13 Οκτωβρίου 1904: Η δολοφονία του Παύλου Μελά - Οι τελευταίες στιγμές του Παλληκαριού


12/10/2024

Οι αιώνες κυλούν σαν να είναι μήνες, και οι μήνες σαν να είναι στιγμές! Όμως η οδύνη μας για τον Θάνατο του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά,

καθώς και ο θαυμασμός μας για την ανιδιοτέλεια με την οποία αυτό το Παλληκάρι τάχθηκε στον Μακεδονικό Αγώνα, όχι μόνο δεν ξεθωριάζουν, αλλά, μετά από την σύγχρονη, αναίτια και πρωτοφανή προδοσία της Μακεδονίας μας, θεριεύουν μέσα μας και γίνονται καυτερό αλάτι που πέφτει πάνω στις πληγιασμένες μας καρδιές. 

Είναι επιβεβλημένο όσο ποτέ να διαβάζουμε αυτά που γράφτηκαν για τον Παύλο Μελά! Γιατί, μέσα από την ιστορική γνώση και μνήμη, κατανοούμε καλύτερα την αναγκαιότητα συνέχισης του Μακεδονικού Αγώνα. Ενός Αγώνα που δεν μας επιτρέπει η σημερινή καθεστηκυία τάξη να δώσουμε, έχοντας στιγματίσει ως φασιστική την αγάπη μας για την πατρίδα. 

Στο περιοδικό "Αριστοτέλης", τεύχ. 20, σελ. 52 και στο βιβλίο "Η Μακεδόνισσα στο Θρύλο και στην Ιστορία"-Έρευνα/Καταγραφή Αθηνάς Τζινίκου-Κακούλη, διαβάζουμε:

Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 στη Στάτιστα το εχθρικό βόλι σημαδεύει θανάσιμα τον Παύλο, για να τον περάσει ήρωα στην αιωνιότητα. Κι εκεί στο στερνό ψυχορράγημά του, καθώς τα μάτια του βασιλεύουν στον ανονείρευτο ύπνο και πάλι η σκέψη του γυρίζει πίσω στη λατρεμένη του οικογένεια, που τόσο πρόωρα και από τόσο μακριά για πάντα την αποχαιρετά. 

Καλεί κοντά του τον αφοσιωμένο Πύρζα και με πολύ κόπο τού εμπιστεύεται το τουφέκι του να το παραδώσει στο γυιό του Μίκη. Τού δίνει και τον σταυρό του να τον δώσει στη Ναταλία. 

Ποιος είν΄ άξιος κι αγλήγορος, άξιος και παλληκάρι

να πάει να πει της Παύλαινας της μικροπαντρεμένης

να μην αλλάξει τη Λαμπρή, φλουριά να μην φορέσει...

Ο Πύρζας στα απομνημονεύματά του περιγράφει:

"Ακούστηκεν ένας πυροβολισμός μόνον. Ο Αρχηγός γύρισε πίσω λέγοντας: "Στη μέση με πήρε παιδιά". Μπήκε μέσα και με φώναξε: "Νίκο πού είσαι;" Ζύγωσα τον Ζέζα και γονάτισα δίπλα του. Έβγαλε το σταυρό από τον λαιμό του και μου είπε: "Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι, όπως σου είπα του Μίκη και να τους πεις, ότι το καθήκον μου έκαμα. Σε σένα αφήνω το όνομά μου". 

Έβγαλε το πορτοφόλι με τις φωτογραφίες των παιδιών του και ξεζώθηκε, φάνηκαν τα αίματα, καταγής πέσανε λίρες. Η σφαίρα είχε τρυπήσει το κεμέρι του. Πόναγε ο Παύλος και έλεγε: "Σκοτώστε με παιδιά, πώς θα με αφήσετε στους Τούρκους;" Περνούσε η ώρα και πόναγε και βογγούσε περισσότερο, ο Παύλος έλεγε "πονώ". Ύστερα με δυνατή φωνή είπε: "Νίκο εσύ πώς θα με αφήσεις;" Τον φίλησα και του είπα: "Κοντά σου είμαι Καπετάνιε, δεν σε αφήνουμε". Τα χείλια του Παύλου ήτανε κρύα. Ο Παύλος έλεγε, πονώ και φώναζε τα παιδιά του και πάλιν έλεγε σκοτώστε με. Ύστερα δεν κουνιότανε και ούτε φώναζε πλέον τα παιδιά του. Είπε "πονώ" και ξεψύχησε". 

Ο Παύλος, πριν το θανατηφόρο βόλι σκίσει το κορμί και την ψυχή του για να τον στείλει στην αιωνιότητα, έκανε αγώνα για να μαζέψει χρήματα για τον Αγώνα. Συχνά έστελνε γράμματα στην γυναίκα του την Ναταλία και την παρακαλούσε να συμβάλλει με όλες τις δυνάμεις της στην εθνική εκστρατεία στην Αθήνα, ώστε να συγκεντρωθούν χρήματα για την Μακεδονία. 

"Εμαζεύσατε τίποτε χρήματα;" ή "Είναι απαραίτητον να δοθούν τα χρήματα αυτά. Πρέπει χωρίς άλλο και τάχιστα να ενεργήσετε διά να ευρεθούν" ή "Φρόντισε, αγάπη μου, τα ανωτέρω, όπως δυνηθής καλύτερα και ταχύτερα..." 

Και η αγάπη του, η Ναταλία του, έκανε τα πάντα για να σωθεί η Μακεδονία. Όμως, ο άντρας της δεν σώθηκε για να την δει απελευθερωμένη. 

Ο Παύλος Μελάς πέθανε για την Λευτεριά της Μακεδονίας μας από τους τούρκους και τους βούλγαρους κομιτατζήδες. Με τον θάνατό του έγινε η σπίθα που ξύπνησε τα αδρανοποιημένα μυαλά των Αθηνών. Και η σπίθα έγινε φωτιά που εξαπλώθηκε στην σκλαβωμένη αλεξανδρινή γη. 

Μια σπίθα μάς λείπει και μας σήμερα. Μια σπίθα που θα βάλει φωτιά στην ψυχή μας. Γιατί η Μακεδονία μας πρέπει πάλι να σωθεί. 

Νίκη Μάρκου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου