Σωτηρούλα Γεωργίου 

Το σπίτι μου ήταν στην οδό Πουκεβίλ 3, στην Πάνω Κερύνεια, όπου έμενα με την οικογένειά μου, τον πατέρα μου Χρίστο Γεωργίου (παπουτσιής), τη μητέρα μου Δέσποινα, την αδελφή μου Ζωούλα (τότε 21 ετών) και τα δύο μου αδέλφια Χριστόφορο (7 ετών) και Νίκο (9 ετών).

Στις 20/7/74 ξυπνήσαμε στις 5.30 π.μ. από ένα εκκωφαντικό θόρυβο αεροπλάνων και ρίψη βομβών. Έντρομοι σηκωθήκαμε και τρέξαμε πίσω στο περιβόλι με τα λεμονόδεντρα της Ροδούς Τίγρη. Μείναμε εκεί μέχρι που σταμάτησαν οι πρώτοι βομβαρδισμοί και μετά επιστρέψαμε πίσω στο σπίτι. Την επόμενη μέρα αρχίσαμε να συζητούμε τι πρέπει να κάνουμε, έχοντας υπόψη τρεις επιλογές: να φύγουμε από την Κερύνεια στο άγνωστο, να πάμε στο Dome Hotel ή να παραμείνουμε στο σπίτι μας. Τελικά επικράτησε η άποψη να παραμείνουμε στο σπίτι με τη σκέψη ότι, επειδή στο δρόμο μας έμεναν ξένοι υπήκοοι, ένας Γερμανός και μια Αγγλίδα, θα είχαμε κάποια ασφάλεια.

Τη Δευτέρα στις 22/7/74, μπήκαν οι Τούρκοι στην Κερύνεια. Σε 6-7 μέρες μπήκαν στο σπίτι μας μερικοί Τούρκοι αξιωματικοί μαζί με ένα Τ/Κ «αστυνομικό» για έρευνα. Μας έβγαλαν έξω κι αρχίσαν να ερευνούν παντού αναζητώντας Ε/Κ στρατιώτες. Φεύγοντας, μάς είπαν ότι δεν θα μας πειράξουν κι αν υπήρχε τέτοιο κρούσμα να πάμε πιο πάνω στην περιοχή μας να το αναφέρουμε. Σημειώνεται ότι οι Τ/Κ της Πάνω Κερύνειας γνώριζαν τον πατέρα μου. Τον πρώτο καιρό τρώγαμε ό,τι είχαμε στο σπίτι. Το δε κοτέτσι της μητέρας μου στην αυλή μας μάς έσωσε. Επίσης ο φούρνος του Τσουλούπα συνέχισε να λειτουργεί για 2-3 μήνες.

Μετά άρχισε η διανομή τροφίμων από τον Ερυθρό Σταυρό. Τον Αύγουστο παραμείναμε κλεισμένοι στο σπίτι και μόνο ο πατέρας μου έβγαινε έξω με το αυτοκίνητο μέχρι το φούρνο του Τσουλούπα, για να φέρει ψωμί. Μια μέρα μόλις στάθμευσε το αυτοκίνητο, τον πλησίασε ένας Τούρκος στρατιώτης και του πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, παρά τη διαμαρτυρία του πατέρα μου και παρά το ότι του εξήγησε ότι ήταν ανάπηρος και το αυτοκίνητο αυτό ήταν το μέσο που του επέτρεπε να διακινείται. Όταν μπήκε στο φούρνο και το ανάφερε στη Μαρίτσα Τσουλούπα αυτή βγήκε αμέσως έξω και τους παρακάλεσε να του το επιστρέψουν χωρίς κανένα αποτέλεσμα κι έφυγαν με το αυτοκίνητο. Τελικά όμως, το επέστρεψαν σε 3-4 ώρες.

Ακούγαμε ραδιόφωνο (ΡΙΚ) και βλέπαμε και τηλεόραση και είχαμε πλήρη πληροφόρηση για το τι γινόταν, την κατάληψη του Καραβά, Λαπήθου, Μόρφου, Αμμοχώστου, τις βιαιότητες, συλλήψεις και σκοτωμούς από την επέλαση του Τουρκικού στρατού.

Ο φόβος που νιώθαμε άρχισε να γίνεται όλο και πιο έντονος και συνεχώς συζητούσαμε αν θα πρέπει να φύγουμε.

Άλλοι γείτονες εγκλωβισμένοι στον ίδιο δρόμο ή τη γειτονιά ήταν: η Δέσποινα, η οικογένεια του Ανδρέα Σιαξιατέ, η Ευδοκία Πάρπα και μερικοί άλλοι που δεν θυμάμαι. Σε κάποιο στάδιο Τ/Κ «αστυνομικοί» συνέλαβαν Ελληνοκυπρίους, κυρίως νεαρής ηλικίας, μεταξύ αυτών και τον γείτονά μας Κώστα Σιαξιατέ, τον οποίο κράτησαν μερικές μέρες και μετά ευτυχώς τον άφησαν ελεύθερο και στη συνέχεια έφυγε με τη γυναίκα και το μωρό του στις ελεύθερες περιοχές.

Στη γειτονιά μας δεν έγινε οποιοδήποτε επεισόδιο, όμως ακούγαμε για πτώματα στο Γυμνάσιο και στο κέντρο της Κερύνειας.

Κανένας Τ/Κ ποτέ δεν μας προσέγγισε για να δει αν είμαστε καλά ή αν χρειαζόμαστε κάτι.

Μετά που άρχισε η σχολική χρονιά, νομίζω κατά τον Οκτώβρη, η Νίτσα Ραγουζαίου, η Μαρία (πατέρας της οδηγός ΕΠΠΚ) κι εγώ αναλάβαμε να κάνουμε μάθημα στα παιδιά του δημοτικού, κάπου δέκα παιδιά.

Αρχικά τα μαθήματα γίνονταν στο σπίτι του Τσουλούπα δίπλα από τον φούρνο του Προδρομή. Με τη βοήθεια των Η.Ε. μας έστειλαν μερικά βιβλία από το Υπουργείο Παιδείας.

Σε κάποια φάση μετακομίσαμε στης Χριστίνας και Θεοχάρη Σωτηρόπουλου, μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς.

Η ζωή μας κυλούσε όπως τους φυλακισμένους, κλεισμένοι στο σπίτι. Εγώ πήγαινα μέχρι το σπίτι που κάναμε μαθήματα στα παιδιά και ο πατέρας μου με το αυτοκίνητο μέχρι το σημείο που γινόταν η διανομή τροφίμων από τον Ερυθρό Σταυρό, στο σπίτι του Κώστα Χρυσοχού, μια φορά τη βδομάδα.

Στους 14 μήνες εγκλωβισμού δεν κυκλοφόρησα ούτε μια φορά στην Κερύνεια. Ακούγαμε ότι οι Τούρκοι μάζευαν από τα γύρω χωριά τους ηλικιωμένους και τους μετέφεραν στο Dome.

Οι εγκλωβισμένοι στα σπίτια σταδιακά λιγόστευαν, όχι μόνο γιατί δεν άντεχαν το φόβο και τον εγκλωβισμό, αλλά και γιατί δεχόντουσαν και πολλές πιέσεις από τους Τούρκους να κάνουν «αίτηση» να φύγουν για να πάρουν τα σπίτια τους Τ/Κ που ήλθαν ή θα ερχόντουσαν από τις ελεύθερες περιοχές.

Τον Σεπτέμβριο του 1975, εγώ με τη γιαγιά μου Αναστασία που ήταν στο Dome, φύγαμε για τις ελεύθερες περιοχές. Η υπόλοιπη οικογένειά μου έφυγε τον Σεπτέμβρη του 1976, γιατί ήθελαν το σπίτι μας να το δώσουν. Τα άλλα σπίτια στο δρόμο μας, τα είχαν ήδη δώσει. Δεν είχαν εμπιστοσύνη, φοβόντουσαν, γιατί δεν ήξεραν τι θα τους έκαναν, για να τους εξαναγκάσουν να δώσουν το σπίτι. - Πηγή & Φωτογραφία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου