Ίων Δραγούμης: Η συγκλονιστική κατάθεση της ψυχής του για τον Θάνατο του Παύλου Μελά, στις 13 Οκτωβρίου του 1904
Όλη τη ζωή του πάλευαν μέσα του ο κόσμος ο μέτριος και οι πόθοι οι δικοί του και ο πόλεμος αυτός τού έφερνε βαριά στεναχώρια. Ποτέ δεν μπόρεσε να του φανεί αρκετή η γύρω μετριότητα και, είτε ξέροντάς το είτε μη, γύρευε πάντα κάτι περισσότερο ή κάτι άλλο. Νίκησε τέλος η ψυχή του, μα του πήρε, προτού γεράσει, τη ζωή. Με το θάνατό του νίκησε τη μετριότητα.
Ο θάνατός του είναι ζωή στους κουρασμένους από τη μετριότητα του κόσμου. Ο θάνατός του ανασταίνει τους κοιμισμένους, ταράζει τους μαργωμένους, δυναμώνει τους αδύνατους, δροσίζει του διψασμένους, ο θάνατος του Νέου, ο θάνατος του Ωραίου, ο θάνατος του Αντρείου.
Στα βουνά όμως της Μακεδονίας βρέθηκε μόνος, αβοήθητος. Και σηκώθηκε τότε, για την αγάπη της πατρίδας, που μόνη τού απόμενε και τον εβαστούσε ακόμη, πόλεμος άγριος μέσα του, και οι μέρες περνούσαν άγκλυκες και το έμορφο στόμα του έδειχνε την πίκρα που κατέβαζε στα σωθικά του. Τόση ήταν η κούρασή του κάποτε, που τα φαρμάκια που πότιζε η ψυχή του γίνουνταν δαίμονες μιας ανίκητης αηδίας. Και πρόβαινε ίσιος, αλύγιστος στο δρόμο που ήταν ο δυσκολότερος της ζωής του.
Η ερημία του είχε γίνει λάβρα και τον έκαιε, και η ορφάνια του, πληγή και τον εσπάραζε. Και όταν τον έπνιγε ο πόνος, έκλαιε μυστικά σε βάθη άγνωστα η ψυχή του. Ν΄ ακουμπήσει; Πού ν΄ ακουμπήσει; Πού να πλαγιάσει να κοιμηθεί παντοτινά; Μακριά σε κόσμον άλλο, πολύ μακριά, σε κόσμο περασμένο και αγύριστον, είναι μια φωλιά ζεστή και ήσυχη και γνώριμη, και στη φωτιά κοντά, τα μόνα που στη γη απόμειναν πολύτιμα. Ω τον πόνον, ω!
Παντέρημη η ψυχή του βογκούσε μέσα και μέσα στα σκοτάδια της βουτηγμένη.
Άλλοτε όμως ο πόνος ήταν τόσο βάρβαρος, τόσο αφύσικος που γίνουνταν η ψυχή του σιδερένια και απέραντη απονιά - γεφύρι που του φανέρωνε το δρόμο τον αγύριστο του θανάτου. Και αυτός ο δρόμος τότε του φαίνονταν ανούσιος.
Τρεις μήνες πάλεψε με την ψυχή του το Παλικάρι - άγριο πάλεμα - και δεν μπόρεσε να βαστάξει περισσότερο. Τέλος η η αγωνία πέρασε, αλλά μαζί της έφυγε και η πνοή.
Την ώρα την ύστερη, που ήρθαν Τούρκοι βράδυ και έζωσαν το χωριό, άναψε η ψυχή του και δε βάσταξε, μόνο χύθηκε κατεπάνω τους και σαν τον πλήγωσαν τα γλυκά βόλια που τα πρόσμενε, κατακάηκε η ορφανεμένη του ψυχή, και έσβησε στον πόνο το φυσικό μέσα και μέσα βουτηγμένη,.
Ω φρικτή, φριχτή και άφραστη μονομαχία του Παλικαριού με την ψυχή του! Ω τρίσβαθη μυριόπικρη αγωνία! Ω κατάψυχρη θανατερή ορφάνια! Την κεφαλή γυρίζω, τα μάτια κλείνω, να μη βλέπω. Και τώρα που τον πήρε ο Θάνατος, από τον πόνο μου τα δόντια σφίγγω, να μην τρέμω.
Ψυχή, ψυχή ωραία, γλυκιά, πενταπάρθενη, που ερωτεύτηκες το Θάνατο, δίδαξέ μας, ω, μάθε μας να μην πονεί και να μην καίει το αντίκρισμα της αγωνίας σου, ψυχή ωραία πενταπάρθενη. [...]
Οι κρίσεις των ανθρώπων μολύνουν ως και το θάνατο ενός παλικαριού. Όσοι και πριν πεθάνει τον εγνώριζαν, είπαν:
-Ποιος ήξερε πως ζούσε μεταξύ μας ένας ήρως.
[...] Άλλοι Έλληνες είπαν με κάποια καταφρόνια:
-Ήταν πατριώτης ο καημένος.
Και άλλοι ξεστόμισαν:
-Τι βλάκας να πάει να σκοτωθεί.
[...] Χώρια από τις κρίσεις αυτές και τα συναισθήματα, οι Μακεδόνες, οι υπόδουλοι όλοι, τον λατρεύουν. Στη Μακεδονία δεν πέθανε, παρά ζει και βασιλεύει. Ένα κοριτσάκι στη Βέροια, που το ρώτησαν ποιος είναι ο βασιλιάς των Ελλήνων, αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό:
-Ο Παύλος ο Μελάς.
Πηγή: "Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα", Ίων Δραγούμης, ειδική έκδοση για το Βήμα, 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου