Θα φτάσει ο μικρός Έλληνας στην Πόλη; Θα συναντήσει τον Αυτοκράτορα;


Το ταξίδι στην ελληνική ιστορία ξεκινά…

          Ο μικρός Έλληνας είδε το γεράκι και η καρδούλα του κάλπασε από φόβο.

      «Μου το έλεγε πάντα η μάνα μου, να μην παρασύρεσαι από τις σκέψεις σου και να μην απομακρύνεσαι από κοντά μου... Αλλά, εγώ δεν υπάκουγα. Να, και σήμερα, δεν ακολούθησα την συμβουλή της, κι έμπλεξα. Πάλι χάθηκα». Κοίταξε τους θάμνους, το ψηλό δέντρο, τον ουρανό, και ξανά το δέντρο. Πήγε και κάθισε στις πλεγμένες πάνω στο χώμα ρίζες του, κι έφερε το κεφάλι στα διπλωμένα πόδια. Βαθιά αναστενάζοντας, ακούμπησε το μέτωπο στα γόνατα. Για λίγα λεπτά, έτρεμε.

          Κάποτε κι άλλοτε, ο θόρυβος από τις φτερούγες του περήφανου πετούμενου εξασθένισε και ο μικρός αναθάρρησε. Δειλά, σήκωσε το σγουρόμαλλο κεφάλι του και έψαξε στον ουρανό.

         «Έφυγε! Φτηνά την γλίτωσα…», μουρμούρισε, μα από την θέση του δεν κουνήθηκε. Φαινόταν, σαν να είχε γίνει ένα με τις ρίζες, σαν να ανήκε στο δέντρο, στην φύση, στον εξω-ανθρώπινο κόσμο. Ωστόσο, δεν ησύχαζε, και ο χρόνος έφευγε και το σκοτάδι δεν θα αργούσε να πέσει.

         «Τι ανόητος που είμαι; Γιατί φοβάμαι τόσο; Σιγά μην έρθει το πουλί από τον ουρανό και πέσει πάνω μου και με κατασπαράξει! Αυτά γίνονται μόνο στα παραμύθια…». Ίσα που έκανε την σκέψη, και μέσα στο μυαλό του ήχησε η φωνή της μάνας του.

       Λεβεντάκο μου, η ζωή δεν είναι παραμύθι! Στο παραμύθι, που τόσο σε μαγεύει, νικά το καλό. Ο δράκος σκοτώνεται. Στην ζωή, όμως, ο δράκος νικά, και όχι το καλό! Να προσέχεις λεβεντάκο μου, να προσέχεις! Τέτοια τον συμβούλευε και τον εκνεύριζε. Αλλά, την αγαπούσε πολύ την μάνα του, και ήταν θυμωμένος, πολύ θυμωμένος, γιατί τελικά αυτή παρασύρθηκε κι έφυγε, και δεν ήξερε πού πήγε… Και μετά τον δικό της χαμό, ήταν η πρώτη φορά που απομακρυνόταν τόσο πολύ από την γειτονιά του…

       Βρήκε το δικό της παραμύθι, και μπλέχτηκε στις σελίδες του… Κάποια μέρα, μετά από πολλά-πολλά χρόνια, θα είστε πάλι μαζί, σε έναν άλλο τόπο, σε έναν πλούσιο και παραμυθένιο τόπο, να είσαι σίγουρος… Βέβαια, μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα, αυτή θα είναι πάντα δίπλα σου, και θα σε προστατεύει και θα σε συμβουλεύει, από εκεί ψηλά… Μην αφήνεις την λύπη σου να καταστρέψει την ζωή σου, γιατί αυτό θα έκανε την μάνα σου πολύ λυπημένη. Δεν το θέλεις αυτό, έτσι δεν είναι; Τούτα τα λόγια της γειτόνισσας, μιας νεαρής, όμορφης και χαμογελαστής γυναίκας, ζωντάνεψαν στο μυαλό του μικρού Έλληνα.

         «Πώς θα με προστατεύσεις μανούλα; Γιατί σε έβαλαν κάτω στην γη; Και πώς, μετά, βρέθηκες ψηλά στον ουρανό; Γιατί δεν άπλωσες το χέρι, να χαϊδέψεις τα μαλλιά μου και να μου πεις με την γλυκιά σου φωνή ότι αύριο θα έχουμε, εκτός από ψωμί, κι ένα πιάτο φαγητό;»

          Η θλίψη για τον χαμό της μάνας του, και η πείνα, αφού είχε δυο μέρες να βάλει κανονικό φαγητό στην κοιλιά του, τον έκαναν να ξεχάσει τον φόβο του.

«Μήπως το γεράκι το έστειλε η μάνα μου, για να με προστατεύσει από κάποιον κίνδυνο; Πάντα έλεγε ότι ο φόβος κάνει τον άνθρωπο προσεκτικό… Κι εγώ ο ανόητος τρόμαξα… Πρέπει να φύγω, να φτάσω στην Βασιλεύουσα, κι ας είμαι μικρός και άπειρος. Άλλωστε, δεκατρία χρόνια ζω, τόσο μικρός δεν είμαι! Στην Πόλη, κάτι θα βρω να κάνω, μια δουλειά, ένα πιάτο φαγητό, σίγουρα θα τα βρω… Και, ίσως, μετά από λίγα χρόνια, να καταφέρω να σπουδάσω κιόλας… Ευτυχώς, μανούλα μου, με έμαθες να διαβάζω, πόσο τέλειο δώρο αυτό που μου έδωσες. Πόσο σε αγαπώ, και πόσο μου λείπεις!»

      Έφερε το χέρι στην καρδιά και χαμογέλασε. «Ο μικρός μου μαχητής, έτσι μ΄ αποκαλούσες, κι ας με μάλωνες γιατί άφοβα έκανα σκανδαλιές. Ε λοιπόν, άφοβα θα ξεκινήσω την περιπέτεια, θα φτάσω στην Πόλη… Ακόμα δεν ξέρω πώς, αλλά θα με βοηθήσεις από εκεί ψηλά, έτσι δεν είναι;»

          Τέτοια σκεφτόταν ο μικρός, και δεν είχε καταλάβει ότι μπροστά του στεκόταν… το γεράκι. Σε απόσταση αναπνοής. Και αν είναι ποτέ δυνατόν, το περήφανο πετούμενο κοιτούσε το παιδί ίσια στα μάτια, μέχρι που το παιδί ένοιωσε τούτο το βλέμμα και βγήκε από τις σκέψεις του.

     «Παναγίτσα μου! Ωχ Παναγίτσα μου!» Από τα χειλάκια ίσα που βγήκανε οι λέξεις. Ο φόβος, όμως, κράτησε μόνο μια στιγμή.

     «Αν ήθελες να με κατασπαράξεις, θα το είχες ήδη κάνει. Πάνε τα γεράκια κοντά στους ανθρώπους; Γίνονται φίλοι; Θα μπορούσα, αντί να έχω σκυλάκι, να έχω εσένα για πιστό μου φίλο;» Ο μικρός γέλασε δυνατά.

       «Βλακείες λέω! Πάλι παραμύθι πλάθω στο μυαλό μου! Αχ μανούλα, ποτέ δεν θα σταματήσω να γράφω στο μυαλό μου παραμύθι! Ήσουν περήφανη με την εξυπνάδα μου, έτσι έλεγες, μοναχά φοβόσουν μην μπλέξω σαν μεγαλώσω εξαιτίας της φαντασίας, που με κάνει να νοιώθω ατρόμητος! Άσε που μιλώ μόνος μου, σαν να είμαι ο τρελός του χωριού». Ακόμα πιο δυνατά αντήχησε το γέλιο του.

         Το γεράκι έγειρε το κεφάλι, καθώς τίναζε ελαφρά τις φτερούγες του. Ο μικρός, όσο το παρατηρούσε, τόσο σκιρτούσε η ψυχή του. Όχι από φόβο, αυτή τη φορά, αλλά από δέος και θαυμασμό.

        «Είσαι πανέμορφο! Παναγίτσα μου, είσαι τέλειο!» είπε και η κοιλίτσα του γουργούρισε δυνατά.

          «Πεινάς;»

          Το παιδί κοίταξε γύρω γύρω, ψάχνοντας να βρει σε ποιον ανήκε η φωνή. Τίποτα. Χώματα στην γη, θάμνοι, σκόρπια λουλούδια, και το γεράκι.

          «Πεινάς;» ξανάπε η φωνή. «Πού ψάχνεις μικρέ; Μπροστά σου είμαι!»

         Ο μικρός άνοιξε διάπλατα το στόμα, έκπληκτος και συγκλονισμένος. Μπορεί ένα γεράκι να μιλά; Ή τρελάθηκα; Από παραμυθάς γίνομαι λωλός;

        Το γεράκι χοροπήδησε και πήγε πιο κοντά στον μικρό, και με το γαμψό και φοβερό ράμφος του άγγιξε απαλά την άκρη του φθαρμένου παιδικού παπουτσιού.

          «Εγώ δεν είμαι συνηθισμένο γεράκι, όπως κι εσύ δεν είσαι συνηθισμένο παιδί. Μην αναρωτιέσαι λοιπόν που έχω φωνή και σου μιλώ στην γλώσσα σου!»

        Το στόμα του μικρού παρέμενε ορθάνοιχτο. Ωχ, διαβάζει και τις σκέψεις μου τώρα; Αναρωτήθηκε, νοιώθοντας ζεστασιά σε όλο του το κορμί. Αυτό το περίεργο άγγιγμα, γέμιζε με ενέργεια το αδύναμο σώμα του.

          «Θέλεις να μείνω κοντά σου και να σε οδηγήσω στο μονοπάτι της ιστορίας του τόπου σου, που μόνο αν το διαβείς, θα καταφέρεις να γράψεις το πιο άριστο παραμύθι σου;» ρώτησε το γεράκι και χοροπηδητά πήγε πιο πίσω, έτσι ώστε να βλέπει το αγόρι.

        «Κλείσε επιτέλους το στόμα σου, θα καταπιείς κανένα έντομο, κι αυτό δεν είναι τροφή για σένα, λεβεντάκο» πρόσθεσε με φωνή γλυκιά σαν το μέλι, το οποίο, την μία και μοναδική φορά που το δοκίμασε στην ζωή του, του άρεσε πολύ. Λεβεντάκο; Έτσι με αποκαλούσε η μάνα μου, άρα…

       «Και βέβαια θέλω!» απάντησε με ενθουσιασμό μεγάλο. «Ας μην καταλαβαίνω πώς γίνεται κι ένα πουλί έχει ανθρώπινη φωνή, εγώ σε εμπιστεύομαι και θα σε ακολουθήσω. Αρκεί να γράψω το άριστο παραμύθι μου. Αλλά, προς τα πού θα πάμε; Και πώς; Θα με βάλεις στις φτερούγες σου; Θα πετάμε μαζί;»

          «Ήταν να μην σε παρακινήσω να μιλήσεις! Όλο ρωτάς και ρωτάς… Κοίταξέ με και πες μου αν θέλεις να γίνουμε φίλοι αχώριστοι. Και να ξέρεις, αν γίνουμε φίλοι, δεν χρειάζεται να αναρωτιέσαι πώς ένα πουλί κάνει ανθρώπινα πράγματα. Θα με δέχεσαι, όπως εγώ εσένα…».

          Ο μικρός, για πρώτη φορά, παρατήρησε τα μάτια του πετούμενου νεοαποκτημένου φίλου του.

          «Τόσο γαλανά λαμπερά μάτια είχε μόνο η μάνα μου. Κι εσύ…». Σηκώθηκε όρθιος και έκανε μικρή υπόκλιση.

          «Είναι μεγάλη μου τιμή να είσαι φίλος μου», είπε με επισημότητα και άπλωσε το χέρι προς το γεράκι.

          «Και για μένα είναι μεγάλη η τιμή να είσαι φίλος μου, μικρέ μαχητή». Το γεράκι ακούμπησε με άπειρη τρυφεράδα τα γαμψά νύχια του στο χέρι του παιδιού, κι έπειτα πήγε και στάθηκε στον ώμο του.


          Και έτσι, η πιο μαγική, παραμυθένια, αλλά πέρα για πέρα πραγματική εικόνα γεννήθηκε. Ο μικρός με το γεράκι στον ώμο του ξεκίνησε για το πιο υπέροχο ταξίδι στην ζωή ενός ανθρώπου, αυτό που μόνο το μονοπάτι της ιστορίας μπορεί να ζωντανέψει…

Σε επόμενη ανάρτηση η συνέχεια: Από την Μακεδονία στο Διδυμότειχο... 

(Απόσπασμα από το βιβλίο για τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου