20/7/2023
Ήμουν πικραμένη, στεναχωρημένη και ένας τεράστιος θυμός κυρίευε όλο μου το σώμα και το μυαλό...
Για το «μαύρο» πρωινό της 20ης Ιουλίου του 1974, μίλησε στο ThemaOnline μια 65χρονη συμπολίτισσα μας από τον Καραβά της επαρχίας Κερύνειας, η οποία τότε βρισκόταν στην περίοδο της εφηβείας και έζησε την πιο άσχημη μέρα της ζωής της. Η ίδια, εξέφρασε μέσω της ιστοσελίδας μας, τις ευαισθησίες της, τους φόβους της και την λατρεία της για τους κατεχόμενους τόπους.
«Δεν πρόλαβε καν να φέξει το φως εκείνης της ημέρας. Μας φώναξε η γειτόνισσα μας από το διπλανό σπίτι και βγήκαμε στο μπαλκόνι. Αμέσως είδαμε τα αεροπλάνα στον ουρανό. Ο πατέρας μου έλειπε, όταν άκουσα την μητέρα να φωνάζει δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Ο τρόμος που ένιωθα μέσα μου δεν περιγράφεται. Από τη μια ήθελα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, όση θα μπορούσε να είχε ένας άνθρωπος σε μια τέτοια στιγμή, προσπαθώντας να καθησυχάσω την μάνα μου», ανέφερε αρχικά.
Συνέχισε λέγοντας πως: «ο γείτονας μας, ήρθε και φώναζε πως είναι τούρκοι αλεξιπτωτιστές. “Έρκουνται οι τούρτζοι να μας πιάσουν”, φώναζαν δυνατά όλοι που βγήκαν στους δρόμους.» Ακολούθως μας είπε πως οι σκηνές που ακολούθησαν στην συνέχεια, δεν βγήκαν ποτέ από το μυαλό της και τις θυμάται σαν να έγιναν χθες.
«Όταν τις θυμάμαι, δεν νιώθω ότι έχουν περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια. Είναι σκηνές που δεν βγήκαν πότε από τον νου μου. Όσο και αν προσπαθώ να τις ξεχάσω, θα μείνουν δυστυχώς για πάντα χαραγμένες στην μνήμη μου και θα με στοιχειώνουν για όλο το υπόλοιπο της ζωής μου», είπε με βουρκωμένα μάτια η 65χρονη.
«Βλέπαμε τους στρατιώτες να είναι παντού, πήγαιναν πάνω κάτω. Σε κάποια στιγμή είχα μια μικρή ελπίδα ότι όλο αυτό θα τελείωνε. Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να πιστέψω ότι ήταν εφιάλτης και κάποια στιγμή θα ξυπνήσω», είπε χαρακτηριστικά. Ακολούθως μας είπε ότι όλοι οι συγχωριανοί μάζευαν όσα προσωπικά τους αντικείμενα μπορούσαν και επιβιβάζονταν σε όποιο μεταφορικό μέσο έβρισκαν μπροστά τους για να μπορέσουν να διαφύγουν πριν οι τούρκοι μπουν καλά μέσα στο χωριό.
«Φεύγοντας από το χωριό», συνέχισε στην περιγραφή της, «νιώσαμε ανακούφιση γιατί γλυτώσαμε, όμως δεν είχαμε κάπου να πάμε. Ήταν η στιγμή που ξεκίνησε ο γολγοθάς της προσφυγιάς, αλλά δεν θέλαμε να το καταλάβουμε, δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Όλοι οι χωριανοί, κατευθυνθήκαμε σε βουνά για να κρυφτούμε», μας είπε στη συνέχεια.«Κατασκηνώσαμε για σαράντα περίπου βράδια στα χωράφια, με πολύ δύσκολες και άσχημες συνθήκες», ανέφερε μετά, συμπληρώνοντας ότι είχαν βοήθεια από τον Ερυθρό Σταυρό για τα απαραίτητα αγαθά όπως γάλα, ψωμί και ρούχα. «Ορισμένοι δεν πήραν τίποτα μαζί τους γιατί η μόνη τους έγνοια εκείνη την στιγμή ήταν να καταφέρουν να σωθούν», πρόσθεσε.
Η 65χρονη μας διηγήθηκε στη συνέχεια τις επόμενες μέρες που περνούσαν με τόση αγωνία, αλλά και τις ελπίδες για επιστροφή που μέρα με την μέρα έσβηναν. «Έπρεπε να μεριμνήσουμε για μια στέγη. Είχαμε όμως την αγωνία του πατέρα μου και του θείου μου, οι οποίοι παραμένουν μέχρι και σήμερα στη λίστα των αγνοουμένων».
Η κυρία Ελένη, λίγους μήνες μετά την εισβολή βρήκε καταφύγιο στη Λεμεσό, όπου εκεί ζει μέχρι και σήμερα. Παντρεύτηκε, έκανε τρία παιδιά και δυο εγγόνια. «Βρεθήκαμε στην προσφυγιά. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα, νιώθαμε ξένοι στην ίδια μας την πατρίδα. Οι συγγενείς μας και οι χωριανοί μας έμειναν άλλοι στην Λεμεσό, άλλοι στην ελεύθερη Λευκωσία και άλλοι στην Πάφο. Τίποτα δεν ήταν ίδιο, ωστόσο με το πέρασμα των χρόνων καταφέραμε να βρούμε τις ισορροπίες μας και να παλέψουμε για μια καινούργια ζωή.»
Με «πόνο στην καρδιά» μας μίλησε και για την μία και μοναδική φορά που επισκέφθηκε το χωριό της στα κατεχόμενα και ήταν πριν από 15 χρόνια, το καλοκαίρι του 2008. «Εικοσιτέσσερα χρόνια μετά την εισβολή και λίγο καιρό αφού άνοιξαν τα οδοφράγματα, αποφάσισα να πάω ξανά στο χωριό μου. Στην αρχή δεν ήθελα, φοβόμουν τι θα αντικρίσω, ήμουν από αυτούς που ήθελαν να θυμούνται το σπίτι τους και τον τόπο που μεγάλωσαν, όπως ήταν. Η αγωνία μου όμως ήταν τεράστια και είπα ότι έπρεπε να πάω. Έτσι λοιπόν, τον Μάιο του 2008 με παίρνει ο σύζυγος μου μια Κυριακή και πήγαμε».
«Όσο πλησιάζαμε», συνέχισε, «η καρδιά μου χτυπούσε τόσο πολύ, που μόνο όταν το ζήσεις μπορείς να το καταλάβεις. Αφού φτάσαμε, αντίκρισα μπροστά μου συντρίμμια και ερείπια, τίποτα δεν θύμιζε το πατρικό μου σπίτι. Τα συναισθήματα μου ήταν ανάμεικτα, κυριαρχούσε μέσα μου ένα μεγάλο γιατί. Ήμουν πικραμένη, στεναχωρημένη και ένας τεράστιος θυμός κυρίευε όλο μου το σώμα και το μυαλό».
Περιγράφοντας τα συναισθήματα της για την ώρα που επέστρεφαν από τις κατεχόμενες περιοχές μας είπε πως δεν σταμάτησε να κλαίει. «Έλεγα ότι είχα δίκαιο στην αρχή που δεν ήθελα να πάω. Περίμενα με τόση ανυπομονησία να δω το σπίτι που μεγάλωσα, που έκανα τα πρώτα μου βήματα, να θυμηθώ τον αγνοούμενο πατέρα μου και την μακαρίτισσα την μάνα μου, η οποία έφυγε δώδεκα χρόνια μετά την εισβολή».
«Στον δρόμο για τον γυρισμό», είπε καταληκτικά, «οι θύμησες ξύπνησαν και με πήραν στα ανέμελα εφηβικά μου χρόνια. Ο θυμός μεγάλος, τα γιατί αναπάντητα... Πόσα χρόνια ακόμα;» Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου