Ο αδερφός του Ησιόδου, ο Πέρσης, τον οποίο "κουβαλούμε" μέσα μας, καταστρέφει αργά και σταθερά το έθνος μας

 

 17/10/2023

Ησίοδος, κάπου, κάποτε έχουμε ακούσει το όνομά του. Ήταν αρχαίος Έλληνας ποιητής και ραψωδός, δεύτερος σε σειρά σπουδαιότητας μετά τον Όμηρο, γεννημένος στην Άσκρη της Βοιωτίας. Άραγε, γιατί σήμερα να ασχοληθούμε μαζί του;

Γιατί όσα έζησε και με όσα βασανίστηκε στην ζωή του, αντικατοπτρίζουν την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Τι έπαθε λοιπόν ο Ησίοδος, και πώς αυτό μάς αφορά;

Όταν πέθανε ο πατέρας του Ησίοδου, ο αδερφός του ο Πέρσης θέλησε να αρπάξει ολόκληρη την περιουσία του. Οι δυο τους βρεθήκανε μπροστά στους 7 άρχοντες-δικαστές για να λύσουνε τις διαφορές τους σχετικά με την πατρική κληρονομιά. Ωστόσο, αυτοί οι δικαστές δεν ήταν αμερόληπτοι. 

Ο Πέρσης τούς δωροδόκησε και πήρε το μεγαλύτερο μερίδιο της περιουσίας. Δεν ήταν όμως άνθρωπος δουλευταράς που θα αξιοποιούσε την πατρική κληρονομιά, αλλά, αντίθετα, αγαπούσε την καλοπέραση και την τεμπελιά. Επιπλέον, ήξερε ότι το σύστημα εξουσίας της εποχής του, διεφθαρμένο καθώς ήταν, θα τον εξυπηρετούσε ξανά, σε περίπτωση ανάγκης. 

Ο κακός αδερφός, ο Πέρσης, κατέφαγε την περιουσία του και αποφάσισε ότι θέλει και την υπόλοιπη περιουσία, αυτή δηλαδή του αδερφού του. Απειλούσε λοιπόν τον Ησίοδο με νέες δίκες. 

Ο Ησίοδος ήταν φρικτά απογοητευμένος με την κακία και απληστία του αδερφού του. Ήταν τότε που έγραψε το ποίημα Έργα και Ημέραι, στο οποίο, μετά την επίκληση των Μουσών, απευθύνει τον λόγο στον Πέρση, σε μια προσπάθεια να τον αποτρέψει από την μανία του για δίκες και να του υπενθυμίσει ότι με την εργασία αυξάνονται τα καλά κέρδη, ενώ χωρίς ιδρώτα κανένα αγαθό δεν δίνουν οι θεοί στον άνθρωπο. Κατέληξε στο περίφημο ρητό: Έργον δ΄ ουδέν όνειδος, αεργίη δε τ΄ όνειδος, δηλαδή, η δουλειά δεν είναι ντροπή, ντροπή είναι η τεμπελιά. 

Ένα ρητό τεράστιας σημασίας, για όλους τους ανθρώπους, σε όποια εποχή και σε όποια κοινωνία και αν ζουν. 

Δεν έχουν αξία όσα πρεσβεύει η αριστοκρατική τάξη, σύμφωνα με τον Ησίοδο. Οι δικαστές δεν είναι αμερόληπτοι. Η διαφθορά είναι παντού απλωμένη. Ενώ, η μεγαλύτερη αρετή είναι η εργασία, που στην εποχή του ποιητή είχε αξία μόνο για τους δούλους. 

Σήμερα, στην πατρίδα μας, τι συμβαίνει; Ό,τι και στην εποχή του Ησιόδου! Διαφθορά στο δικαστικό σώμα, αφού οι άνθρωποι που το υπηρετούν, θεωρούν εαυτούς αριστοκράτες και ανώτερους των απλών πολιτών. Για παράδειγμα, όσα χρήματα στερήθηκαν λόγω μνημονίων και οικονομικών δυσκολιών της πατρίδας μας, τα ζητούν αναδρομικά πίσω, ενώ μια τέτοια απόφαση υπέρ των απλών πολιτών δεν έχει ληφθεί ποτέ. Ή, στην περίπτωση εθνικής προδοσίας, όπως στο ζήτημα της Μακεδονίας μας, δεν υψώνουν το ανάστημά τους άνω των πολιτικών εφήμερων αποφάσεων, ώστε να υπηρετήσουν το έθνος. Αντίθετα, μάλιστα, περιθωριοποιούν εκείνους τους Έλληνες που αγωνίζονται για το ιστορικό δίκιο (απέρριψαν τις προσφυγές για την ακύρωση της ψευδο-συμφωνίας των Πρεσπών, και κάθε έλλογος νους αναρωτιέται, γιατί...).

Αναξιοκρατία και οκνηρότητα κυριαρχούν στην καθημερινότητά μας. Πολιτικοί με όλους τους αυλικούς τους, σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας ή δήμων και κοινοτήτων, μπλεγμένοι μέσα σε έναν λαβύρινθο διαπροσωπικών σχέσεων, δεν εργάζονται πραγματικά, αλλά διεκδικούν χρηματικά και κοινωνικής φύσεως έπαθλα, γυρνώντας από τόπο σε τόπο και φτιάχνοντας νέες σχέσεις με εκείνους που βολεύονται μέσω της οκνηρότητας και του ανώδυνου πλουτισμού. 

Οι Νεοέλληνες κουβαλούμε μέσα μας σαν δεύτερη φύση τον αδερφό του Ησιόδου, τον Πέρση. Θέλουμε γρήγορο και εύκολο χρήμα, άνεση και καλοπέραση, χωρίς να μας νοιάζει το κακό που προκαλούμε στους συνανθρώπους μας και ακόμα χειρότερα, στο έθνος μας. 

Η προτροπή του Ησιόδου, να ζούμε με σύνεση, να είμαστε καλοί και ενάρετοι και να μην ζηλεύουμε την αριστοκρατία που δεν θέλει να εργάζεται αλλά θέλει να διαπλέκεται και να ζει καλά, ρημάζοντας την κοινωνία και την πατρίδα, αυτή η προτροπή μάς αφήνει παγερά αδιάφορους. 

Θέλουμε να γίνουμε αριστοκράτες στον μικρόκοσμό μας, νοιώθοντας πως είμαστε ανώτεροι όλων. Κι έτσι, διαπλεκόμαστε με τους ανήθικους όπου μπορούμε, όποτε μπορούμε και για όσο μπορούμε. Ανήθικοι και οι ίδιοι πια, δεν αφήσαμε μέσα στο κεφάλι μας ούτε μια μικρούλα θέση για το έθνος...

Από την Νίκη Μάρκου -Φωτογραφία: Γκυστάβ Μορώ, Ο Ησίοδος και η Μούσα, 1891, Παρίσι, Μουσείο Ορσέ / wikipedia.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου