Μοναδικό ντοκουμέντο: Ο Ευδόξιος Πολέντης που γλύτωσε στην Σφαγή της Χίου, διηγείται


30/3/2021

              30 Μαρτίου 1822

       Ο Ευδόξιος Πολέντης μιλά

για την Σφαγή της Χίου

στην Μαντώ Μαυρογένους

«Πρέπει να σας μιλήσω, ω ένδοξη Μαυρογένους, για την απελπισία και την μιζέρια μου; Δεν θα αναστατωθεί η ηρωική καρδιά σας; Δεν θα σας θυμίσω ξανά τις δικές σας δυστυχίες; Θα ξανανοίξω την πηγή των δακρύων σας, κι έχετε τόσο πολύ κλάψει στην Κάρυστο».

          «Όχι, φίλε μου», του απάντησε. «Μην φοβάστε, μιλήστε. Η μοίρα μας είναι να κλαίμε για τα αδέρφια μας και να εκδικούμαστε γι΄ αυτά. Μιλήστε μου για τις δυστυχίες σας, θα τις μεταφέρω και στους συμπατριώτες μου, και η θλίψη μας ίσως απαλύνει την δική σας».

          Αφού τα είπε αυτά, τον κάλεσε να την ακολουθήσει στο πλοίο της. Κάθισε στο κατάστρωμα, περιτριγυρισμένη από την ομάδα της, και του ζήτησε να πάρει θέση κοντά της, ο νεαρός Χιώτης, ο οποίος άρχισε έτσι την αφήγησή του:

          «Το όνομά μου είναι Ευδόξιος Πολέντης. Είμαι από την Χίο. Η καλή μου μοίρα μου επέτρεψε να ζητήσω το χέρι της όμορφης και γλυκιάς Ειρήνης, κόρη ενός από τους πιο πλούσιους και ευγενείς του νησιού. Πολύ καιρό πριν από την καταστροφή του νησιού, είχα υποβάλλει τα σέβη μου στην ομορφιά της Ειρήνης. Τόλμησα να της προσφέρω την καρδιά μου. Καταδέχθηκε να απαντήσει στις ευχές και στις επιθυμίες μου. Οι γονείς μας συμφώνησαν με την ένωσή μας. Ένοιωθα ότι άγγιζα την στιγμή που ήμουν ο πιο τυχερός των αθανάτων, όταν ξέσπασαν οι πρώτες πράξεις μιας πρόωρης εξέγερσης.

          Ακολουθούμενοι από τους γονείς μας, μέσα στην μέθη της χαράς, πήγαμε στον ναό. Δώσαμε τους όρκους μας στον Θεό. Ζούσαμε την υπέρτατη ευτυχία, κι όμως, ήμασταν τόσο κοντά στην πιο μεγάλη καταστροφή. Η χαρούμενη πομπή είχε φθάσει στους κήπους του πατέρα μου. Οι αρμονικοί ήχοι του λαούτου ανακάτευαν ευχάριστα τους θάμνους και αναμειγνύονταν με τα γιασεμιά και τα τριαντάφυλλα.

          Ξαφνικά τα τραγούδια σταμάτησαν. Μια φωνή άγρια και βάρβαρη, διέκοψε τις γλυκές φωνές όλων αυτών που ήρθαν να μας συγχαρούν. Αναζήτησαν εκ μέρους του άγριου πασά τους τον πατέρα μου. Κατάπληκτοι και αναστατωμένοι, θέλαμε να μάθουμε τι συνέβαινε. Μας απάντησαν με βρισιές και απειλές. Καταλάβαμε τις προθέσεις τους. Πήγα μπροστά, προσπάθησα να πάρω από τα χέρια τους τον πατέρα μου. Με έσπρωξαν πίσω, και πήγα κοντά στην αναστατωμένη Ειρήνη.

          Την γλυκιά χαρά μας διαδέχθηκε η κατάπληξη. Οι λυγμοί και οι ταραχές πήραν την θέση της αθώας ευχαρίστησης και των χαρούμενων τραγουδιών μας. Πόσο ευτυχισμένοι θα ήμασταν, αν δεν γνωρίζαμε αυτές τις ταραχές! Αλλά, μέσα σε μια ώρα, ο πόνος, η απελπισία και ο θάνατος θα μας καταδίωκαν. Ο ασύνετος Λογοθέτης αποβιβάστηκε στις ακτές μας μαζί με κάποιους τυχοδιώκτες από την Σάμο. Στην πραγματικότητα μας παρέδωσαν, ανυπεράσπιστα, στον άγριο φανατισμό των βαρβαρικών ορδών, που ζητούσαν το αίμα και τα πλούτη μας.

          Ακούγαμε ήδη τις φοβισμένες κραυγές ενός λαού, που δραπέτευε για να γλυτώσει από την αγριότητα των κανίβαλων. Οι βάρβαροι έτρεχαν στους δρόμους και στο πέρασμά τους σφάγιαζαν τους ειρηνικούς κατοίκους. Προχωρούσαν με τα σπαθιά και τις φωτιές στα χέρια, συνοδευμένοι από άγριους νεοφερμένους Ασιάτες που ήρθαν από το Τεσμέ.

          Το κανόνι της Ακρόπολης ήχησε παντού. Ανήγγειλε τον ερχομό του οθωμανικού στόλου που μετέφερε πολλούς δολοφόνους… Αυτοί έρχονταν για όλους εμάς. Ο θάνατος είχε απλώσει τα πένθιμα φτερά του πάνω από τα κεφάλια μας.

          Το σπίτι μου, που ήταν ένα από τα πλούσια της Χίου, ήταν στόχος δολοφονιών και λεηλασιών. Γονείς και φίλοι, τρομοκρατημένοι, κρύβονταν, διασκορπίζονταν και δραπέτευαν. Έμεινα μόνος μαζί με την Ειρήνη μου, κι ένα από τα μικρότερα αδέρφια μου. Έπρεπε να απομακρυνθούμε. Η λατρεμένη γυναίκα μου μ΄ αγκάλιασε σφιχτά. Την άρπαξα από το ένα χέρι, ο κίνδυνος ήταν πολύ κοντά μας πια, και με το άλλο χέρι άρπαξα τον μικρό μου αδερφό. Πριν βγούμε από το σπίτι, ζήτησα από μια έμπιστη γυναίκα που ήταν στην δούλεψή μας, να πάρει κάποια πολύτιμα αντικείμενα. Βγήκαμε από μια πόρτα του κήπου που έβλεπε στους αγρούς, και κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί. Ακόμα δεν είχαν πέσει πάνω μας οι εχθρικές ορδές, αλλά ήμασταν μαζί με πολλές άλλες οικογένειες που έφευγαν για να γλυτώσουν.

          Περπατούσα γρήγορα, αλλά κάθε λίγο έστρεφα τα μάτια μου προς την Ακρόπολη, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας μου. Ακούστηκαν ορειχάλκινες βροντές, και είδα… Ω ουρανοί, γιατί δεν ανοίγατε μία άβυσσο κάτω από τα πόδια μου! Να έπεφτα εκεί μέσα και να μην έβλεπα ποτέ το ανατριχιαστικό θέαμα!... Είδα φίλους ψηλά στο φρούριο, δυστυχισμένους ομήρους της Χίου κρεμασμένους εκεί… Ω τι πόνος! Ο πατέρας μου ήταν ανάμεσα στα πολυάριθμα θύματα… Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν, τα γόνατά μου έτρεμαν. Το βαρύ φορτίο του πόνου με έριξε κάτω.

          Όταν κάποτε συνήλθα, βρισκόμουν στις ρίζες ενός μεγάλου δέντρου. Η γλυκιά μου Ειρήνη ήταν κοντά μου. Τα όμορφα δακρυσμένα μάτια της γέμισαν χαρά καθώς έβλεπαν ότι ανακτούσα τις αισθήσεις μου. Ο μικρός μου αδερφός, ίσα που ήταν έξι ετών, με χάιδευε με τα αθώα χεράκια του.

          Ρώτησα πού βρισκόταν ο Γιώργος, που ήταν στην δούλεψή μας. Η Ειρήνη μου είπε ότι αφού μας είχε βοηθήσει μαζί με έναν χωρικό να μεταφερθούμε σε αυτό το απομονωμένο δάσος, πήγε να αναζητήσει κάπου εκεί κοντά κάποιες προμήθειες. Με ρώτησε πού οφειλόταν η αδυναμία μου. Την απέδωσα στην κούραση, στην αναστάτωση της ημέρας, στο βάρος της αποχώρησης του πατέρα μου. Δεν ήθελα για κανέναν λόγο να μεταδώσω στην αγαπημένη μου τον απόλυτο τρόμο που βίωσα…

          Περιμέναμε λοιπόν την επιστροφή του πιστού μας Γιώργου, η μέρα έσβηνε, αλλά δεν τον βλέπαμε να έρχεται. Σκοτείνιαζε. Η Ειρήνη μου κι εγώ είχαμε ακόμα αντοχές, αλλά το παιδί έκλαιγε, μας ζητούσε να φάει… Δεν είχαμε να του δώσουμε να φάει… Δεν ξέραμε πού βρισκόμασταν, και ποια μονοπάτια να ακολουθούσαμε, δεν είχαμε ιδέα προς τα πού να πάμε για να αναζητήσουμε βοήθεια. Προσπαθούσα να ακούσω και τον παραμικρό θόρυβο. Τίποτα, κανένας θόρυβος. Προσπαθήσαμε να βρούμε ένα κατάλληλο σημείο για να ξαποστάσουμε, προσπαθήσαμε για πολλή ώρα, αλλά δεν ανακαλύψαμε τίποτα. Τελικά, εξαντλημένοι από την κούραση, καθίσαμε στα χώματα και, βυθισμένοι στον πόνο μας, είδαμε τις πρώτες ακτίνες της ημέρας.

          Ξαναπήραμε λοιπόν τον δρόμο για να βρούμε το δέντρο όπου μας είχε αφήσει την προηγουμένη ο Γιώργος. Ήμασταν σίγουροι ότι δεν του είχε συμβεί κανένα ατύχημα, του πιστού μας Γιώργου, και ότι θα επέστρεφε για να μας βρει. Στις νυχτερινές μας προσπάθειες, από όπου περνούσαμε, σημάδευα κάποια δέντρα για να διευκολύνω την επιστροφή μας στο μεγάλο πλατάνι. Έτσι, καταφέραμε να φτάσουμε σε αυτό, και ώρες αργότερα ήρθε και ο Γιώργος, μαζί με τον χωρικό για τον οποίο μου είχε μιλήσει η Ειρήνη.

          Έφεραν κάποιες προμήθειες. Μας είπαν ότι με κίνδυνο της ζωής τους κατάφεραν να τις βρουν. Οι βάρβαροι λεηλατούσαν όλα τα χωριά της Χίου και έπρεπε να βιαστούμε και να εγκαταλείψουμε τα μέρη στα οποία θα ορμούσαν οι τούρκοι ελπίζοντας να βρουν φυγάδες.

          Φάγαμε λίγο και μετά, με τις οδηγίες του Γιώργου, κατευθυνθήκαμε προς το βουνό. Συναντήσαμε πολλές οικογένειες Ελλήνων που δραπέτευαν για να γλυτώσουν από τις θηριωδίες των δολοφόνων, που όμως, όλοι λέγανε, ήταν πολύ κοντά μας.

          Προχωρούσαμε με πολύ κόπο στα μονοπάτια και τα λεπτά πόδια της νεαρής γυναίκας μου είχαν σχιστεί και ματωθεί από τις πέτρες και τα αγκάθια. Κάναμε στα γρήγορα μια πρόχειρη κατασκευή από ξύλα, εγώ και οι δύο πιστοί άνθρωποί μου, για να μεταφέρουμε έτσι την γυναίκα και τον αδερφό μου.

          Την τρίτη ημέρα αυτής της πολύ επίπονης πορείας, φθάσαμε σε ένα φαράγγι όπου ανακαλύψαμε μία σπηλιά αρκετά μεγάλη, της οποίας η είσοδος ήταν κρυμμένη από αγριοσυκιές. Κρυφτήκαμε όλοι εκεί, και ένα πρωί ένας νεαρός πατέρας μας είπε ότι είχε αντιληφθεί πως ορδές τούρκων κατέβαιναν στην κοιλάδα. Οι προμήθειές μας τελείωναν, και ο Γιώργος ήθελε να πάει να βρει νέες προμήθειες. Έφυγε μόνος του. Πίστευε ότι μπορούσε να φτάσει σε ένα από τα Μαστιχο-χώρια και μετά να επιστρέψει σε μας. Ο δύσμοιρος άτυχος! Με μεγάλο πόνο, μετά από έξι ημέρες οδυνηρής αναμονής, καταλάβαμε ότι δεν θα επιστρέψει ποτέ. Πρέπει να χάθηκε ή να τον σκότωσαν…

          Οι βάρβαροι πήγαιναν παντού, σε όλα τα βουνά του νησιού, ψάχνοντας για θύματα. Ακούγαμε τις βαρβαρικές κραυγές, όμοιες με βρυχηθμούς άγριων ζώων που κατοικούν στις ερήμους της Λιβύης. Δεν μπορέσαμε να τους αποφύγουμε, εμφανίστηκαν καμιά εικοσαριά στην είσοδο της σπηλιάς, και ο ένας από αυτούς προσπάθησε να μπει μέσα. Μας είδε και φώναξε τους συντρόφους του. Άκουσα τις πιστολιές τους. Καταλαβαίνοντας ότι θα με ανακάλυπταν οι Τούρκοι και θα μου άρπαζαν την Ειρήνη μου, δεν είχα παρά να συμβουλευτώ την απελπισία μου. Βγήκα από την σπηλιά μαζί με τον έμπιστο χωρικό που μου είχε φέρει ο Γιώργος.

          Κυνηγήσαμε τους δειλούς δολοφόνους που έφυγαν για να επιστρέψουν ακόμα περισσότεροι. Γεμάτος ιδρώτα και αίμα, υπερασπιζόμουν την είσοδο της σπηλιάς, κλείνοντας εκεί μέσα την αγαπημένη μου σύζυγο και τον μικρό μου αδερφό. Ήθελα να δώσω και την ζωή μου για να προστατεύσω την αθωότητά τους.

          Αλλά, η Ειρήνη, βλέποντας ότι με είχαν περικυκλώσει και ότι ήταν έτοιμοι να μου πάρουν το κεφάλι, βγήκε μπροστά για να τους καταδιώξει κι ας ήταν αδύνατη. Πυροβόλησαν το χέρι της, αυτό το καταπληκτικά λευκό χέρι που δεν μπόρεσε να σταματήσει τους βαρβάρους, αυτό το χέρι που ήταν πλασμένο για αγάπη. Το αίμα της έπεσε πάνω μου. Έβγαλε μια δυνατή κραυγή κι άρχισε να πέφτει… Δεν είχα πια άλλη δύναμη, παρά μόνο τόση, όση για να την αγκαλιάσω και να σκουπίσω το πολύτιμο αίμα της. Οι τούρκοι, μην βρίσκοντας πια άλλη αντίσταση, έπεσαν πάνω στον χωρικό και τον χτύπησαν. Οι πληγές του ήταν θανατηφόρες. Εμάς, μας πήραν ομήρους.

 

          Δεν θα σας απεικονίσω, ω ευαίσθητη Μαυρογένους, τον πόνο μου, την απελπισία μου, ούτε την οργή μου. Δεν θα σας διηγηθώ πόσο ανυπόφορα βασανίστηκε η δυστυχισμένη μου γυναίκα. Οι βάρβαροι αφού την βασάνισαν, λίγες φροντίδες της παρείχαν κατόπιν, γιατί ήταν όμορφη… την επομένη, μας χώρισαν… Μου άρπαξαν και τον αδερφό μου. Η μοίρα τους ήταν να τους παραδώσουν στους Εβραίους, οι οποίοι στην συνέχεια θα τους πουλούσαν στην φοβερή αγορά της Σμύρνης. Εγώ, που ήμουν γυμνός και καλυμμένος με κουρέλια, οδηγήθηκα πίσω στην Χίο. Η τρομακτική κατάσταση στην οποία βρισκόμουν, με είχε κάνει ηλίθιο. Με έσερναν σε δρόμους γεμάτους με πτώματα, έβλεπα στις πόρτες των σπιτιών αίματα, περπατούσα στους δρόμους με κομμένη την ανάσα, και ήταν σαν αυτή η φρικτή εικόνα να μην μπορεί να επηρεάσει πια την ψυχή μου που είχε εκμηδενιστεί από τον πόνο.

          Με έβαλαν σε ένα πλοίο γεμάτο με Έλληνες, προορισμός των οποίων ήταν να πουληθούν στους βαρβάρους. Τα κουπιά δεν μπορούσαν να κουνηθούν, τόσο γεμάτο ήταν το λιμάνι από τα νεκρά κορμιά των δυστυχισμένων Χιωτών που είχαν εκτελεστεί από τους οθωμανούς. Κι όταν ακόμα ξεκίνησε το πλοίο, αναγκαστικά σταματούσε πολλές φορές από τα πτώματα που επέπλεαν στην επιφάνεια της θάλασσας…

          Αλίμονο! Θα ήθελα να σας απαλλάξω από αυτές τις φρικιαστικές λεπτομέρειες, αλλά οφείλω να τις επαναλάβω, ώστε αιώνια κατάρα να πέσει πάνω στο όνομα των τούρκων.

          Με έδεσαν μαζί με άλλους άτυχους συμπατριώτες μου. Το καταραμένο πλοίο ξανοίχτηκε τελικά, και πέρασε προς ντροπή των Χριστιανών, μπροστά από πολεμικά πλοία που ανήκαν σε κυβερνήσεις, οι οποίες με χαρά είχαν καταργήσει το δουλεμπόριο των μαύρων, αλλά αυτές οι ίδιες επέτρεπαν με επιείκεια το δουλεμπόριο των λευκών Ελλήνων.

          Παραδόθηκα ανεμπόδιστα στον πόνο μου. Σαν μικρό παιδί είχα αφεθεί στην απελπισία. Ήθελα να πεθάνω, να αυτοκτονήσω. Αλλά, η Χριστιανική πίστη, πηγή ελπίδας και ζωής, κατάφερε τελικά να με παρηγορήσει. Ένας Έλληνας παπάς, αλυσοδεμένος κι αυτός δίπλα μου, μου είπε λόγια του Ευαγγελίου. Ακούγοντάς τον, ένοιωσα να ξαλαφρώνω και να εμπιστεύομαι τον Θεό, και ο Θεός δεν άργησε να μου αποδείξει ότι δεν είναι μάταιη η ελπίδα σε Αυτόν: Στο ύψος της Σύρου, ένα κανόνι, φιλικό και εκδικητικό, ακούστηκε, το πλοίο μας αιχμαλωτίστηκε από δύο υδραίικα πλοία, και τα πληρώματά τους τιμώρησαν αυτούς που με τα εγκλήματά τους μας είχαν προκαλέσει τόσο πόνο. Μας απελευθέρωσαν.

          Ελεύθερος, αλλά καθόλου ευτυχισμένος, πήγα στην Ύδρα.

          Για δύο μήνες κούραζα τους γύρω μου με τις ερωτήσεις και τα παράπονά μου, μίλησα με όλους όσοι βρίσκονταν στα πλοία. Τους ρωτούσα αν ήξεραν τι απέγινε με τις γυναίκες της Χίου που είχαν αιχμαλωτιστεί, αν ήξεραν κάτι για τα πλοία που τις μετέφεραν, για τους τόπους που τις πήγαν και πού πουλήθηκαν.

          Έψαχνα να μάθω νέα για την άτυχη Ειρήνη μου, παντού. Τελικά, στο ναυαρχείο της Ύδρας ήρθε η πληροφορία ότι ένα πλοίο με 500 γυναίκες βαρύτατα τραυματισμένες βρισκόταν στο λιμάνι της Κορίνθου. Έλεγαν ότι οι Τούρκοι είχαν απελπιστεί, δεν μπορούσαν να τις πουλήσουν ως σκλάβες γιατί τις είχαν ακρωτηριάσει και δεν τις ήθελε κανείς. Τις παράτησαν λοιπόν κάπου στις ακτές της Χίου, όπου τις βρήκε και την φροντίδα τους ανέλαβε ένα ελληνικό πλοίο.

          Μια αχτίδα ελπίδας με έκανε να βγω από τον επώδυνο κατεστραμμένο κόσμο μου. Επιβιβάστηκα για Κόρινθο, έφθασα εκεί, έτρεξα να επισκεφτώ τις δυστυχισμένες Ελληνίδες, που ήταν χτυπημένες στο κεφάλι, στο στήθος, σε πολλά μέλη του σώματός τους, τα χέρια τους ήταν κρεμασμένα σε κουρέλια…

          Ω δίκαιε ουρανέ, ανάμεσα σε αυτές τις τελευταίες, ξεχώρισα την Ειρήνη μου, κάτωχρη, χτυπημένη, και σχεδόν αγνώριστη: το βλέμμα της ήταν σβησμένο, τα μάγουλά της ρουφηγμένα, τα χαρακτηριστικά της κλαμένα. Βιάστηκα να πάω κοντά της, αλλά μετά σταμάτησα, έτρεμα, δεν τολμούσα…

          Η Ειρήνη με αναγνώρισε, μου έτεινε το χέρι που της είχε απομείνει, και μου είπε ικανοποιημένη, «έλα Ευδόξιε, πλησίασε, μην τρέμεις. Δεν με λέρωσαν… Με είχαν τόσο πολύ χτυπήσει και πονούσα, το σώμα μου ήταν σε τέτοια βαθμό διάλυσης, που οι βάρβαροι δεν δοκίμασαν να με ατιμάσουν. Από τα ίδια τους τα χτυπήματα, γλύτωσα αυτήν την ντροπή του ατιμασμού. Αγκάλιασε την γυναίκα σου, είναι αγνή και πιστή σε σένα».

          Λιγότερο δυστυχισμένος, έβγαλα αποφασιστικά την τρυφερή μου γυναίκα από αυτόν τον τόπο της μιζέριας, και της πρόσφερα τις αναγκαίες φροντίδες στο πλοίο μου και ήρθα ξανά στην Ύδρα, όπου οι γενναιόδωροι αδερφοί μας μάς πρόσφεραν μεγάλη βοήθεια.

          Λυπόμαστε αφάνταστα γιατί χάσαμε τα πάντα, όλη μας την περιουσία, μα πιο πολύ πονούσαμε γιατί χάσαμε τους γονείς μας, και αφόρητα τρέμαμε για την μοίρα του ευαίσθητου παιδιού μας που ήταν μαζί μας όταν δραπετεύαμε, αλλά τελικά δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει της καταστροφής μαζί με πολλούς άλλους Έλληνες». 

Η μαρτυρία του υπάρχει στο βιβλίο (μετάφραση από το έργο του Γάλλου Ζινουβιέ): 

Μαντώ Μαυρογένους - Η ανέσπερη Αντιστράτηγος του 1821

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου