Μοιάζει με θαύμα το γεγονός ότι ο καπετάν Κόρακας και οι τριάντα άντρες του κατάφεραν να περάσουν από την απελευθερωμένη Ελλάδα στην Μακεδονία! Τόσο άγριες οι καιρικές συνθήκες, και τόσο οργισμένος ο Αλιάκμονας, που κανένας θνητός δεν θα κατάφερνε να επιβιώσει! Ωστόσο, οι "ημίθεοι" Μακεδονομάχοι μας κατάφεραν τα ακατόρθωτα!
Ο οπλαρχηγός Κόρακας (Σταυρόπουλος) με τριάντα άντρες πήγαινε για την περιοχή της Καστοριάς.
Την τελευταία νύχτα την πέρασε στο μικρό παραμεθόριο θεσσαλικό χωριό Γάβροβο, χωμένο μέσα στο δάσος. Ο γέρος παπάς του χωριού έψησε δυο κριάρια και τους έδωσε φρέσκο ψωμί και άφθονο τυρί και κρασί. Στάθηκε όλη την ημέρα πλάι τους να τους εξυπηρετεί, να τους ενθαρρύνει, να τους ευλογεί.
Κάποια στιγμή, κοντά στο βράδυ, είπε του Κόρακα ότι καλό θα ήταν να μεταλάβουν τα παλικάρια, "για να έχουν τη χάρη Του". Ο Κόρακας φοβήθηκε μήπως κλονιστεί το ηθικό των αντρών. Μεταλαβαίνουν, συνήθως, όσοι πλησιάζουν να ξεψυχήσουν. Αποφάσισε να μεταλάβει μόνον αυτός, για να κάμει το χατήρι του λαμπρού λευίτη. Μπήκε στην εκκλησία, που τη φώτιζε μια λαμπάδα, με τον οπλισμό και την κάπα του, γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη και πήρε από τα τρεμάμενα χέρια του παπά τη Θεία Μετάληψη. τον είδαν οι άντρες του κι ο ένας πίσω από τον άλλο γονάτισαν όλοι και μετάλαβαν "των Αχράντων Μυστηρίων".
Όταν ξεκίνησαν, ο παπάς τους παρακολούθησε ως τα σύνορα. Τους φίλησε, τους ευλόγησε όλους κι είπε: "Αν βαστούσαν τα πόδια μ΄, θα ΄ρχόμουν κι εγώ, παιδιά μ΄, μαζί σας... Μα είμαι γέρος, άχρηστος... Τραβάτε στο καλό, παλικάρια μ΄, κι ο Θεός μαζί σας".
Νύχτα πέρασαν τα σύνορα... Δεν τους πήραν είδηση οι Τούρκοι. Τους καταδίωκε όμως η βροχή. Έβρεχε αδιάκοπα. Οι κάπες έγιναν βαρύ φορτίο. Δεν ήταν μικρό και το άλλο βάρος που είχαν. Μακρύ τουφέκι, τριακόσια φυσίγγια, μεγάλα και βαριά μαχαίρια, σακκίδια με ψωμί κ.ά.. Ωστόσο βάδισαν τρεις νύχτες και χωρίς στάσεις σε λασπωμένα βουνά και μουσκεμένα δασοτόπια. Κοιμήθηκαν πάνω σε λάσπες και κάτω από βροχή. Έμειναν και νηστικοί. Δυσκολεύονταν και για να βρίσκουν το δρόμο. Δεν είχε ακόμα οργανωθεί καλά η περιοχή. Δεν είχαν δηλαδή όλα τα χωριά επιτροπές, οδηγούς, αγγελιαφόρους, για να τροφοδοτούν τα σώματα, να τα πληροφορούν, να τα καθοδηγούν.
Ανυπέρβλητο φράγμα παρουσιάστηκε ο Αλιάκμονας. Φουσκωμένος από τις πολλές βροχές κατέβαινε ορμητικός και αφρισμένος. Υπήρχαν μερικοί φυσικοί πόροι, που μπορούσε κανείς να περάσει, μα τους φύλαγαν οι Τούρκοι. Αν είχαν οδηγούς, θα τους έβρισκαν άλογα από τα χωριά για να περάσουν, χωρίς καν να βραχούν. Χασομέρησαν τρεις ώρες. Ανεβοκατέβαιναν την όχθη, έριχναν πέτρες, βύθιζαν μακριά ξύλα στο νερό για να εξακριβώσουν το βάθος...
Ο Κόρακας έκαμε το σταυρό του και μπήκε στο νερό. Τέσσερις άντρες πιάστηκαν χέρι με χέρι από το δικό του. Ενωμένοι θα αντιμετώπιζαν το ρεύμα αποτελεσματικότερα...
Πέρασαν το φοβερό ποτάμι "με την ψυχή στο στόμα" και μπόλικο κρύο νερό στο σώμα τους. Με τα χάλια που είχαν, αναγκάστηκαν να περπατήσουν την υπόλοιπη νύχτα ανάμεσα σε γκρεμούς, δέντρα, θάμνους, πεινασμένοι, εξουθενωμένοι.
Βρήκαν τέλος άσυλο στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου. Ο ηγούμενος άναψε αμέσως γερή φωτιά, τους έδωσε όσα ρούχα είχε ν΄ αλλάξουν και να στεγνώσουν τα δικά τους και τους φίλεψε με ό,τι είχε και δεν είχε.
Πώς μπόρεσαν ν΄ ανθέξουν οι άντρες και να μην πλευριτώσουν απορούσαν και οι ίδιοι...
Πηγή: "Αγώνες στη Μακεδονία", Γ. Μόδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου