Πώς ήταν η Ελλάδα, όταν κλήθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας να την υπηρετήσει;



           Πώς ήταν η Ελλάδα που κλήθηκε να υπηρετήσει

ο Καποδίστριας;

         Εμείς, με την απόσταση ασφαλείας που μας χαρίζει ο χρόνος, κρίνουμε τους ηρωικούς αγώνες χωρίς να ζούμε και να βιώνουμε άμεσα τις συνθήκες του άγριου πολέμου, στον οποίο χρωστάμε την ελευθερία μας. Αλλά, εκείνες οι συνθήκες ήταν άγριες. Δεν υπήρχαν προσωπικά θέλω, δεν υπήρχαν καθαρά σπίτια, δεν υπήρχαν καλομαγειρεμένα φαγητά. Αυτά τα προνόμια τα είχαν οι λίγοι που δεν πολέμησαν, παρά μόνο άρπαζαν τις νίκες των πολεμιστών για να εδραιώσουν τις εξουσίες τους (όπως γίνεται και σήμερα). Οι πολλοί, ο λαός των Ελλήνων, ζούσαν δραματικές καταστάσεις, ενώ, ακόμα οι μάχες για την ελευθερία συνεχίζονταν. Οι οπλαρχηγοί ήταν κουρασμένοι και απογοητευμένοι, κυρίως επειδή είχαν αντιληφθεί πια τα βρώμικα παιχνίδια της εξουσίας. Μα τι μπορούσαν να κάνουν, παρά να συνεχίσουν τις μάχες, γιατί αλλιώς κινδύνευε η Επανάσταση;

    «Ο Κολοκοτρώνης (τον οποίο αποφυλάκισαν μόνο μπροστά στον κίνδυνο να επικρατήσουν ξανά οι τούρκοι και οι σύμμαχοί τους) προσπαθεί να συγκρατήσει τον εχθρό στα σύνορα Μεσσηνίας – Αρκαδίας, αλλά υπερφαλαγγίζεται από τον Ιμπραϊμ, ο οποίος εισδύει βαθιά στο εσωτερικό, κυριεύει την Τριπολιτσά και φτάνει ως έξω από το Ναύπλιο (12 Ιουνίου 1825), όπου τον αναχαιτίζουν και τον αποκρούουν οι λίγες αποφασισμένες δυνάμεις του Γ. Μακρυγιάννη, Δ. Υψηλάντη και άλλων οπλαρχηγών». (Απόστολος Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία)

      Οι καταστάσεις γίνονταν όλο και πιο τραγικές, οι ήττες των παλικαριών μας αναπόφευκτες, αφού οι τουρκοαιγύπτιοι είχαν μεγάλο στρατό και πολλά πολεμοφόδια. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε ότι η τακτική του προ της Επαναστάσεως θα έσωνε τους Έλληνες: Χτύπησε και φύγε – Η βασική αρχή του κλεφτοπολέμου.

          «Και πραγματικά έτσι γίνεται. Νύχτα και μέρα μέσα από τα βράχια, από τις σπηλιές, από τα δάση, από τα στενά της Πελοποννήσου ξεπηδούν και ξεχύνονται ξαφνικά και ορμητικά οι κακοντυμένοι Έλληνες χωρικοί, χτυπούν τις εχθρικές φάλαγγες, προξενούν σ΄ αυτές μεγάλες φθορές ή κάποτε τις εξοντώνουν ολόκληρες και φεύγουν αμέσως και εξαφανίζονται.

          Αλλά η τακτική αυτή καταπονεί πολύ και τους Πελοποννήσιους στρατιώτες, γεωργούς και βοσκούς, και εκνευρίζει και την κυβέρνηση. Αρχίζει μια σκληρή ζωή με φοβερή έλλειψη τροφίμων, αληθινό υποσιτισμό, και με αδιάκοπες νυχτερινές ταχυπορείες, που πολλές φορές στερούν τον ήρεμο ύπνο ολόκληρων εβδομάδων».

         Βέβαια, οι άνθρωποι της κυβέρνησης, αυτοί που εκνευρίζονταν κιόλας, δεν ζούσαν μέσα σε άθλιες συνθήκες. Αυτοί απολάμβαναν τα προνόμια τους, ενώ παράλληλα επεξεργάζονταν σχέδια που δεν θα έθεταν στην υπηρεσία του πολύπαθου έθνους, τελικά…

          Άθλια ζούσαν οι γενναίοι Έλληνες.

          «Πολύ χειρότερη βέβαια είναι η κατάσταση του άμαχου πληθυσμού, που είχε καταφύγει στα βουνά, στις σπηλιές και στα δάση. Η γύμνια, η φτώχεια και η πείνα τους συντρόφευαν. Αισθητή προ πάντων η έλλειψη του ψωμιού. Έτσι πολλοί κατάντησαν ν΄ αλέθουν με χειρομύλους βαλανίδια, άγρια απίδια και φλούδες δέντρων. Αυτά ζύμωναν έπειτα με αλεύρι σταριού, κριθαριού ή καλαμποκιού, τα έψηναν κι΄ έτσι κάπως ξεγελούσαν τη μεγάλη τους πείνα. Οι ορεινοί αυτοί κάτοικοι, γράφει ο σύγχρονος Φραντζής, “επρασινομαυροκιτρίνιζον ως χαλκοί, και έγιναν ξηροί ως σκελετά και ελεεινά θεάματα”».

      Όταν κλήθηκε ο Καποδίστριας να υπηρετήσει την πατρίδα, 

       οι Έλληνες ήταν υποσιτισμένοι και σκελετωμένοι και άρρωστοι…

          Και όμως, συνέχιζαν να μάχονται κι ας ήταν οι εχθροί καλοζωισμένοι, περισσότεροι και με πολλά πολεμοφόδια. Κι ας έχαναν μάχες. Κι ας σκοτείνιαζε ο τόπος, όπως την ημέρα που σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης, ενώ ήταν έτοιμος, με το στρατηγικό πνεύμα και την λεβεντιά του, να υποτάξει τους τούρκους και τους συμμάχους τους. Και η επόμενη μέρα του θανάτου του, 24 Απριλίου του 1827, σκοτεινιασμένη ήταν, αφού οι Έλληνες υπέστησαν πανωλεθρία, στο Παλαιό Φάληρο. Η ίδια σκοτεινιά, παντού.

          Αυτή η σκοτεινιά και τα θλιβερά μαντάτα βάραιναν και τους πληρεξούσιους της Γ΄ Εθνικής Συνελεύσεως της Τροιζήνας, οι οποίοι συζητούσαν για τα όρια της δικαιοδοσίας του νέου αρχηγού που είχαν επιλέξει στις 2/14 Απριλίου 1827 και για εφτά χρόνια. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο πρώτος κυβερνήτης του ελληνικού κράτους, και η κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπίσει ήταν τραγική.

        «Η όψη που παρουσίαζε τότε η μικροσκοπική Ελλάδα είναι απελπιστική: ερείπια, φτώχεια, επιδημίες. Οι περισσότερες πόλεις και τα χωριά της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας είναι καταστραμμένες, ιδίως όσες είχαν βρεθεί στους δρόμους των εχθρικών επιδρομών».

          Η γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή είχε υποστεί ολέθρια χτυπήματα. Αμπέλια και ελαιόδεντρα κατεστραμμένα, σπίτια, καλύβες, στάβλοι είχαν καεί ή κοπεί από τους τουρκοαιγύπτιους, δάση ολόκληρα είχαν αφανιστεί. Αυτόν τον τόπο τον ρημαγμένο ήθελε ο Καποδίστριας να αναστήσει, να τον κάνει ξανά αυτάρκη, να του δώσει την αξιοπρέπεια που του άξιζε.

          Η ψυχή του Καποδίστρια πονούσε, όταν έβλεπε τους Έλληνες που είχαν έρθει να τον υποδεχθούν. Ήθελε να τους δώσει όσα είχε, για να τους δει ξανά να μεγαλουργούν. Ακόμα περισσότερο, ήθελε να δει και την υπόλοιπη Ελλάδα να απελευθερώνεται. Τον πλήγωνε βαθιά η γνώση ότι μόνο μια μικρή καταματωμένη γωνιά του ελληνικού εδάφους γινόταν ελεύθερη. Μα, ήταν αποφασισμένος, μόλις βελτιωνόταν η κατάσταση σε αυτή την γωνιά, να πράξει το χρέος του για ολόκληρο τον ελληνισμό. Για την ώρα έβλεπε δακρυσμένος τους Έλληνες που τον υποδέχονταν στο Ναύπλιο.

          Γράφει ο Απόστολος Βακαλόπουλος στο ανωτέρω αναφερόμενο έργο του:

         «Ο λαός του Ναυπλίου, της προσωρινής πρωτεύουσας, υποδέχθηκε τον Καποδίστρια στις αρχές Ιουνίου 1828 μέσα σ΄ ένα πανδαιμόνιο χαράς. Αλλά και σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα κυριαρχούν τα ίδια αισθήματα. Ήταν πραγματικά ο σωτήρας άγγελος για τους δυστυχισμένους κατοίκους της υπαίθρου και των πόλεων, που πίστεψαν πως θα τους λύτρωνε τόσο από τους Τουρκοαιγυπτίους, όσο και από τις υπερβασίες και καταπιέσεις των πολιτικών και στρατιωτικών αρχηγών».

 

          Ο δάσκαλος, ο αεικίνητος στον χώρο και στον χρόνο, εγκατέλειψε την θέση του και πήγε προς την πόρτα. Την μισοάνοιξε, άκουσε τα βήματα του Ιωάννη που πηγαινοέρχονταν στον διάδρομο άλλοτε με νευρικότητα και άλλοτε με ηρεμία, χαμογέλασε αδιόρατα και επέστρεψε στην θέση του.

          «Τώρα θα σου διηγηθώ όσα έγραψε για σένα και τους Έλληνες που σε υποδέχθηκαν, κάποιος που δεν θα έλεγα ότι ανήκει στους πιο ένθερμους υποστηρικτές σου».

         «Η υστεροφημία μου νομίζεις ότι με νοιάζει; Σε καμία περίπτωση! Ας πουν κι ας γράψουν ό,τι θέλουν για μένα, τώρα ή στο μέλλον, δεν με απασχολεί. Για να έχουμε το τώρα ή το μέλλον, πρέπει να παλέψω, και δεν μ΄ αφήνουν…»

          Ο δάσκαλος άκουσε τα λόγια του Ιωάννη και αισθάνθηκε την ψυχή του να δένεται κόμπος. Μα εκεί δεν είχε βρεθεί για να κατανοήσει και να περιγράψει τα δικά του συναισθήματα, εκεί, κοντά στον Ιωάννη, είχε βρεθεί για να αποκαταστήσει σημαντικές αλήθειες που αφορούσαν τον πρώτο κυβερνήτη.

Απόσπασμα από το βιβλίο 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ - Ο άχραντος Κυβερνήτης της Ελλάδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου