Με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο με δολοφόνησαν. Το μάθατε αυτό το νέο, εσείς οι καταπινοί. Από τον τάφο μου, σας ερωτώ:
Άξιζε για εσάς η θυσία μου για την Λευτεριά της πατρίδας μας;
Δεν μπορώ να γνωρίζω την απάντηση, αδέρφια μου. Για μένα, όμως, ήταν αδύνατο πια να ζήσω μέσα στον εφιάλτη της σκλαβιάς. Οι Τούρκοι ολοένα και αποθρασύνονταν και τα εγκλήματά τους δεν είχαν προηγούμενο...
Είχαν ήδη δολοφονήσει τον πατέρα μου και τον αγαπημένο μου Κωνσταντή, επειδή είχαν μάθει πως βοηθούσαν τους Έλληνες Αγωνιστές. "Πρέπει να εκδικηθείς τον θάνατό τους" με πρόσταζε η μοίρα. "Πρέπει ταυτόχρονα να προστατέψεις τις δύο αδερφές και τον άλλο σου αδερφό" μου έλεγε η εσωτερική φωνή μου.
Ήξερα πως κανένας Έλληνας δεν ήταν προστατευμένος, όσο οι Τούρκοι αλώνιζαν την δική μας γη, αυτή την γη των ηρώων που σαν τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, αψηφούσαν τον πολυάριθμο εχθρό, τα ατελείωτα πολεμοφόδια τους, καθώς και το λυσσαλέο μίσος τους εναντίον των Ελλήνων.
Έτσι, ήξερα τι έπρεπε να κάνω για την πατρίδα μας, όταν ο εντεταλμένος του Σουλτάνου, ο Χουρσίτ πασάς, έστειλε δύο άντρες του για να καταστείλουν την Επανάσταση την δική μας. Ομέρ Βρυώνης και Κιοσέ-Μεχμέτ πασάς, μαζί με 8.000 πεζούς και 1.000 ιππείς, είχαν εντολή να ρημάξουν την Ρούμελη και να κατέβουν έπειτα στην Πελοπόννησο.
Ήμασταν εγώ και οι άνδρες μου, και ο Πανουργιάς με τον Δυοβουνιώτη και οι άντρες τους. Λιγότεροι από τους εχθρούς, περίπου 1.500 Αγωνιστές. Ελάβαμε θέσεις άμυνας, έπρεπε πάση θυσία να σταματήσουμε τους εχθρούς. Εξάλλου, αν δεν παλεύαμε για την Λευτεριά από φόβο για το υπεράριθμο τους, τότε θα καταπατούσαμε τον Όρκο της Φιλικής Εταιρείας και η Επανάσταση θα κατέρρεε από τα πρώτα της ήδη βήματα... Αυτό, δεν μπορούσαμε να το επιτρέψουμε!
Ο Δυοβουνιώτης πήρε θέση στην Γέφυρα του Γοργοποτάμου. Ο Πανουργιάς στα ύψη της Χαλκωμάτας. Κι εγώ, στην Γέφυρα της Αλαμάνας, στον Σπερχειό ποταμό. Θαρρείς και ήταν της μοίρας το πρόσταγμα, βρέθηκα να πατώ στα ίδια εδάφη με τον Λεωνίδα της Σπάρτης. Αυτό ήταν οιωνός, το ήξεραν τα σωθικά μου, αλλά δεν με ένοιαζε. Ή ταν ή επί τας, ήταν η αρχή και το τέλος της ύπαρξής μου.
Ο Δυοβουνιώτης δέχθηκε την επίθεση των Τούρκων, αλλά, παρά τις γενναίες προσπάθειες αυτού και των ανδρών του, αναγκάστηκαν τελικά να οπισθοχωρήσουν.
Χειρότερα έπαθε και ο Πανουργιάς με τους άνδρες του. Ο λεβέντης τραυματίστηκε σοβαρά, αλλά, δυστυχώς, αρκετοί άντρες του σκοτώθηκαν, μαχόμενοι ηρωικά. Μεταξύ αυτών ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας και ο αδερφός του Παπαγιάννης.
Η κύρια δύναμη των Τούρκων ήρθε καταπάνω μας. Ήταν 23 Απριλίου του 1821, κι εσείς οι κατοπινοί αποκαλείται τον αγώνα μας ως Μάχη της Αλαμάνας. Άραγε, πόσοι από εσάς είστε ικανοί να νοιώσετε την δόνηση της καρδιάς μας, όταν σκοτώναμε εκείνη την ημέρα τους Τούρκους; Το ξέραμε ότι θα μας νικήσουν τελικά, αλλά δεν μας ένοιαζε, γιατί, εκείνη την ημέρα, ο θάνατός μας σηματοδοτούσε την δική σας Λευτεριά.
Κάποιοι από τους συμπολεμιστές μου, όπως ο Μπούσγος, πρότειναν να οπισθοχωρήσουμε. Αρκετοί, έφυγαν, και δεν τους κατακρίνω. Ούτε εσείς να το κάνετε αυτό. Τις δυνάμεις τους θα τις χρειαστεί το έθνος μας την επόμενη ημέρα ή εβδομάδα μετά την Αλαμάνα...
Δεν με ρωτούσαν μόνο οι συμπολεμιστές, ρωτούσα και εγώ τον εαυτό μου, αν μπορούσα να υποχωρήσω από εκεί, για χάριν του μέλλοντος. ΟΧΙ. Αυτή ήταν η εντολή της προσωπικής μου μοίρας. Να μείνεις στην θέση σου και να παλέψεις μέχρις εσχάτων.
Έμεινα λοιπόν. Κι άλλα 48 παλικάρια, στάθηκαν σαν λιοντάρια μαζί μου απέναντι στους Τούρκους. Μήπως ήταν παραπάνω οι συμπολεμιστές μου; Συγχωρέστε με, ο χρόνος έχει θολώσει το μυαλό μου και δεν βλέπω πια καλά...
Εκείνη την ημέρα, λαβώθηκα σοβαρά. Με συνέλαβαν οι εχθροί. Ο Καλύβας και ο Μπακογιάννης που προσπάθησαν να με βοηθήσουν, σκοτώθηκαν. Τα αίματα της ψυχής μου ήταν πιο ορμητικά από τα αίματα των σωματικών τραυμάτων.
Μέσα σε εκείνον τον χαλασμό, κι ενώ οι Τούρκοι με έσερναν με την βία και με βασάνιζαν γελώντας χαιρέκακα, έκλεισα τα μάτια μου. Και τότε είδα τον Λεωνίδα τον Σπαρτιάτη, καθισμένο σε έναν θρόνο, να μου χαμογελά πλατιά, και με νεύμα να μου δείχνει μια θέση στο πλάι του.
Όταν, την άλλη ημέρα της Μάχης, στις 24 δηλαδή του Απρίλη, ο Βρυώνης προσπάθησε να με εξαγοράσει, τάζοντας μου όχι μόνο την ζωή μου, αλλά και εξουσία και δύναμη, ήταν αδύνατο να το δεχθώ. Γιατί αυτή η εξουσία και αυτή η δύναμη ήταν τούρκικες και η ζωή μου πια θα γινόταν χειρότερη από πριν την Επανάσταση, αφού θα υπηρετούσα τους Τούρκους μόνο και μόνο για να ζήσει το κορμί μου λίγα χρόνια παραπάνω.
"Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θε να αποθάνω" ήταν η απάντησή μου στην πρόταση του Ομέρ Βρυώνη που λύσσαξε, γιατί είδε το χαμόγελο του Λεωνίδα του Σπαρτιάτη πάνω στο πρόσωπό μου.
Εσείς οι κατοπινοί διαβάζετε ότι βασανίστηκε φρικτά και ανασκολοπίστηκε ο Αθανάσιος Διάκος από τους Τούρκους. Αλήθεια είναι. Μα αυτό το φρικτό τέλος δεν ήταν τίποτα, κι αυτό να το θυμάστε. Γιατί βρέθηκα πλάι στον Λεωνίδα τον Σπαρτιάτη, αλλά και γιατί την ώρα που ξεψυχούσα ήξερα ότι η δική σας Λευτεριά ήταν εξασφαλισμένη.
Μπροστά στην δική σας Λευτεριά, τίποτα δεν σήμαινε το νεκρό βασανισμένο μου κορμί που από μίσος και απανθρωπιά οι Τούρκοι το πέταξαν σε ένα χαντάκι. Γιατί η δική σας Λευτεριά, ήταν το δικό μου τάμα στην Πατρίδα.
Νίκη Μάρκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου