Ανήμερα της πρωτοχρονιάς. Η κυρία Σοφία, με τα λιγοστά υπάρχοντά της,
στο πεζοδρόμιο αντίκρυ από τα νερά του Θερμαϊκού.Γύρω της, περιπατητές με μάσκες, όλοι εμείς, εκνευρισμένοι και δυσαρεστημένοι, γιατί δεν μπορούμε να κινηθούμε κατά την θέλησή μας. Ο εγκλεισμός και τα περιοριστικά μέτρα λόγω της κορωνο-πανδημίας, έχουν εξοργίσει τον καθένα από εμάς. Δικαιολογημένα.
Ωστόσο, η μοίρα της κυρίας Σοφίας είναι απείρως σκληρότερη από την δική μας. Δεν παραπονιέται. Δεν γκρινιάζει. Αν ο διαβάτης τής μιλήσει, του χαμογελάει δειλά. Δεν απλώνει το χέρι για να ζητιανέψει. Όποιος, από μόνος του τής δώσει κατιτίς, τον ευχαριστεί ευγενικά, με το κεφάλι σκυμμένο.
Αν κάποιος ρωτήσει την κυρία Σοφία, γιατί έμεινε άστεγη, πώς αντιμετωπίζει το κρύο, πώς παλεύει την πείνα και την δίψα της, ξανά χαμογελά καρτερικά και δειλά απαντάει: Απλά περιμένω.
Δεν θέλει να μιλήσει για τις συνθήκες που την οδήγησαν στην απόλυτη φτώχεια. Δεν βρίζει κανέναν. Δεν δυσανασχετεί. Δεν ζητιανεύει. Απλά, περιμένει. Αγναντεύει την παραλία, τον κόσμο, τα καράβια, τα ελευθεροπούλια που φιλούν τα αλμυρά κύματα.
Έπειτα, τακτοποιεί τα πράγματά της. Θα καθίσει στα τσιμέντα. Θα περιμένει τον μικρό οβολό του άγνωστου για να πάρει ένα κουλούρι ή ένα μπουκαλάκι νερό. Θα προσευχηθεί να μην χαλάσει ο καιρός, γιατί το κρύο είναι μεγάλη ταλαιπωρία.
Η κυρία Σοφία ζει την δικτατορία της φτώχειας που είναι η χειρότερη μορφή πανδημίας. Και κανένας δημοκράτης πολιτικός δεν ενδιαφέρεται να την βοηθήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου