Οι κλεφταρματολοί της Μακεδονίας δεν διδάσκονται στα σχολεία μας, ούτε και στα σπίτια μας μιλάμε γι΄ αυτούς. Όμως, χωρίς την δράση τους, δεν θα είχε στρωθεί ο δρόμος για την Απελευθέρωση της Μακεδονίας μας! Ένας από τους σπουδαίους κλεφταρματολούς ήταν ο Ναούμης, τον οποίο ο Τούρκος καϊμακάμης είχε απειλήσει με θάνατο, αν δεν τον προσκυνούσε.
Τον Ιούνιο του 1881, στην Φλώρινα, οι Τούρκοι γιόρταζαν την νύχτα ραμαζανιού. Είχαν όλοι ξεχυθεί στους φωτισμένους δρόμους και στα καφενεία της πόλης.
Μεγάλη κίνηση είχε και στο σπίτι του καϊμακάμη, που ήταν καταφωτισμένο, μια και έκανε το τραπέζι στους μπέηδες και στους αγάδες της περιοχής.
Αυτός ο καϊμακάμης ήταν ένας νεαρός μπέης που τον είχε στείλει η Πόλη κατευθείαν στην Φλώρινα, με την εντολή να ξεκάνει τους Έλληνες, τους γκιαούρηδες λησταντάρτες όπως τους αποκαλούσαν.
Ανάμεσα στους γενναίους και ασυμβίβαστους κλεφταρματολούς, εκείνη την εποχή, ήταν ο Ναούμης από την Ιεραπηγή. Αυτόν τον μισούσε ο μπέης και ήθελε να τον εξοντώσει. Έτσι, του είχε παραγγείλει να πάει να τον βρει και να τον προσκυνήσει. Τελεσίγραφο: Μέσα σε 10 ημέρες. Διαφορετικά, θα τον σκότωναν.
Την νύχτα του ραμαζανιού, οι Τούρκοι, και ο μπέης φυσικά, είχαν μέσα στην καλή τους διάθεση ξεχάσει και τον Ναούμη και τους άλλους κλεφταρματολούς. Εκεί όμως που ήταν παρασυρμένοι από τα δικά τους θέματα, ξαφνικά, ακούστηκε ένα σφύριγμα.
Ούτε που κατάλαβαν οι Τούρκοι τι έπαθαν! Οι κλεφταρματολοί όρμησαν με τα σπαθιά και τα ντουφέκια, αφού είχαν πηδήξει πριν από τον τοίχο, μέσα στο σπίτι. Κάποιοι τρέχοντας, ανέβηκαν τα σκαλιά και βρέθηκαν στον πάνω όροφο.
Μαζί τους ήταν κι ένας ψηλός και ρωμαλέος άνδρας, με γένια και γυμνό χατζάρι στο χέρι. Πήγαινε μάλιστα μπροστά, ενώ οι άνδρες πίσω του είχαν έτοιμα τα ντουφέκια.
Ο καϊμακάμης μαρμάρωσε. Κοίταξε τους συντρόφους του, αναζητώντας βοήθεια, αυτοί όμως είχαν σκυμμένα τα κεφάλια, κι έτρεμαν.
Τότε, μπροστά του στάθηκε ο ψηλός λεβεντόκορμος με τα γένια. "Καϊμακάμη" βροντοφώναξε, "είμαι ο καπετάν Ναούμης. Με κάλεσες και ήρθα!..."
Αυτές τις πληροφορίες τις κληρονομήσαμε από το έργο του Γ. Μόδη "Μακεδονικές ιστορίες". Και ο συγγραφέας αποτελείωσε αυτή την διήγηση με τα παρακάτω λόγια:
"Οι σκλάβοι στη μέση, οι κλέφτες ολόγυρά τους κατέβηκαν τη σκάλα και πήραν ίσια τον ανήφορο για το βουνό. Σαν έφτασαν στη βρύση του Αγίου Παντελεήμονα, σαράντα τουφέκια βρόντησαν δυο φορές. Η Φλώρινα βούιξε... Τα φώτα έσβησαν, τα καφενεία άδειασαν".
Απείλησαν ξεδιάντροπα οι Τούρκοι τον καπετάν Ναούμη, και τους έδωσε ένα καλό μάθημα. Ο λαός τίμησε τον καπετάνιο με αυτούς τους δημοτικούς στίχους:
Ναούμης όταν κίνησε στη Φλώρινα να πάει,
ήταν η μέρα βροχερή, η μέρα Ραμαζάνι.
Πήγαν να πάρουν τον πασά κι αυτόν τον καϊμακάμη.
Σ' όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ΄ όλον τον κόσμο ήλιος
και στην καημένη Φλώρινα καπνός κι αντάρα βγαίνει.
Τρεις μέρες κάνουν πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Ο Ναούμ Ορλίνης ήταν κλεφταρματολός από την Ιεροπηγή, ένα χωριό ανάμεσα στην Φλώρινα και στην Καστοριά. Τον αποκαλούσαν "Αετό των βουνών", λέξεις περήφανες που αργότερα τις δανείστηκε και τις χρησιμοποίησε και ο Παύλος Μελάς, ο οποίος ονόμαζε όλους τους κλεφταρματολούς της Μακεδονίας "Σταυραετούς".
Ο Ναούμης προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να βοηθήσει και να προστατεύσει τους χριστιανούς, γι΄ αυτό και σε όλα τα χωριά οι κάτοικοι τον αγκάλιαζαν με αγάπη και ενθουσιασμό. Έτσι, όταν κατάφερε το ακατόρθωτο, να απαγάγει δηλαδή τον Τούρκο καϊμακάμη, του "έπλεξαν" δημοτικό τραγούδι για να τον "στείλουν" στην Αθανασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου