Μακεδονομάχος Αντώνης Ζώης: Ο δεύτερος επικείμενος και τραγικός θάνατός του


21/11/2022

Το όνομα που είχα όσο ζούσα στην Μακεδονία ήταν Αντώνης. Αντώνης Ζώης. 

Για πολλά χρόνια και μέχρι πρόσφατα, αιωρούμουν ανάμεσα στον ουράνιο θόλο και την πλάση την μακεδονική, αιωρούμουν και ρουφούσα άπληστα και νοσταλγούσα με κάποια ζήλια - τ΄ ομολογώ- 

τα βουνά, ήθελα να τα ξαναπατήσω, τα λιβάδια, ήθελα να κυλιστώ πάνω τους, τα ποτάμια, ήθελα να νοιώσω τα γάργαρα νερά τους να με τυλίγουν. 

Ήθελα να περπατήσω στα χωριά, να πιω καφέ με τους Έλληνες μου, να καπνίσω ένα τσιγάρο αγναντεύοντας το σούρουπο, όσο αυτό κατεβαίνει στην λίμνη και χρωματίζει μαγικά τα νερά και τους θάμνους γύρω τους. 

Ήθελα να πιω το βράδυ ένα κρασί στο ταβερνείο και να συλλογιέμαι την λυγερόκορμη που είδα το μεσημέρι στην πλατεία με το μεγάλο πλατάνι. Ήθελα να πάω στους γονείς της και να ζητήσω το χέρι της για ν΄ αποθέσω μέσα σ΄ αυτό την καρδιά μου. Ήθελα να κάνουμε πολλά παιδιά, να τα αποθέσουμε αυτά στην αγκαλιά της Μακεδονίας μας. 

Όσο αιωρούμουν ήθελα πράγματα που δεν θα μπορούσα πια να αποκτήσω, γιατί δεν ήμουν γήινος. Αλλά, μέχρι πρόσφατα, δεν στεναχωριόμουν, γιατί η Μακεδονία ήταν λεύτερη, κι ας είχε πολλά προβλήματα, κι ας την χτυπούσαν ακόμα πισώπλατα και ύπουλα οι σλάβοι. Ήμουνα βέβαιος ότι οι Έλληνες θα τιμούσαν τα σκοτωμένα κορμιά των Μακεδονομάχων, αυτά τα κορμιά που ακόμα και νεκρά τα ατίμαζαν Τούρκοι και Βούλγαροι. 

 Ποτέ δεν περίμενα ότι νεκρός που ήμουν, θα πικραινόμουν τόσο πολύ. Αν ήμουν γήινος, πάλι θα έβαζα τραγικό τέλος στην ζωή μου, γιατί δεν θα άντεχα την ντροπή της νεοελληνικής τυχάρπαστης, ιστορικά ανεύθυνης και μελλοντικά εγκληματικής συμπεριφοράς. 

Εγώ που είχα γεννηθεί σ΄ εκείνο το μακρινό έτος, το 1869, στο Μοναστήρι, έπρεπε να καταπιώ το πικρό φαρμάκι πως ο γενέθλιος τόπος μου έπαψε να είναι ελληνικός. Αλλά έκανα κουράγιο και συνέχισα να αιωρούμαι, γιατί ακόμα οι Έλληνες είχαν καρδιά που μάτωνε για τα εθνικά θέματα. 

Ποιος ήμουν εγώ που έκρινα τα πεπραγμένα; Έλεγα στον εαυτό μου κι έκανα κουράγιο. Όσο αιωρούμουν, σκεφτόμουν τι είχα κάνει για την πατρίδα, κι αν θα μπορούσα να είχα κάνει περισσότερα. 

Στις 17 Απριλίου του 1903 οι Βούλγαροι που αρχικά φάνηκε ότι ήθελαν να συνεργαστούν με τους Έλληνες για να εκδιωχθούν οι Τούρκοι, αλλά μετά έγιναν ίδιοι με τους οθωμανούς και θέλανε να κλέψουνε την ελληνική μακεδονική γη, αυτοί οι Βούλγαροι λοιπόν ανατίναξαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το γαλλικής σημαίας ατμόπλοιο "Γκουανταλκιβίρ". Τότε, οργίασαν οι Τούρκοι και εξαπέλυσαν ένα πρωτόγνωρο μίσος κατά των Ελλήνων χριστιανών. Ήρθαν, βαστώντας μαχαίρια, και καταπάνω μου. Κατάφερα να ξεφύγω, να κρυφτώ. Αλλά, μέσα σε λίγες ημέρες, κατάλαβα ότι οι Βούλγαροι θέλανε την μακεδονική γη δική τους και γι΄ αυτό, με κάθε βίαιο και αθέμιτο τρόπο, προσπαθούσαν να εκβουλγαρίσουν τους Έλληνες χριστιανούς, οι οποίοι ήταν εμπόδιο στα σχέδια τους. Συνειδητοποίησα λοιπόν, όπως και όλοι οι Έλληνες, ότι καμία συνεργασία δεν πρέπει να γίνει με τους Βούλγαρους, καμία απολύτως. 

 Το 1904 βρέθηκα να υπηρετώ στο σώμα του γιατρού Κωνσταντίνου Μιχαήλ "Μόναχου" στην Εθνική Επιτροπή Μοναστηρίου. Σκοπός μας ήταν να οργανωθούν ένοπλα οι Έλληνες της περιοχής. Ο αρχηγός μας τα κατάφερε και πολλοί οπλίτες μπήκαν στο σώμα του. Όλοι μαζί θέλαμε να προστατεύουμε τους Έλληνες από τις βιαιοπραγίες Τούρκων και Βουλγάρων. 

Έβαλα κι εγώ το λιθαράκι μου στον αγώνα αυτό. Έναν χρόνο μετά, το 1905, συνεργάστηκα με τον αξιωματικό Χρήστο Τσολακόπουλο και μετά με τον αντικαταστάτη του τον Δημήτριο Βαρδή. 

Οι αγώνες που δίναμε δεν ήταν βέβαια αναίμακτοι. Τραυματίστηκα κι εγώ, κι αναγκαστικά κατέφυγα στην Αθήνα για νοσηλεία. 

Όπως όλοι οι Μακεδονομάχοι, έτσι κι εγώ, δεν μπορούσα να μείνω μακριά από την ιερή μακεδονική γη. Έπρεπε να επιστρέψω εκεί. Το 1906 συνεργάστηκα με τον οπλαρχηγό Λάζαρο Βαρζή τον Κοζανίτη κι ακολούθως με τον Βασίλη Παπά και τον Δημήτρη Παπαβιέρο. Μέχρι το 1908, δόθηκαν πολλές μάχες, μικρές και μεγάλες, βουτηγμένες στον ιδρώτα και στο αίμα, και στην αγωνία για την τύχη της πατρίδας μας. 

Όταν επαναστάτησαν οι Νεότουρκοι, τότε έπρεπε να παρακολουθώ τις κινήσεις και των Τούρκων και των Βούλγαρων κομιτατζήδων. Η κατάσταση στο Μοναστήρι και στην ευρύτερη περιοχή ήταν δύσκολη, φοβερά δύσκολη, και τίποτα από όσα κάναμε δεν ήταν αρκετό για να ησυχάσει επιτέλους ο Ελληνισμός. 

Τελικά, μάθαμε ότι οι Τούρκοι σχεδίαζαν να με δολοφονήσουν. Εκ των πραγμάτων, φυγαδεύτηκα στην Αμερική. Πόνος βαθύς στο στήθος, μα νεκρός δεν θα πρόσφερα τίποτα στην Μακεδονία μας. Ακολούθησα λοιπόν την πορεία που μου χάραξε η μοίρα. Αλλά, με το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου επέστρεψα. Δεν γινότανε διαφορετικά, αφού μέσα στο μυαλό μου κυριαρχούσε η ανάγκης της Λευτεριάς του έθνους μας. 

Αξιώθηκα να ελευθερώσω το Μορίχοβο από τους Τούρκους, το 1912 και να υψώσω την Ελληνική μας Σημαία εν ονόματι του βασιλέως Γεωργίου. Δυστυχώς, αργότερα κατάπια κι άλλο φαρμάκι, αφού κι αυτός ο τόπος χάθηκε για τον Ελληνισμό. Αλλά, άντεχα ακόμα, όσο αιωρούμουν, γιατί άντεχαν και οι Νεοέλληνες, άντεχαν έχοντας ψηλά την Ελληνική Σημαία. 

 Πριν ακόμα αρχίσω να αιωρούμαι στον μακεδονικό ουρανό, κι αφού είχαν τελειώσει οι πόλεμοι, βρέθηκα ως παιδονόμος στην Φλώρινα. Όμως, τα γηρατειά άφηναν χρόνο με τον χρόνο το βάρος τους στην πλάτη μου, και οι βιαιότητες των Τούρκων και των Βουλγάρων δεν έλεγαν να ξεθωριάσουν στην μνήμη μου, δεν έλεγαν να αφήσουν την καρδιά μου να ηρεμήσει. Τουλάχιστον, σκεφτόμουν ο δόλιος, είχαμε ελευθερωθεί, η Μακεδονία μπορούσε να ανασάνει, μια και η τουρκική και βουλγαρική μπόχα είχε απομακρυνθεί. 

Κι έπειτα ξέσπασε ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος του 1940. Η καρδιά μου πέτρωσε, γιατί πια το γέρικο κορμί μου δεν με υπάκουε, δεν θα μπορούσα να πολεμήσω τον νέο εχθρό. Η φρίκη της ανημποριάς μου ήταν ασύνορη, με δηλητηρίαζε. Πώς θα μπορούσα να παρακολουθώ αμέτοχος τα δραματικά πολεμικά γεγονότα; Πώς; 

Όταν τον Απρίλιο του 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Φλώρινα, μίσησα το ανήμπορο, άρρωστο και γέρικο κορμί μου. Ήταν άχρηστο, καμία ωφέλεια για την πατρίδα. Έτσι, έβαλα τέλος στην ζωή μου. Γιατί η νέα σκλαβιά ήταν ένας εφιάλτης που δεν άντεχε ούτε μυαλό μου ούτε η καρδιά μου. 

Νεκρός πια για τους γήινους Έλληνες, ανέβηκα προς τον ουρανό, κι από εύνοια του Θεού ή της παράξενης ελληνικής μοίρας, δεν χάθηκα στην ανυπαρξία, αλλά άρχισα να αιωρούμαι μεταξύ του αιθέρα και της Μακεδονίας. 

Μέχρι πρόσφατα, όσο αιωρούμουν και παρακολουθούσα τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, ένοιωθα να με πλημμυρίζουν κύματα-κύματα αισιοδοξίας κι απελπισίας, φωτός και σκότους, χαράς και στεναχώριας. Πάντα, μέχρι πρόσφατα, ακόμα κι όταν όλα φαίνονταν να καταστρέφονται από τις πράξεις των Νεοελλήνων, εμφανίζονταν κάποιοι πατριώτες κι έσωναν ό,τι μπορούσε να σωθεί. 

Έτσι ήμουν κυριευμένος από την αυταπάτη ότι αυτή η κατάσταση θα συνεχιζόταν. Ω τι τραγική που ήταν αυτή η αυταπάτη! Γιατί, όταν ο γήινος χρόνος σήμανε το 2018, την Ελλάδα βρέθηκαν να την κυβερνούν πολιτικάντηδες που υιοθέτησαν την ύπουλη κομιτατζίδικη συμπεριφορά. Και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, αυτοί οι πολιτικάντηδες έβαλαν την υπογραφή τους σε χαρτί που έδινε το δικαίωμα στους σλάβους να καταχραστούν το όνομα και την ιστορία της Μακεδονίας μας, τα εδάφη της οποίας σκεπάζουν αμέτρητα κορμιά ηρώων Μακεδονομάχων. 

Έχω φέρει το πιστόλι στον κρόταφό μου, εγώ, ο Αντώνης Ζώης, κι ετοιμάζομαι, ξανά, να βάλω τέλος στην ζωή μου. Το επικείμενο, δεύτερο, τραγικό τέλος μου είναι κοντά. Γιατί δεν μπορώ πια να αιωρούμαι, βλέποντας την Μακεδονία να χάνεται και τους Έλληνες να αποδέχονται χωρίς αντίσταση τέτοια εθνική απώλεια. Δεν αντέχω, δεν αντέχω... 

Νίκη Μάρκου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου