Ιωάννης Καποδίστριας: Η ημέρα που γεννήθηκε ο άχραντος Κυβερνήτης της Ελλάδας

 
11/2/2023

Πρώτος επίγειος χειμώνας

          Ο δάσκαλος περπατούσε με γοργό βήμα στης Ελλάδος τους δρόμους, κι αν κάποιος τον έβλεπε, θα νόμιζε ότι ήταν χορευτής! Το μαυροντυμένο του κορμί φάνταζε πολύ αδύνατο, από το καπελάκι του ξεπετάγονταν ατημέλητα άσπρα μαλλιά και η λευκή γενειάδα έκρυβε το σαγόνι του. Αυτό που συμβόλιζε την νιότη του την αθάνατη, ήταν τα μάτια του που θεϊκά ήταν ντυμένα με το γαλάζιο του ελληνικού ουρανού.

          Ο δάσκαλος ήταν αεικίνητος μέσα στο περιβάλλον, αλλά και μέσα στον χρόνο. Έτσι, δεν τον έβλεπε εύκολα μάτι ανθρώπου, παρά μόνο εκείνου που ήταν ορισμένος για παράξενα και υψηλά κατορθώματα που είχαν ως τίμημα, τις περισσότερες φορές, την ίδια του την θνητή ζωή!

 

          Αυτός λοιπόν ο δάσκαλος γοργοπήγαινε σε κατεστραμμένους δρόμους και προσπερνούσε εγκαταλελειμμένα σπίτια, μέχρι που έφτασε στον προορισμό του. Μπροστά σε ένα οίκημα κοντοστάθηκε, αναστέναξε βαθιά και άνοιξε την πόρτα. Δεν άργησε να βρεθεί στο δωμάτιο-γραφείο που φιλοξενούσε τον άνθρωπο που ήθελε να δει.

          Κάθισε στην καρέκλα, αντίκρυ από τον Ιωάννη, κι έπλεξε τα χέρια του μπροστά στο στήθος. Για λίγα λεπτά άφησε την σιωπή να τους συντροφέψει, τόσα όσα χρειαζόταν ο θνητός φίλος του για να συνειδητοποιήσει πως είχε έναν απρόσμενο, και ασυνήθιστο, επισκέπτη.

          «Μπορώ να σε βοηθήσω; Για να ΄ρθεις να με βρεις, κάτι θα θέλεις από μένα», ακούστηκε η βαθιά ελληνική φωνή του Ιωάννη. Το βλέμμα του μαρτυρούσε θλίψη.

          «Όλο και κάτι θα θέλω, για να βρεθώ κοντά σου! Μα, ίσως κι εσύ κάτι να χρειάζεσαι από μένα», είπε ο δάσκαλος, κοιτάζοντας τον Έλληνα με θάρρος. «Εξάλλου, με κάλεσες, παιδί μου! Χρειάζεσαι μια βοήθεια, ίσως κάποιον δάσκαλο, σαν εμένα, για να σου θυμίσει ποιος είσαι και γιατί βρίσκεσαι εδώ».

          Ο Ιωάννης με τρανή απορία ανταπέδωσε το βλέμμα του αγνώστου. Και τότε, εκεί μέσα, διάβασε ένα σημάδι της μοίρας. Ο δάσκαλος αυτός στην πραγματικότητα δεν ήταν άγνωστος, ήταν αυτός που είχε ανάγκη για να του πει ξανά την ιστορία της ζωής του. Έπρεπε, με κάποιο τρόπο, να καταλάβει τον εαυτό του, κι ίσως έτσι κατάφερνε να καταλάβει την πηγή της αστείρευτης ανάγκης του να υπηρετήσει το ελληνικό έθνος, μια ανάγκη που, το ήξερε, θα είχε δραματικές συνέπειες για την ίδια του την ζωή.

          Έγειρε πίσω στην καρέκλα το κορμί του, χαμογέλασε κι άφησε την ευωδιά από την παρουσία του δασκάλου να τον τυλίξει στο προστατευτικό κουκούλι της.

          «Είμαι θλιμμένος με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα μας, μα έχω ελπίδα πως θα καταφέρω να διορθώσω πολλά! Αν μου δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος».

          «Δεν πρέπει να αφεθείς στον φαύλο κύκλο που δημιουργεί η θλίψη και η ελπίδα, η καταστροφή και η ανάγκη για ανοικοδόμηση! Η Επανάσταση ξεκίνησε πριν λίγα χρόνια, οι ήρωες πολέμησαν και πολεμούν ακόμα, οι τούρκοι βρήκαν καινούριους συμμάχους και θέλουν να υποδουλώσουν εκ νέου τα εδάφη μας. Οι Έλληνες, αδέλφια μεταξύ τους, αλληλοφαγώνονται και δεν βλέπουν ότι οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι! Κι εσύ, βρέθηκες στον σωστό χρόνο, στον τόπο μας, για να βοηθήσεις το έθνος. Μην αφήσεις την θλίψη να σε κυνηγήσει μακριά από τον τόπο μας! Δεν γεννήθηκες τυχαία Έλληνας! Κι αφού σου το είπα αυτό, οφείλω να σου θυμίσω ποιος είσαι…»

          Ο Καποδίστριας δεν ήξερε αν η πρόθεση του δασκάλου να του μιλήσει για τον ίδιο, θα τον βοηθούσε όντως, αλλά δεν εξέφρασε τις αμφιβολίες του. Από σεβασμό, αλλά και μια μικρή περιέργεια. Πώς θα τον παρουσίαζε ένας άλλος;

          «Χειμώνας ήταν. Δέκατη ημέρα του Φλεβάρη του 1776, όταν γεννήθηκες. Ο πρώτος επίγειος χειμώνας σου. Σε ένα αρχοντικό στην Κέρκυρα. Είσαι παιδί του Αντωνίου-Μαρία που καταγόταν από ευγενική οικογένεια, μάλιστα σε κάποιον πρόγονό του είχε δοθεί και ο τίτλος του κόμη από τον Δούκα Σαβοΐας Κάρολο Εμμανουήλ Β΄. Ο τίτλος, σύμφωνα με τους κανόνες, εισήχθη το 1679 στην “Χρυσή Βίβλο” (Libro dOro) της Κέρκυρας. Και η οικογένεια της μητέρας σου, της Αδαμαντίας Γονέμη, ήταν εγγεγραμμένη ήδη από το 1606 στην “Χρυσή Βίβλο”. Και η Κύπρος κυλούσε στο αίμα της μητέρας σου, ακριβώς όπως κυλούσε μέσα της και η αγάπη της για τα παιδιά. Έκανε πολλά παιδιά η Αδαμαντία, εσύ είσαι το έκτο της παιδί. Τα αγόρια, ο Γιάννης, ο Βιάρος και ο Αυγουστίνος, που ασχολήθηκαν, όπως κι εσύ, με τα πολιτικά πράγματα, και ο Γιώργος που δεν ενεπλάκη στην πολιτική. Επίσης είχες δύο αδερφές που επέλεξαν τον δρόμο του μοναχισμού.

          Οι γονείς σου πίστευαν στον Θεό και στην Πατρίδα, αξίες που έδωσαν σε όλα τα παιδιά τους. Έτσι λοιπόν γεννήθηκες και μεγάλωσες μέσα σε ένα περιβάλλον που σε πότισε με τον σεβασμό στο θείο και με τις ιερές αξίες του έθνους.

          Μεγάλωσες σε αρχοντικό σπίτι. Στεκόσουν στα παράθυρα, μικρό παιδί ακόμα, κι αγνάντευες το Ιόνιο Πέλαγος. Τα μάτια σου λαχταρούσαν να δουν στο βάθος του πελάγους τις ακτές της Θεσπρωτίας και της Βορείου Ηπείρου. Έβλεπες, όλα όσα οι άλλοι προσπερνούσαν μέσα στην βιασύνη τους. Έβλεπες και με τα μάτια και με την ψυχή. Από τότε ακόμα, από τα μικράτα σου, τα προστάγματα της ψυχής σου ενώθηκαν γερά με τις ανάγκες σου για μάθηση.

          Ναι, μεγάλωσες σε αρχοντικό σπίτι. Και ίππευες κιόλας. Και ίσως τότε που έπεσες από το άλογο, που αφήνιασε και έτρεχε ανεξέλεγκτο, και σε έσερνε ανήμπορο, ίσως τότε να συνειδητοποίησες ότι η ζωή είναι μικρή και κρέμεται από μια κλωστή, την οποία κρατάει ο Θεός. Όταν παρενέβη ο ιερέας της Μονής Πλατυτέρας στην τρελή πορεία του αλόγου, σώζοντάς σε, τότε όλοι μίλησαν για θαύμα. Ίσως τότε εσύ να ένοιωσες στα κατάβαθα σου το θαύμα, και γι΄ αυτό ποτέ δεν έπαψες τις σχέσεις σου με τον Θεό και με την Μονή…

          Ναι, μεγάλωσες σε αρχοντικό σπίτι, αλλά δεν έγινες κακομαθημένος εγωιστής ούτε υλιστής. Έγινες άνθρωπος με αξίες και ιδανικά.

          Όταν, λοιπόν, μέσα στην ψυχή και στο πνεύμα ενός ανθρώπου υπάρχει η πίστη στον Θεό, η αγάπη για την πατρίδα και η λαχτάρα για γνώση, κι αυτός έτσι μεγαλώνει, σπουδάζει και ανδρώνεται, τότε γίνεται εκλεκτός. Ο εκλεκτός, όμως, δεν έχει συνηθισμένη ζωή, αφού η μοίρα ρίχνει στις πλάτες του και τις ευθύνες για την ζωή συνανθρώπων του.

          Η πορεία του εκλεκτού είναι ανηφορική και μοναχική, τα προσωπικά του θέλω υποχωρούν, όταν οι άλλοι κινδυνεύουν».

          Και το τέλος του εκλεκτού μπορεί να είναι τραγικό, σκέφτηκε ο δάσκαλος, μα αυτή την γνώση δεν την μαρτύρησε στον Ιωάννη.

          «Δεν είμαι εκλεκτός. Είμαι ένας Έλληνας που δεν μπορεί να νοιώσει καμία ευτυχία, όταν ο λαός υποφέρει τα πάνδεινα. Και αφού ο Θεός με ευλόγησε με κάποιες δυνατότητες, θέλω αυτές να τις θέσω υπέρ του λαού μου. Αλλιώς θα είμαι καταραμένος» είπε ο Ιωάννης, σηκώθηκε και βγήκε από το γραφείο, αφήνοντας πίσω τον δάσκαλο, ο οποίος καθόλου δεν ενοχλήθηκε από το φευγιό του. Γιατί ήξερε ότι, όπου και αν πήγαινε ο Ιωάννης, θα τον άκουγε. Συνέχισε λοιπόν να μιλά για την ζωή του Καποδίστρια, θαρρείς και κουβέντιαζε με κάποιον φίλο του.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Ιωάννης Καποδίστριας - Ο άχραντος Κυβερνήτης της Ελλάδος - Ποιοι τον σκότωσαν τελικά; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου