Ήταν χειμώνας. Το χιόνι είχε σκεπάσει το πάρκο και τις γυμνές μυγδαλιές. Το κρύο τσουχτερό, αλλά τα μικρά σχολιαρόπουλα, όπως κάθε μέρα, σταμάτησαν πρόσχαρα κι αμέριμνα κι έπαιζαν χιονοπόλεμο.
Ο Γιαννάκης έκαμε τον πιο όμορφο χιονάνθρωπο. Φούσκωσαν τα χεράκια του, ξύλιασαν από το κρύο, αλλά τι πείραζε; Η μανούλα του στο σπίτι θα του τα ζέσταινε στην αγκαλιά της.
Σε λίγο άφησε το χιονάνθρωπο μονάχο του στο χιονισμένο πάρκο, πήρε την τσάντα παραμάσχαλα κι έτρεξε στο σπίτι του.
-Μανούλα... μανούλα, φώναξε όπως πάντα, από το δρομάκι. Άνοιξε την πόρτα και... καρφώθηκε τρομαγμένος καταμεσίς στην αυλή. Λύγισαν τα γόνατά του, η φωνή του πνίγηκε κι η καρδιά του πήγε να σπάσει.
-Όχι! Όχι! Δεν μπορεί νάναι αλήθεια αυτό που βλέπω. Όχι!
Το μικρό αδερφάκι του, τ΄ αγαπημένο του μικρό αδερφάκι, άψυχο, πλημμυρισμένο στο αίμα κείτονταν δίπλα στο πηγάδι. Πιο πέρα πεταμένο το πάνινο παιχνιδάκι του, σαν βγαλμένο μάτι πουλιού.
Μαρμάρωσε ο Γιαννάκης! Τα μάτια του θόλωσαν, σκοτείνιασαν, μαύρισαν. Σκοτάδι και μόνο σκοτάδι ολόγυρά του...
-Μανούλα! Πού είσαι, μανούλα μου, και δε σε βλέπω; Πού είσαι και δεν μ΄ ακούς;
Σφαγμένη από το ίδιο δολοφονικό χέρι και η μανούλα του ήταν σωριασμένη στο κατώφλι της πόρτας. Ένα κούφιο κορμί, βουτηγμένο στο αίμα...
-Ποιος τόλμησε αυτό το μεγάλο κακό μανούλα; Ποιος τόλμησε να σε πειράξει; Η μανούλα του όμως δεν απαντούσε. Δεν αποκρίνονται οι νεκροί,
Κι όλο απελπισία ο μικρός Γιαννάκης ξέσχιζε τα χεράκια του, τα χτυπούσε, τα μάτωνε. Να πεθάνει γύρευε, να χαθεί, μια και δεν είχε μανούλα, δεν είχε αδερφάκι, δεν είχε κανέναν.
-Ποιος είσαι; Ποιος είσαι; Φώναξε μέσα στο σπαραχτικό του κλάμα, όμως απόκριση δεν πήρε. Ξεχώρισε μονάχα κακογραμμένα τούτα τα λόγια:
"Αυτά παθαίνουν οι Γραικομάνοι, που στέλνουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο".
Από παρόμοια τραγικά περιστατικά ήταν γεμάτη η ζωή των Ελλήνων στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα. Συχνότατα οι Βούλγαροι κομιτατζήδες επισκέπτονταν τα μακεδονικά χωριά και σκόρπιζαν το πένθος και την οδύνη. Μάθαιναν από τους ανύποπτους χωριανούς ποιος έστελνε τα παιδιά του στο ελληνικό σχολείο κι εκδικούνταν με αυτό το δολοφονικό τρόπο.
Έτσι, τη χειμωνιάτικη εκείνη ημέρα εκδικήθηκαν τη μάνα του Γιαννάκη, γιατί έστελνε το γιο της στο ελληνικό σχολείο, να μάθει γράμματα, να γίνει ένα Ελληνόπουλο καλό, ν΄ αγαπάει την πατρίδα του, τη γλώσσα του την ελληνική και τη θρησκεία του.
Σκότωσαν την άμοιρη Ελληνίδα Φλωρινιώτισσα, σκότωσαν και το δεύτερο μικρό της αγόρι. Ο Γιαννάκης κέρδισε τη ζωή του, γιατί έτυχε να βρίσκεται στο σχολείο...
Πηγή: "Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα" (Διηγήματα), Ιφιγένεια Διδασκάλου (1916-2016)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου