Μακεδονομάχος Τσότσος Βέσκος: Κυνήγησε με κάθε τρόπο τούρκους και βούλγαρους κομιτατζήδες και μετά, έκανε "δώρο" στην πατρίδα τους γιους του


Ο ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ ΤΣΟΤΣΟΣ, ΒΕΣΚΟΣ ή ΜΠΑΧΟΒΙΤΗΣ δεν έγινε πλούσιος καθώς αγωνιζόταν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας μας από Τούρκους και Βούλγαρους κομιτατζήδες. Ούτε έγινε πολιτικό στέλεχος. Αλλά, όταν κινδύνευσε ξανά η πατρίδα, έστειλε τους γιους του στο μέτωπο. Και τους τουφέκισαν οι Γερμανοί.

Ο ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ ΤΣΟΤΣΟΣ, ΒΕΣΚΟΣ ή ΜΠΑΧΟΒΙΤΗΣ, από τους Προμάχους Πέλλας - Κατέλαβε την Αριδαία, στις 28.10.1912 και έστησε την ελληνική σημαία, μια εβδομάδα πριν προλάβει ο ελληνικός στρατός!!! - του Γ. Μόδη

Ο ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ ΤΣΟΤΣΟΣ
ΒΕΣΚΟΣ ή ΜΠΑΧΟΒΙΤΗΣ,
από τους Προμάχους Πέλλας

Κατέλαβε την Αριδαία, στις 28.10.1912
και έστησε την ελληνική σημαία,
μια εβδομάδα πριν προλάβει
ο ελληνικός στρατός!!!

Του Γεωργίου Μόδη (*)

 Αρχηγός του πατέρα του και των θείων του! Ήταν δηλαδή αρχηγός μικρού σώματος από τον πατέρα του, τους θείους του και τ’ αδέλφια και εξαδέλφια του. Ο πατέρας του Χρίστος Βέσκος είχε περάσει τα 70! Δεν ήταν πολύ νεώτερος ο ένας τουλάχιστον θείος του. Είχε αναγκασθή όλη η οικογένεια να πάρη τα βουνά εξ αιτίας των Τούρκων και των ανοησιών τους. Δεν χρειάσθηκε βέβαια να πάη πολύ μακριά. Πάνω από το χωριό τους, το θρυλικό Μπάχοβο (τώρα Προμάχους), υψώνονται άγρια, δασωμένα αλπικά τα βουνά, που χωρίζουν την Καρατζόβα (Αλμωπία) από το Μορίχοβο και την Ελλάδα από την Γιουγκοσλαβία. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας εχώριζαν επίσης το βιλαέτι Θεσσαλονίκης από το βιλαέτι Μοναστηριού. Εκεί επάνω έσπασε το βουλγαρογερμανικό μέτωπο τον Σεπτέμβριο του 1918 και έγινε η αρχή του τέλους του Πρώτου Ευρωπαϊκού Πολέμου.

Οι κομιτατζήδες βρήκαν το μικρό οικογενειακό σώμα στα βουνά. Ο Τσότσος πήγε μαζί τους, αφού δεν μπορούσε να κάμη και αλλοιώς. Εμπρός γκρεμός, οι Τούρκοι, πίσω ρέμα, οι κομιτατζήδες. Εφρόντισε μόνο να μείνη παράμερα, στη σκιά, απομονωμένος και λησμονημένος σύμφωνα με την τακτική του «λάθε βιώσας». Μία ήταν η προσπάθειά του· να μη πάθη τίποτε το χωριό, πράγμα που και επέτυχε.
 
Αλλά τον Αύγουστο του 1904 πάμπολλοι φουσάτοι και αγριεμένοι κομιτατζήδες με αρχηγούς τον Καρατάσο, τον Χατζή, τον Κιόρη εκύκλωσαν το Μπάχοβο και συγκέντρωσαν όλους τους χωρικούς στο σπίτι του εφημερίου παπα-Δημήτρη Οικονόμου. Πήραν τον λόγο οι τρεις βοεβοδάδες και επρόβαλαν όλοι μια και τελεσιγραφική απαίτηση: να πάψη το χωριό ν’ αναγνωρίζη τον Έλληνα μητροπολίτη «Μογλενών και Φλωρίνης», που είχε την έδρα του στη μακρυνή Φλώρινα, και να γίνη σχισματικό, αφού οι Βούλγαροι αγωνίζονταν για την «λευτεριά» και είχε το χωριό μητρική του γλώσσα το τοπικό σλαβόφωνο ιδίωμα. Για να δώσουν, φαίνεται, να καταλάβουν καλύτερα οι χωρικοί την βαρύτητα των λόγων τους, εκομμάτιασαν εκεί μπροστά τους ένα φτωχό άνθρωπο, τον Μλαδένη Δημητρίου Μποζίνου από την Ίδα (Στράιστα), που βρέθηκε για την κακή του τύχη εκείνη την ημέρα στο Μπάχοβο και είχε κάμει το θανάσιμο έγκλημα, όπως τον κατηγόρησαν, να συνοδέψη τον μητροπολίτη στην Αρδέα. Ο Τσότσος με τους δικούς του εφρόντισε ή έτυχε να είναι αυτή τη μέρα μακριά από το χωριό του. Δεν έπαψε όμως κρυφά να το ενθαρρύνη.
 
Μαζώχθηκαν τότε οι πρόκριτοι του χωριού και έστειλαν τον άλλο εφημέριό τους, τον Παπαδημήτρη Παπανικολάου, στη Θεσσαλονίκη να ειπή στους προξένους, μητροπολίτες και αρμοδίους ότι το κτένι έφθασε πια στον κόμπο και έπρεπε ν’ αντιμετωπισθή ο κίνδυνος δραστικώτερα.
 
Δεν πέρασε πραγματικά πολύς καιρός και επρόβαλε το πρώτο ελληνικό σώμα στο Μπάχοβο. Ο Τσότσος και η οικογένειά του αυτό ακριβώς περίμεναν. Έστρεψαν ευθύς τα όπλα κατά των κομιτατζήδων. Και το Μπάχοβο εγινε ο ατράνταχτος εθνικός προμαχώνας στα βόρεια της Έδεσσας. Από τον Σεπτέμβριο ήδη του 1904 δύο νεαροί Μπαχοβίτες είχαν καταταχθή στο πρώτο μικρό ελληνικό σώμα, που είχε καταρτισθή στο γειτονικό Μορίχοβο από τον Αντώνιο Ζώη. 
 
Έδρασαν πολλά σώματα, όταν ο αγώνας φούντωσε στην περιοχή εκείνη με κέντρο και βάση πάντοτε τους Προμάχους, ο Ξενοφώντας, ο γερολύκος των βουνών Ζαρκάδας, ο Κώστας Γαρέφης, ο Μανώλης Κατσίγαρης, ο Χρίστος Καραπάνος, υπαξιωματικός τότε, και άλλοι.
 
Ο παρθενικός και ηρωικός Γαρέφης σκότωσε τον Αύγουστο του 1906 με το πιστόλι του σε μιά σαρακατσάνικη καλύβα πάνω από το Τσερνέσοβο τους δυό μεγάλους αρχικομιτατζήδες Λούκα και Καρατάσο. Χωρίς να περιμένη τα παλληκάρια του όρμησε μέσα στην καλύβα και έπιασε τον Καρατάσο από τα γένεια. Δέχθηκε και αυτός μιά σφαίρα στην κοιλιά. Πέθανε από το τραύμα του στην Γραδέσνιτσα του Μοριχόβου, πριν τον προλάβη ζωντανό ο γιατρός, που ήλθε βιαστικά από το Μοναστήρι προς χάρη του. Το Τσερσέσοβο πήρε από τότε τ’ όνομά του. Ήταν μιά εξαιρετική μορφή, που εσυνδύαζε άφθαστη τόλμη και γενναιότητα, με σπάνια καλωσύνη και σεμνότητα.
 
Ο Λούκα είχε τον βαθμό του λοχαγού στον βουλγαρικό στρατό. Όπως αναφέρει ο Παγιαρές, είχε πάει τον χειμώνα του 1905-6 στη Σόφια και, αφού γλεντοκόπησε αρκετά στα νυκτερινά κέντρα της Σόφιας, ξανάφυγε την άνοιξη εν πομπή και παρατάξει για την Μακεδονία, όπου επανήρχετο, καθώς το διαλαλούσε, δριμύτερος και σκληρότερος. Όταν ο Παγιαρές ερώτησε τον διευθυντή του Υπουργείου των Εξωτερικών πως η βουλγαρική κυβέρνηση επέτρεπε και μάλιστα αναφανδόν την έξοδο αρχισυμμοριτών και συμμοριών, ο Βούλγαρος διπλωμάτης τον πήρε, για να του δείξη τον Λούκα σ’ ένα από τα νυκτερινά κέντρα. Αλλά, μολονότι τα γύρισαν όλα ο μεγάλος βοεβόδας πουθενά δεν βρέθηκε.
 
Τραγικό θάνατο είχε και ο Μανώλης Κατσίγαρης, που έκαμε τον περισσότερο καιρό στην περιφέρεια εκείνη και ήταν ο μόνιμος σχεδόν αρχηγός της. Ήταν ένας γενναίος επίσης, όσο και τραχύς και έμπειρος Κρητικός- καπετάνιος. Την άνοιξη του 1908 αναχωρούσε από το Μπάχοβο για τη Θεσσαλία και Αθήνα. Είχε πάρει μαζί του από το Μορίχοβο και τον λοχαγό Καλομενόπουλο, που τότε μόλις είχε δραπετεύσει από τις φυλακές Μοναστηρίου. Στον δρόμο κοντά στη Παλατίτσα και τη Βέργη της Βέροιας φώναξε στο Μπαρμπανικόλα, ένα παλιό αντάρτη και παλαιότερο ληστή, που πήγαινε καβάλλα σ’ ένα αγορασμένο άλογό του να παραχωρήση για λίγο διάστημα το ζώο του στον λοχαγό. Ο Μπαρμπανικόλας δεν άκουσε ή έκαμε πώς δεν άκουσε. Τρέχει τότε ο Κατσίγαρης θυμωμένος και τον κατεβάζει από το άλογο με το ζόρι και πολλά «διάλε τσ’ απεθαμένοι». Ο γέρο κλέφτης δεν χάνει καιρό και τον σκοτώνει με μια τουφεκιά. Επιχείρησε να επέμβη ο Μανώλης Μυλώνακης, που έτυχε εκεί κοντά. Τον σκοτώνει και αυτόν και εξαφανίζεται στα χαμόκλαδα. Ξετυλίχθηκαν όλα τόσο γοργά και βιαστικά, ώστε οι άλλοι άνδρες, μονάχα όταν είδαν τους δύο νεκρούς και το άλογο του Μπαρμπανικόλα χωρίς τον νοικοκύρη του, κατάλαβαν τί είχε συμβή.
 
Ο Μυλωνάκης, ένα αγράμματο όλο κέφι και σπιρτάδα παλληκάρι από την Κρήτη, είχεν έλθει στο Μορίχοβο το φθινόπωρο του 1905 με το σώμα του Παναγιώτη Φιωτάκη. Πληγώθηκε σε μια εμπλοκή με τον στρατό. Όταν ο Φιωτάκης έφυγε για την Αθήνα, έμεινε με τον Βολάνη. Ξαναπληγώθηκε. Όταν ο Βολάνης έφυγε, έμεινε με τον Βρόντα (υπίλαρχο Παπά), αν και γκρίνιαζε προτύτερα περισσότερο από κάθε άλλον, για να φύγουν. Πληγώθηκε πάλι για τρίτη φορά. Όταν και ο Βρόντας έφυγε, έμεινε πάλι με τον διάδοχό του, γκρινιάζοντας πάντοτε και νοσταλγώντας την Κρήτη. Την άνοιξη τέλος του 1908 αναχώρησε με τον Κατσίγαρη, για να βρή τον θάνατο από σφαίρα ελληνική και συναδελφική.
 
Το Μπάχοβο ήταν τώρα τ’ ορμητήριο και καταφύγιο όλων των ελληνικών σωμάτων της περιοχής εκείνης και ο Τσότσος το κυριώτερο στήριγμά τους. Από εκεί περνούσαν και τα σώματα, που πήγαιναν ή ερχονταν από το Μορίχοβο. Τον Δεκέμβριο του 1905 ο Κατσίγαρης και ο Τσότσος κτυπήθηκαν με κομιτατζήδες. Έπεσαν δύο παλληκάρια του, ο Καραγιαννάκης από την Κρήτη και ο Βασίλης Ζάνας από τον Άγιο Δημήτριο της Κατερίνης. Επληγώθηκαν τρεις άλλοι, οι Δημήτριος Σαμαράς και Κυριάκος Αποστόλου από τη Νότιο Μακεδονία και ο Χρυσοχεράκης από την Κρήτη. 
 
Στις 10 Ιανουαρίου του 1907 αναγκάσθηκαν από μια μεγάλη και αποφασιστική τουρκική καταδίωξη τα δύο σώματα του Μοριχόβου, Βολάνη και Βρόντα, να ζητήσουν καταφύγιο στην περιφέρεια του Μπαχόβου. Είχαν την ελπίδα ότι εδώ, αφού ήταν άλλο «βιλαέτι», θα φυσούσε άλλος αέρας. Και δεν διαψεύσθηκαν. Οι πασάδες του Μοναστηριού δεν καταδέχθηκαν να ζητήσουν την βοήθεια των συναδέλφων τους της Θεσσαλονίκης. Δεν εφαντάζονταν ίσως ότι τα δύο σώματα, που είχαν περπατήσει πολλές ώρες επάνω στο παγωμένο ποτάμι της Γραδέσνιτσας, για να χαθούν τα ίχνη τους, θ’ αποτολμούσαν στην καρδιά του χειμώνα το πέρασμα του μεγάλου όρους (Νιτς, συνέχεια του Καϊμακτσαλάν), όπου αντιμετώπιζαν τον βέβαιο κίνδυνο να ταφούν στα χιόνια.
 
Ο Τσότσος με τον γέρο Ζαρκάδα, που δεν είχε κανένα ιδικό του οπαδό, τους υποδέχθηκαν. Οι ξένοι ξαφνιάσθηκαν στην αρχή, όταν τους πρωτοείδαν. Αντίς για την καθιερωμένη στολή φορούσαν οι υψηλόσωμοι άνδρες του Τσότσου τα χωριάτικά τους, μεταποιημένα κάπως «επί το κομιτατζηδικώτερον». «Μη φοβάη τώρα εντώ, καλώς ήρτατε» τους είπαν και έτρεξαν με τσεκούρια να φιάσουν για τους εξαντλημένους «πρόσφυγες» καλύβες από πράσινα κλαδιά ελάτης.
 
Το λημέρι ήταν σε μια μικρή αλπική κοιλάδα, σκεπασμένη από πεύκα, οξυές και έλατα και στεφανωμένη ολόγυρα από γιγαντιαίους πολύμορφους βράχους, που έμοιαζαν με τιτανικό χορό. Εκεί κοντά είναι τα γιουγκοσλαβικά σήμερα σύνορα. Το χιόνι έφθανε και ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Είχε σχηματίσει και πάνω στο παρθενικό δάσος ένα αδιαπέραστο θόλο, που στολίζονταν και με πολλούς σταλακτίτες από πάγο. Όταν αραιά και που έβγαινε ο ήλιος πίσω από τους ανθρωπόμορφους βράχους με μια ρόδινη αποθέωση, η κοιλάδα έπαιρνε ξαφνικά φαντασμαγορική όψη. Τα πεύκα και έλατα εγίνονταν χριστουγεννιάτικα δένδρα, το στρωμένο κατά γης χιόνι βασιλικό χαλί της Ανατολής από διαμάντια και ζαφείρους και οι κρεμασμένοι από τα κλαδιά και τους βράχους σταλακτίτες πολυέλαια από το ευγενέστερο κρύσταλλο της Βοημίας. Βαθειά γαλήνη και σιωπή βασίλευαν. Κάποτε ακούονταν από μακριά τα γαυγίσματα των σκύλων από τα μανδριά, που ήσαν κάτω πολύ χαμηλά. Οι βοσκοί αναγκάζονταν να γκρεμίζουν πελώριες οξυές, για να δώσουν τα μικροσκοπικά μάτια τους τροφή στα πειναλέα γίδια. Μόλις νύχτωνε, αντηχούσε από την καλύβα τους η φωνή του γέρο Βάνου, θείου του Τσότσου, που εννοούσε να εξαντλή κάθε βράδυ το ρεπερτόριο των λυπητερών μονότονων τραγουδιών του.
 
Ο Γεώργιος Κονδύλης, λοχίας τότε και διμοιρίτης του Βρόντα, αντιβασιλεύς αργότερα, είχε πολλές φιλίες και κουβέντες με τους άνδρες του Τσότσου και δοσοληψίες με την καλύβα τους. Είχε αρχίσει κιόλας να μιλάη το τοπικό βουλγαρόφωνο ιδίωμα. Με τον υποφαινόμενο μονάχα είχε ο Κονδύλης πολλούς καβγάδες για το άλυτο ζήτημα, αν περισσότερο εξιοθαύμαστος ήταν ο Ναπολέων της ιστορίας ή ο Αρτανιάν των Τριών Σωματοφυλάκων του Αλ. Δουμά. Μια μέρα έκαμε και σωστό πραξικόπημα και προνουντσιαμέντο για την κατοχή ενός βιβλίου. Ένας Κρητικός είχε στο σακκίδιό του τον Ερωτόκριτο. Δεν ήξερε γράμματα, ήξερε όμως απ’ έξω όλο σχεδόν το έργο του Κορνάρου και τις περιπέτειες του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Μου τον είχε δώσει να τον διαβάζω και να παρακολουθώ από το βιβλίο κοντά στη φωτιά την απαγγελία του, όταν είχε διάθεση. Ο μακαρίτης ο Κονδύλης θέλησε να το αρπάξη. Ήταν το μόνο βιβλίο και έντυπο, που υπήρχε στα τρία σώματα. Το καλοκαίρι του 1907, όταν ξαναβρέθηκε στην ανάγκη το σώμα του Βρόντα να καταφύγη στην περιοχή του Μπαχόβου, χόρευε μια μέρα ο Κονδύλης με μια γκάιντα πάνω από το χωριό. Αλλά ξαφνική εμφάνιση τουρκικού αποσπάσματος διέλυσε γλέντι και χορό στην ακμή τους.
 
Τα δύο σώματα του Μοριχόβου έμειναν τον χειμώνα στην πολική κοιλάδα 40 όλες μέρες. Πετάχθηκε στο μεταξύ ο Βολάνης στην Γραδέσνιτσα, για να τον ακολουθήση αργότερα και ο Βρόντας. Μα ευθύς γύρισε τρεχάτος πίσω. Τα τάγματα των «κυνηγών» (αβτζήδων) δεν είχαν απομακρυνθή από το Μορίχοβο και την ημέρα, που έφθανε ο Βολάνης στη Γραδέσνιτσα, πλημμύρισαν ξαφνικά όλα τα χωριά.
 
Μια ήταν η απασχόληση των ανδρών εκεί πάνω· να κόβουν ξύλα και να τα βάζουν στην άσβεστη φωτιά. Το ψωμί μάς το έφερναν οι Μπαχοβίτες. Με πόση συγκίνηση βλέπαμε να καταφθάνη την αυγή στο λημέρι κάθε τρεις τέσσερες μέρες μία φάλαγγα από 8—10 χωρικούς, φορτωμένους χιόνια και σάκκους με ψωμιά! Ξεκινούσαν από το βράδυ, περπατούσαν φορτωμένοι όλη τη νύχτα πάνω από χιόνια, πάγους και γκρεμνούς μέσα σ' άγρια και παρθένα δάση χωρίς να λογαριάζουν λύκους, Τούρκους και κομιτατζήδες. Μάς έλεγαν το «καλημέρα», άφηναν τα σακκιά και έφευγαν, σαν να είχαν κάμει το απλούστερο και ευκολώτερο των πραγμάτων. Είχαμε συνηθίσει με την ηρωική αυτοθυσία και στωική εγκαρτέρηση των ξενόφωνων χωρικών του Μοριχόβου. Μ’ αυτή η προσπάθεια των Μπαχοβιτών, που δέχονταν τόσο πρόθυμα να μετατραπούν σε υποζύγια –τα μουλάρια δεν μπορούσαν να προχωρήσουν στα βαθιά χιόνια- και να βαδίζουν νύκτες με τα βαριά σακκιά στον ώμο με τέτοιες συνθήκες και τόσους κινδύνους, ήταν αληθινός και άφθαστος άθλος. Και το ψωμί τους από πολύ καλαμπόκι και ελάχιστο σιτάρι, αληθινά αφράτο, μάς φάνηκε το γλυκύτερο, που είχαμε έως τότε δοκιμάσει.
 
Στις 14 Ιουλίου του 1907, εκεί που γύριζε ο Τσότσος με τον Γεώργιο Στούπη και Γεώργιο Τανούρη από το χωριό, έπεσε σ’ ένδρα της καινούργιας συμμορίας του Μιλάνωφ, που περίμενε να πιάση χωρικούς. Στον κρότο των όπλων έτρεξαν οι άλλοι άνδρες του σώματος και ένοπλοι χωρικοί. Οι κομιτατζήδες, αν και πολλοί, αναγκάσθηκαν να το βάλουν στα πόδια. Έπεσε ο Γεώργιος Στούπης ή Μαλέτσκος. Έχασε όμως και ο Μιλάνωφ τρεις άνδρες και το πόδι του. Όταν στον Βαλκανικό πόλεμο του 1912 συνάντησε στα Σκόπια μερικούς Μπαχοβίτες, τους είπε: «Πέστε χαιρετίσματα στον καπετάν Τσότσο». Και αναστέναξε, κοιτάζοντας το σακατεμένο πόδι του. 
 
Στις 3 Δεκεμβρίου του 1907 ο Τσότσος κι ένα σώμα του Μοριχόβου είχαν άλλη συμπλοκή με κομιτατζήδες. Έπεσαν δυο παιδιά από τα χωριά του Μοριχόβου, ο Στάικος Τόσιου και Στόικος Χρίστου.
 
Το φθινόπωρο εκείνου του έτους είχαν καταφύγει στο σώμα και δύο φυγόδικοι Τούρκοι από το Βορινό της Αλμωπίας. Είχαν υποσχεθή ότι θα ζούσαν και θα πέθαιναν μαζί με τους καινούργιους συντρόφους τους. Μια μέρα όμως ο εξάδελφος του Τσότσου τους άκουσε –σλαβόφωνοι ήσαν και αυτοί- να κρυφοκουβεντιάζουν και ν’ αναφέρουν ύποπτα πράγματα. Τους έπιασαν τότε και τους έδεσαν. Και οι δυο Τούρκοι σύντροφοι ομολόγησαν ότι τους είχε στείλει κάποιος μπέης συνεργάτης των Βουλγάρων, που τους υποσχέθηκε ανά 100 λίρες για το καθένα από τα κεφάλια του Τσότσου, του πατέρα του και του θείου του.
 
Το Βουλγαρικό κομιτάτο έκαμε προσπάθεια να ξεκάμη και τους δύο θείους του, που είχαν απομείνει στο χωριό. Παρουσιάσθηκε μια μέρα στα σπίτια τους ένας άγνωστος, απεσταλμένος δήθεν ενός φίλου τους ζωεμπόρου από την Έδεσσα, ν’ αγοράση ζώα. Τον υποπτεύθηκαν και τον παρέδωσαν δεμένον στην τουρκική αστυνομία, όπου αναγκάσθηκε επίσης να ομολογήση ότι τον είχε στείλει γνωστός Βούλγαρος πράκτορας με την επαγγελία, ότι θα του έδινε 50 λίρες για καθένα από τα κεφάλια των δύο οικείων του καπετάνιου.
 
Οι γυναίκες, μητέρες, αδελφές και θυγατέρες του Τσότσου και των ανδρών του κάτω στο χωριό όσες φορές είχαν ενοχλήσεις και πιέσεις από την αστυνομία και τον στρατό παρουσίαζαν γράμματά τους με κανονικά γραμματόσημα και ταχυδρομικές σφραγίδες, που έλεγαν ότι έφευγαν από την Αθήνα για την ’Αμερική και άλλα από την Αμερική, που εβεβαίωναν ότι είχαν φθάσει εκεί και είχαν πιάσει κιόλας δουλειά. Έτσι τα μέλη του οικογενειακού σώματος βρίσκονταν σύμφωνα με τις σφραγίδες των ταχυδρομείων ταυτόχρονα στο βουνό και την Αμερική.
 
Ο Τσότσος με τον Καραπάνο και άλλους Οπλαρχηγούς είχαν συγκεντρωθή μια μέρα τον χειμώνα του 1907-8 μέσα στη Νάουσα. Σε παρόμοιες περιπτώσεις είχαν καθιερώσει οι αδελφοί, εξάδελφοι, υιοί και ανεψιοί οπλίτες την τακτική να σκορπίζουν στα διάφορα καταλύματα, για να μη πάνε όλοι μαζί χαμένοι, αν τύχαινε να έχουν καμμιά κακή ώρα και κακό συναπάντημα. Τα μεσάνυχτα ο γέρος θειος του Τσότσου, που αγρυπνούσε στο παραθύρι, είδε ύποπτες σκιές. Ήσαν Τούρκοι στρατιώτες, που τους κύκλωναν. Ειδοποίησε ευθύς τους συντρόφους του και τα γειτονικά καταλύματα και από σπίτι σε σπίτι και από αυλή σε αυλή ξέφυγαν, πριν ξημερώση.
 
Με τη νεοτουρκική μεταπολίτευση του Ιουλίου του 1908 ο Τσότσος και οι άνδρες του αφήκαν, όπως και όλοι οι άλλοι, τα όπλα και ξαναγύρισαν στα χωράφια, στα πρόβατα και τα πιπέρια τους.
 
Ξαναπήρε τα όπλα τον Σεπτέμβριο του 1912, παραμονή των Βαλκανικών πολέμων. Προτίμησε να φύγη στα γνώριμα βουνά του παρά να βρεθή στην τουρκική φυλακή, όπου εξεστράτευσαν οι ζαπτιέδες (χωροφύλακες) να τον οδηγήσουν. Γύρω του συγκεντρώθηκαν και όλοι οι στρατεύσιμοι του χωριού, που προτίμησαν επίσης τα βουνά από τα τουρκικά τάγματα, όπου τους καλούσαν να πολεμήσουν τους Χριστιανούς συμμάχους. Με αυτούς και τον αρχιμανδρίτη Νίκανδρο αρχιερατικό επίτροπο Καρατζόβας, που είχε ανασκουμπώσει τα ράσα του και μ’ ένα όπλο στον ώμο και πολλά φυσέκια ατό στήθος είχε πάρει τα βουνά, κατέλαβε «εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου» την πρωτεύουσα της Αλμωπίας Αρδέαν (τότε Σούμποσκο) και έστησε την ελληνική σημαία χωρίς να ματώση μύτη και χωρίς να σημειωθούν έκτροπα την 28η Οκτωβρίου 1912. Και ήσαν τότε οι περισσότεροι κάτοικοι της επαρχίας και της πρωτεύουσας Τούρκοι ή ακριβέστερα Μουσουλμάνοι φανατικοί, όσο τουλάχιστον και οι γνήσιοι Τούρκοι. Μόλις την 4η Νοεμβρίου, ύστερα δηλ. από 8 μέρες, έφθασε εκεί ο ελληνικός στρατός. Είχαν φροντίσει να διαδοθή ότι ήσαν πολλές εκατοντάδες με πολλούς Κρητικούς, αποφασισμένοι να κάψουν γραμμή τα τουρκοχώρια, εάν ήθελε ενοχληθή και ο τελευταίος Χριστιανός.
 
Προς τιμήν του Τσότσου και των Μπαχοβιτών πρέπει να τονισθή ότι δεν προσεβλήθησαν από την γενική τότε επιδημία των διαρπαγών και λεηλασιών. Και αν κάτι επλιατσκολόγησαν, ήσαν τα όπλα, που είχαν οι Τούρκοι αγάδες και μπέηδες. Χωρίς να καταδεχθούν να τους ψάξουν πήραν μόνον τα όπλα, όπως και από μερικούς ξένους Τουρκαλβανούς, που εκυνήγησαν και εσκότωσαν. Άλλοι, που πέρασαν αργότερα, βρήκαν επάνω τους αρκετές λίρες.
 
Με τους Μπαχοβίτες βρήκαν πολλούς μπελάδες και βουλγαρικά τμήματα στρατού και κομιτατζήδες, που έφθασαν αργότερα στην Αρδέα για επισφράγιση της συμμαχικής αλληλεγγύης. Τους έπαιρναν για Βουλγάρους και ξανοίγονταν. Και δέχονταν ξαφνικά κλωτσιές και κάποτε και πιστολιές.
 
Σεμνός, φρόνιμος, φιλόνομος ξαναγύρισε τελειωτικά πια ο Τσότσος στα πρόβατα, στα λίγα χωραφάκια και τα πιπέρια του. Μόνο καμμιά εμφάνιση κομιτατζήδων τον έκαμνε να θυμηθή τα παλιά του. Το 1923 εζήτησαν την συνδρομή του και οι Σέρβοι του μεθοριακού τομέως εναντίον ενός Τουρκαλβανού ληστή, του Κανιόση, που είχε ρημάξει τους Σαρακατσαναίους και άλλους κτηνοτρόφους του σερβικού εδάφους.
 
Απέθανε το 1941 με την Κατοχή, σαν είδε τους Γερμανούς να κυριαρχούν και τους Βουλγάρους ν’ ασχημονούν. Ένας γιός του είχε πέσει στην ’Αλβανία. Τους άλλους δυο ετουφέκισαν οι Γερμανοί.
 
Αλλά το Μπάχοβο, τώρα Πρόμαχοι, εσυνέχισε και χωρίς τον καπετάνιο του την παλιά ηρωϊκή του παράδοση. Ξανάγινε ο αδάμαστος και πολύτιμος προμαχώνας. Με αρχηγό τον Γεώργιο Βέσκο, ανεψιό από αδελφό του Τσότσου, που ονομάσθηκε επαξιώτατα έφεδρος ανθυπολοχαγός και έχασε από δολοφονική νάρκη το ένα του πόδι, διμοιρίτες, τους Δημήτριο Μητρέν, Ευστάθιο Βέσκο, Αλέξ. Νέμτση, Παναγ. Σιώρη και Αριστ. Κουκούλη, εμψυχωτή και πνευματικό οδηγό τον παλαίμαχο δημοδιδάσκαλο Αθανάσιο Δημητρίου, το γενναιότερο, αποφασιστικώτερο, καρτερικώτερο χωριό όλης ίσως της Ελλάδος. Αν και βρίσκεται πάνω στα γιουγκοσλαβικά σύνορα και κάτω από άγρια βουνά, αψήφησε ευθύς από την αρχή τον συμμοριτισμό και τις επιθέσεις του και εστάθηκε ακούραστο, ακατάβλητο, αδάμαστο. Όλοι οι κάτοικοί του, ξενόφωνοι, αλλά ελληνόψυχοι ακρίτες, έγιναν άνδρες και γυναίκες, λαμπροί στρατιώτες και σοφοί διδάσκαλοι της οχυρωματικής και έκαμναν τους Προμάχους απροσπέλαστο φρούριο και άφθαστο υπόδειγμα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Ο αρχιμανδρίτης Νίκανδρος Παπαϊωάννου διαφύλαξε τα ονόματα των περισσοτέρων από τους άνδρες του σώματος Τσότσου, που είχαν την ανήκουστη τόλμη να καταλάβουν στις 28 Οκτωβρίου 1912 την Αρδέα, πρωτεύουσα επαρχίας, και να στήσουν την ελληνική σημαία, μιαν εβδομάδα προτού προλάβη ο ελληνικός στρατός.
Από τους Προμάχους: 1) Τσότσος, αρχηγός, 2) Πέτρος Χρ. Βέσκος, 3) Χρίστος Δημητρίου, 4) Χρίστος Δημητρίου Ρεσίτσκας, 5) Γεώργιος Ευαγγέλου, 6) Δημ. Ευαγγέλου, 7) Τσιότης Αναστάσιος, 8) Κωνσταντίνος Ιβάνης, 9) Δέλιος Τραϊανού, 10) Τράικος Πέτρου, 11) Νικόλαος Μπακάλης, 12) Χρίστος Στοΐτσης, 13) Χρίστος Στόϊκου, 14) Αθαν. Δημητρίου.
Από το Γαρεφη / Γαρέφι: 15) Πέτκας Κωνσταντίνου, υπαρχηγός, 16) Γεώργιος Κωνσταντίνου, 17) Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, 18) Τραϊανός Μήτσιου, 19) Αναστάσιος Πέγιος, 20) Κωνσταντίνος Μλαντένης.

ΠΗΓΗ: Γ. Μόδη (*) «Μακεδονικές Ιστορίες – Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες αρχηγοί».
(*) Ο Γεώργιος Μόδης (14 Μαΐου 1887 – 18 Ιουνίου 1975) ήταν πολιτικός και ένας από τους κυριότερους συγγραφείς του Μακεδονικού Αγώνα, στον οποίο έλαβε μέρος μόλις αποφοίτησε το 1906 από το Γυμνάσιο του Μοναστηριού Πελαγονίας, ως μέλος του ανταρτικού σώματος του Γεωργίου Βολάνη.
Στα βιβλία του, μια συναρπαστική σύζευξη εντέχνου λόγου και ιστορικής αλήθειας, ξαναζωντανεύει η μαρτυρία ενός από τους κρισιμώτερους της φυλής μας Εθνικούς Αγώνες. Ο ίδιος, έχει προσφέρει και την δική του αγωνιστική παρουσία, από τον καιρό που έφηβος, πολεμούσε στα μακεδονικά βουνά με το τουφέκι.
    Η συγκεκριμένη σειρά, αποτελείται από 20 βιβλία, τα οποία μας τα έδωσε η Σχολή Ευελπίδων τον Ιούλιο του 1973, όταν αποφοιτήσαμε. Τα διάβασα όλα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και από τότε μπορώ να πω ότι κατάλαβα τι ήταν ο Μακεδονικός Αγώνας, αφού στο σχολείο αυτό το κεφάλαιο έλαμπε με την απουσία του! Α. Μελεζιάδης arxeion-politismou.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου