2 Αυγούστου 1902, ένα άγνωστο γεγονός του Μακεδονικού Αγώνα : Όταν ο Βαγγέλης πήγε να σκοτώσει τον καπετάν Κώττα

 

 2/8/2025

Πώς ο Μακεδονομάχος μας Κώττας συμπεριφέρθηκε στον προδότη Βαγγέλη, τον οποίο είχαν στείλει οι κομιτατζήδες για να τον δολοφονήσει! Και η μάχη που ακολούθησε για τα μάτια της καινούργιας Ελένης... 

Οι βούλγαροι κομιτατζήδες, όπως ο Τσακαλάρωφ και ο Κλιάσεφ, προσπάθησαν πολλές φορές να δολοφονήσουν τον Μακεδονομάχο μας, τον Κώττα! Και κάθε αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του, έκανε το μίσος τους θεριό!

Θα μιλήσουμε εδώ για μια καλοστημένη απόπειρα εξόντωσης του Κώττα, που θυμίζει σενάριο ταινίας, αλλά ήταν πραγματική.

«Στις 2 Αυγούστου 1902 έγινε ένα ωραίο όσο και χαρακτηριστικό επεισόδιο, που το αναφέρει και Κλιάσεφ. Μου το διηγήθηκαν ως εξής το 1936 στη Φλώρινα, ο πρεσβύτερος υιός του Κώττα, Δημήτριος, που ήταν δικηγόρος, και η χήρα του αρχηγού, που ζούσε τότε» έγραψε ο Μακεδονομάχος και συγγραφέας Γ. Μόδης στο βιβλίο του «Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες Αρχηγοί» (εκδ. Πάπυρος).

«Παρουσιάσθηκε μια μέρα μπροστά στον Κώττα ένας ρωμαλέος και νέος ακόμη άνδρας, αναστατωμένος, αναμαλλιασμένος, ξεσχισμένος σαν κυνηγημένο ζώο, μονοσάνδαλος, τόνα πόδι ξυπόλητο και ματωμένο το άλλο, ο Βαγγέλης από το Τρίβουνο (Τίρσια). Όλη η εμφάνιση και η όψη του πρόδιναν άνθρωπο που είχε διατρέξει σοβαρώτατο κίνδυνο και υποστή μεγάλο κλονισμό και θλίψη.

-Τι θέλεις; Τον ρώτησε ο Κώττας. Να μου πης την αλήθεια. Αλλοίμονό σου, αν μου πης κι ένα ψέμα.

-Την αλήθεια, καπετάνιε. Ήρθα… Ήρθα… να με σώσης. Να με λυπηθής… Να… να με πάρης κοντά σου. Ο Τσακαλάρωφ και ο Κλιάσεφ μ΄ έπιασαν χθες και με πήγαιναν σήμερα να με σφάξουν. Τους ξέφυγα από τα χέρια και το μαχαίρι. Πήδησα και έτρεξα στα χαμόκλαδα σαν αγρίμι. Μου ριξαν πολλές τουφεκιές. Με βλέπεις πώς κατάντησα.

-Μα γιατί; Τι τους έκαμες;

-Κι εγώ δεν ξεύρω. Δεν έκαμα τίποτε. Είμαι ένας καλός χριστιανός, που βοήθησα μ΄ όλη την ψυχή τον αγώνα για την ελευθερία. Αποφάσισαν να με σκοτώσουν, ίσως γιατί σ΄ ένα γάμο τις προάλλες είπα: «Για μας είναι μονάχα ο καπετάν Κώττας. Αυτός ξεπαστρεύει τους αγάδες και δεν πειράζει τους χριστιανούς».

-Αλήθεια λες μωρέ; Του είπε κοιτάζοντάς τον κατάματα.

-Αλήθεια καπετάνιε, όσο είναι ο Χριστός Θεός μας. Κι εγώ δεν ξέρω περισσότερα».

Ενώ οι άνδρες του Καπετάν Κώττα δεν έχουν πειστεί για την αλήθεια των λόγων του Βαγγέλη, ο Κώττας, ακούγοντάς τον να κατηγορεί τους σλάβους, τού δίνει μια ευκαιρία:

-Καλά. Αφού το θέλεις μείνε.

-Να μου γλυτώσης και τη γυναίκα και τα δύο παιδάκια μου, καπετάνιε.

-Τη γυναίκα σου! Τι έπαθε η γυναίκα σου;

-Την έπιασαν κι αυτή.

-Γιατί;

-Δεν ξέρω. Πού να ξέρω ο κακομοίρης; Για να την σφάξουν. Πούλησα τα καλύτερα χωράφια μου, για να την πάρω.

-Οι παλιοί κλέφτες, είπε τότε ο Σπύρος Παρασκευαϊδης στ΄ αυτί του αρχηγού του, δεν πλησιάζουν γυναίκα. Οι Τσακαλάρωφ, Κλιάσεφ και η παρέα τους νταλαβερίζονται όλο με ξένες γυναίκες.

-Είναι βλέπεις γραμματισμένοι, είπε ο Κώττας. Οι παλαιοί ήταν αγράμματοι σαν και μας.

Γυρίζοντας έπειτα στον Βαγγέλη, του είπε:

-Πήγαινε τώρα να φας και να ξεκουρασθής. Αύριο τα ξαναλέμε.

Οι υπαρχηγοί και τα πρωτοπαλλήκαρα του Κώττα έφεραν αντιρρήσεις για τον Βαγγέλη. Τους φάνηκε ύποπτος. Το ίδιο και η Κώτταινα. Δύο παιδιά από το γειτονικό κάπως στο Τρίβουνο Μακροχώρι, που τον ήξεραν, φώναζαν περισσότερο. Ο Κώττας δεν τους άκουσε και τον δέχθηκε στο σώμα του.

Επρόσταξε να του δώσουν όπλο Γκρα και ένα πιστόλι. 

Ο Βαγγέλης έσκυψε και του φίλησε το χέρι. 

-Δικά μου; Και το πιστόλι; Μου τα δίνεις; Σε μένα!

-Αμ΄ τι θέλεις καημένε; Να φορής πετραχήλι εδώ που έπεσες; Κοίταξε μονάχα να φανής άξιος. Θέλω λίγους συντρόφους μα καλούς και πιστούς. 

-Θα κάμω, καπετάνιε, ό,τι μπορώ. Μονάχα που...

-Τι πάλι; 

-Να... Πώς να το πω; Τα παλληκάρια μου φαίνεται σαν πως δεν με θέλουν. Δεν μου έχουν εμπιστοσύνη. 

-Μη σε νοιάζη γι΄ αυτό. Εγώ ορίζω. Θα μένης μαζί μου στο ίδιο κατάλυμα. 

-Στο ίδιο κατάλυμα; Θα κοιμόμαστε στο ίδιο μέρος και θα τρώμε μαζί;

-Ναι θα τρώμε μαζί και θα κοιμάσαι μαζί μου. Σε πειράζει; 

-Ευχαριστώ, καπετάνιε, ναι ευχαριστώ πολύ...

Την τρίτη μέρα από το πρωί παρουσιάσθηκε ο Βαγγέλης περισσότερο χλωμός, ταραγμένος και αναστατωμένος, παρά την πρώτη μέρα. Πέφτει στα γόνατα και βάνει τα κλάματα. 

-Καπετάν Κώττα  σφάξε με. Πάρε και το τουφέκι και το πιστόλι. Μου καίνε τα χέρια και τα δάχτυλα. 

-Τρελάθηκες μωρέ; Τι είν΄ αυτά που τσαμπουνάς; 

-Καπετάνιε, κι εγώ δεν ξέρω πια. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Σφάξε με. Δεν βαστώ πια. Πάρε το τουφέκι και το πιστόλι. Έναν άνθρωπο σαν και σένα...

-Βρε παιδί, τι έπαθες; Έλα στα συγκαλά σου. Αν θέλης να φύγης, φύγε. Δεν σε κρατάω με το ζόρι. Αν είναι για τη γυναίκα σου, κάνε λίγη υπομονή. Θα δούμε. Έχει ο Θεός. 

-Όχι, όχι, σφάξε με. Μου πρέπει. Είμαι ένας άπιστος, ένας άτιμος. Σου είπα ψέματα. 

-Τι; Ψέματα είπες;

-Δεν τους ξέφυγα. Μ΄ έστειλαν κι έρριξαν τις τουφεκιές για να ξεγελάσουν τον κόσμο και σένα. 

-Ποιοι; 

-Ο Τσακαλάρωφ, ο Ποπώφ, ο Κλιάσεφ.

-Σ΄ έστειλαν πάει να πη να ΄ρθης κοντά μου, να τρως το ψωμί μου, να κοιμάσαι μαζί μου και να μου την ανάψης; Ωραία δουλειά. Με δικό μου τουφέκι και πιστόλι κιόλας!

-Άτιμε, παλιόσκυλο, θέλεις γδάρσιμο! Φώναξαν όσοι ήσαν εκεί, παλληκάρια και χωριάτες, έτοιμοι να σύρουν τα μαχαίρια και τους σουγιάδες. 

Ο Κώττας τούς κάρφωσε στη θέση τους με μια ματιά. 

-Γι΄ αυτό λοιπόν σ΄ έστειλαν; Γύρισε στον Βαγγέλη.

-Γι΄ αυτό. Σφάξε με, κομμάτιασε με. Μα εγώ δεν ήθελα. 

-Τότε γιατί ήρθες εδώ;

-Κι εγώ δεν ξέρω. Με γέλασαν, μ΄ εβίασαν. Μου έταξαν πολλά. Μα σαν σε είδα, το κατάλαβα πως δεν μπορούσα να το κάμω. Είσαι τόσο καλός. Κάτι μ΄ έτρωγε μέρα νύχτα μέσα μου. 

Ο Κώττας τον κοίταξε με απορία και οίκτο κουνώντας το κεφάλι.

-Έρχεσαι να με σκοτώσης και την τρίτη μέρα μου το φανερώνεις. Δεν σε καταλαβαίνω. 

-Κι εγώ δεν το καταλαβαίνω. Κάτι μ΄ έσπρωχνε. Τώρα ξαλάφρωσα. Κάνε με ό,τι θέλεις. Τ΄ αξίζω. Μα στ΄ ορκίζομαι στην ψυχή της μάνας μου, δεν το ήθελα από την αρχή.

-Ωστόσο ήρθες και μου είπες ένα σωρό ψέματα.

-Με γέλασαν, μ΄ εβίασαν, μου έταξαν και ...

-Λέγε λοιπόν. Τι σου έταξαν; 

-Εξήντα λίρες. Μου έδωσαν τις δέκα. Να με κάμουν βοεβόδα.

-Έτσι ντε. Καθαρές κουβέντες. Κι η ιστορία της γυναίκας σου; Είναι κι αυτή ψεύτικη;

-Τους πήραν αληθινά, για να το μάθη ο κόσμος και συ και να τους έχουν στα χέρια.

-Αν δεν τα κατάφερνες να με σκοτώσης, θάχανες τις 50 λίρες, το καπετανιλίκι και τη γυναίκα με τα παιδιά σου.

Ο Βαγγέλης ξανάβαλε τα κλάματα.

-Έλα, μην κλαις. Δεν σου κάμνω τίποτα. Δεν φταις εσύ. Αυτοί οι άτιμοι!

-Κλαίω τη γυναίκα μου και τα παιδιά. Θα τους σφάξουν, άμα το μάθουν. Άφησέ με να πάω να τους γλυτώσω ή να σκοτωθώ.

-Πού τους έχουν; 

-Στην Κονομπλάτη.

-Καλά. Θα πάμε μαζί ούδ΄ απόψε. Δε μπορεί συ να είσαι μαζί μας και η γυναίκα σου με τους άλλους. Δεν σούχω κι εγώ εμπιστοσύνη όσο είσαι στα χέρια τους. Φοβάμαι μη ξαναμετανιώσης.

Ξεστράτευσαν πραγματικά το ίδιο βράδυ. Σερνάμενοι στην κοιλιά έπιασαν τον φτωχό χωρικό, που ήταν καραούλι, τον έδεσαν σ΄ ένα δέντρο, μπήκαν στο χωριό, πήραν τη γυναίκα με τα δυο παιδιά και έφυγαν σαν φαντάσματα χωρίς να πάρη κανένας άλλος είδηση. Τράβηξαν για το Τρίγωνο. Ο Κώττας με τον Σπύρο κατέβηκαν στο χωριό και οι άλλοι έμειναν πάνω στο δάσος. 

Οι κομιτατζήδες όταν έμαθαν τη νυκτερινή απαγωγή, φρένιασαν. Όρμησαν λυσσαλέοι πίσω τους. Κατά το μεσημέρι έφθασαν κι αυτοί στο Τρίγωνο και μοιράσθηκαν σε καταλύματα. Κανένας δεν τους φανέρωσε πως την ίδια στιγμή στο ίδιο χωριό βρισκόταν και ο Κώττας μ΄ ένα μονάχα σύντροφο. 

Ένας όμως χωρικός, που δεν ήξερε τίποτε, τους είπε πως εκεί που θέριζε ένα χωράφι του στο βουνό, είδε πέντε έως έξι συντρόφους τους μέσα στο δάσος. Οι κομιτατζήδες κατάλαβαν ποιοι ήσαν οι σύντροφοί τους αυτοί και έτρεξαν να τους κυκλώσουν. Χύμηξαν και οι Κώττας και Σπύρος να τους κτυπήσουν από τα νώτα. Άρχισε η μάχη. Σ΄ ενίσχυση των κομιτατζήδων ήρθαν άλλοι συνάδελφοί τους και σε βοήθεια του Κώττα Ζελοβίτες και Πισοδερίτες...

Τρία παλληκάρια του Κώττα, η μισή σχεδόν δύναμή του εκείνη την ημέρα, έπεσαν για την καινούργια Ελένη των Κορεστίων. Υπερδιπλάσιοι κομιτατζήδες έχασαν την ζωή του για τα μαύρα της μάτια. 

Ο Πόπωφ θαύμασε σ΄ εκείνη τη σύγκρουση την παλληκαριά, την ευθυβολία και ευκινησία του Κώττα.

-Έξοχο τουφέκι, έλεγε, άφθαστος άνδρας. Κρίμα που δεν τον έχομε μαζί μας.

-Κρίμα που δεν τον ξεκάναμε ακόμη, είπε αμείλικτος ο Τσακαλάρωφ. 

 ----------

Είναι πάρα πολλά τα άγνωστα γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα, και όλα αυτά οδήγησαν στην Ελευθερία μας με τρόπους που η κοινή λογική αδυνατεί να ερμηνεύσει. Μπορεί όμως η εθνική μας λογική, έτσι δεν είναι; 

Το ανωτέρω γεγονός μάς το μαρτυρεί ο Γ. Μόδης στο βιβλίο του "Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες Αρχηγοί" (εκδ. Πάπυρος), διευκρινίζοντας ότι το έμαθε στην Φλώρινα, το 1936, από τον πρεσβύτερο γιο του Κώττα, τον Δημήτριο, καθώς και από την χήρα του αρχηγού που ζούσε ακόμα τότε. (Φωτογραφία: wikipedia)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου