Χιλιάδες παιδιά βοήθησαν τους Μακεδονομάχους μας εκείνα τα φοβερά χρόνια της σκλαβιάς, με θάρρος και γενναιότητα που θα ζήλευαν πολλοί ενήλικες, ιδίως της εποχής μας. Το Μακεδονόπουλο της ιστορίας μας ο Τούρκος αξιωματικός το καλόπιασε, το απείλησε, το κρέμασε ανάποδα στο δέντρο για να μαρτυρήσει τους αντάρτες, έκανε κι άλλα πολλά τεχνάσματα, μα ο μικρός Έλληνας...
Ήταν δεν ήταν δώδεκα χρονών τ΄ αγόρι. Έσκυψεν η μάνα, το φίλησε στο μάγουλο, κούμπωσε καλά το παλτό του κι ύστερα σ΄ ένα τρυφερό αγκάλιασμα συνταίριασε την αγωνία της καρδιάς της με τα λόγια της:
-Πρόσεχε, καλό μου, πρόσεχε όσο θα περπατάς στα χιόνια. Πήγαινε, δώσε στον πατέρα σου το ψωμί και γύρνα πίσω γρήγορα.
Το παιδί πήρε το σακούλι με το ψωμί, το κρέμασε στον ώμο και ξεκίνησε για το μαντρί. Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα, ο Γενάρης είχε απλώσει για καλά τα χιονισμένα του σκέλια απ΄ άκρη σ΄ άκρη στο Μορίχοβο. Περπατούσε ολομόναχο με βήμα γρήγορο. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, το βοριαδάκι όσο πήγαινε δυνάμωνε.
Λίγο ακόμα και θα ΄φτανε στο μαντρί, όταν Τούρκοι στρατιώτες πρόβαλαν ξαφνικά μπροστά του με τα όπλα στο χέρι και με πρόσωπα αγριωπά. Το κύκλωσαν και του ΄φραξαν το δρόμο.
Το παιδί δεν τρόμαξε, μήτε δοκίμασε να τους ξεφύγει. Άφησε και το πήραν μαζί τους, έτσι με το σακούλι του στον ώμο, και το ΄φεραν στον αξιωματικό τους. Ο Τούρκος, μόλις είδε το παιδί, πήγε κοντά του, το καλόπιασε και με λόγια όλο... γλύκα, το ρώτησε:
Τρεις είναι οι αντάρτες που ήρθαν σπίτι σας ή τέσσερις;
Το παιδί γύρισε την απορία των γαλανών ματιών του στον Τούρκο αξιωματικό και, σαν να μην κατάλαβε την ερώτηση, αποκρίθηκε:
-Αντάρτες; Τι αντάρτες; Σπίτι μας δεν ήρθε κανείς. Εμένα η μάνα μου μ΄ έστειλε να πάω ψωμί στον πατέρα μου, που είναι στο μαντρί.
-Καλά. Θα πας στο μαντρί, θα πας και το ψωμί στον πατέρα σου, αλλά δε μ΄ απάντησες. Τρεις είναι οι αντάρτες που ήρθαν σπίτι σας ή τέσσερις; Είσαι καλό παιδί εσύ και θα μου πεις την αλήθεια.
-Εγώ δεν είδα κανένα ξένο. Σπίτι μας δεν είναι κανένας.
Αποφασισμένος όμως ο Τούρκος να μάθει οπωσδήποτε την αλήθεια, χάιδεψε το παιδί και πονηρά χαμογελαστός, ξαναρώτησε:
-Καλά! Εσείς στο σπίτι σας δεν έχετε αντάρτες, αλλά εκείνοι που ήρθαν στο χωριό, οι άλλοι. Δεν τους είδες; Δεν άκουσες;
-Όχι! Όχι! Δεν είδα κανέναν, αποκρίθηκε πάλι το παιδί.
-Ούτε άκουσες;
-Όχι! Εμένα μ΄ έστειλεν η μάνα μου να πάω ψωμί στον πατέρα μου στο μαντρί.
Μαύρα ήταν τότε τα χρόνια. Η Μακεδονία φλογιζόταν απ΄ άκρη σ΄ άκρη. Πάλευε με δύο εχθρούς. Τούρκους και Βουλγάρους, που κάθε μέρα σκότωναν, έκαιγαν, άρπαζαν, κατέστρεφαν και εξαφάνιζαν καθετί το ελληνικό...
Ήξερε το Μακεδονόπουλο αν υπήρχαν αντάρτες στο χωριό του;
Με χαρά οι χωριανοί άνοιξαν τα σπίτια τους τη χειμωνιάτικη εκείνη μέρα του Γενάρη του 1907, και δέχθηκαν κάπου σαράντα Έλληνες αντάρτες, που γύρεψαν κατάλυμα στα σπίτια τους, γιατί το κρύο ήταν φοβερό και το χιόνι πάνω από το μπόι τους. Ήταν Έλληνες Μακεδονομάχοι και αυτό το έμαθαν μικροί και μεγάλοι. Το ήξερε και το μικρό Μακεδονόπουλο, αλλά μπροστά στους Τούρκους δεν έβγαλε άχνα. Έκρυψε το μεγάλο μυστικό βαθιά στα γαλάζια του μάτια, τόσο πολύ βαθιά, που ο Τούρκος αξιωματικός, όσο κι αν προσπάθησε να το ανακαλύψει, δεν τα κατάφερε.
Φανερά εκνευρισμένος θα δοκίμαζε τώρα με το κακό. Διέταξε τους στρατιώτες του να δέσουν το παιδί από τα πόδια και να το κρεμάσουν.
Οι Τούρκοι στρατιώτες, χωρίς λύπηση καμιά, έδεσαν τα πόδια του παιδιού και το κρέμασαν από ένα κλαδί με το κεφάλι του προς τα κάτω.
-Αν δεν μου μαρτυρήσεις και τώρα την αλήθεια, θα σ΄ αφήσουμε έτσι κρεμασμένον, ώσπου να παγώσεις, το φοβέρισαν.
Ύστερα θα ΄ρθουν τ΄ άγρια θηρία, οι λύκοι του βουνού, και θα σε φαν.
Σαν του μικρού πουλιού ξεπήδησε μέσα από την ψυχούλα του μία δύναμη όλο πείσμα και θέληση. Σφάλισε πεισματικά το στόμα και δεν έβγαλε μιλιά. Υπέμενε βουβό με όλη του τη δύναμη, τη δύναμη του ελληνισμού και την απόφαση της φυλής του, που γιόμιζε τότε κάθε ελληνική ψυχή.
-Όχι! Όχι! Δεν πρέπει να κλάψω, βογγούσε από μέσα του. Δεν θέλω να κλάψω. Και σιωπηλό, με μια σιωπή που περνούσε πάνω από το μπόι του, πάνω από την παιδική αντοχή του, υπέμενε καρτερικά το μαρτύριό του. Ο Τούρκος λύσσαξε από θυμό και δυνάμωσε τη φοβέρα του:
-Τώρα θα δεις εσύ τι θα πάθεις, αφού δε μου λες την αλήθεια. Θ' ανάψω φωτιά και θα σε κάψουμε.
Πώς ζωγραφίζονται δυο μάτια ξάστερης γαλάζιας αθωότητας; Τα μάτια εκείνου του μικρού Μακεδονόπουλου, που τα πλημμύριζε τέτοια απορία και τέτοια αθωότητα πιστευτή, λες και δεν είχαν δει τους Έλληνες αντάρτες, λες και δεν ήξεραν τίποτε για όλα αυτά, που με τόση επιμονή ρωτούσε να μάθει ο Τούρκος.
-Όχι! Όχι! Ούτε είδα ούτε ξέρω τίποτε, ξανάλεγε. Εμένα η μάνα μου μ΄ έστειλε να πάω ψωμί στον πατέρα μου στο μαντρί...
Είδε κι απόειδεν ο Τούρκος αξιωματικός, κούνησε το κεφάλι -τάχα πως πίστεψε- και διέταξε να ξεκρεμάσουν το παιδί. Παράτησε κατά μέρος το θυμό και τις φοβέρες, τράβηξε με προσποιητή καλοσύνη το παιδί κοντά του, το χτύπησε φιλικά στον ώμο και του γέμισε τις χούφτες παράδες.
-Πάρτα! Είναι όλα δικά σου, αφού είσαι καλό παιδί. Άμα μου πεις όμως πόσοι είναι οι αντάρτες που ήρθαν σπίτι σας, τότε θα στα κάμω διπλά. Άντε λέγε.
-Ψέματα θέλεις να σου πω πως έχουμε αντάρτες σπίτι μας; Ψέματα να σου πω και για τους άλλους, που λες ότι ήρθαν στο χωριό μας; Αυτό θέλεις;
Στο παραπονεμένο τούτο ερώτημα του παιδιού η πονηριά του Τούρκου δεν άντεξε άλλο. Όσο κι αν ήταν επίμονη και περίτεχνη, δεν μπόρεσε να φτάσει βαθιά, εκεί βαθιά στο γαλανό βυθό των παιδικών ματιών, που τον κοιτούσαν κατάματα, όλο γαλάζιο φως γεμάτα, για να δει την αλήθεια, και νικήθηκε.
-Άντε, σύρε τώρα στον πατέρα σου, να του πας το ψωμί, του είπε και τ΄ άφησε να φύγει.
Σαν το μικρό εκείνο Μακεδονόπουλο από το Μορίχοβο υπήρξαν κι άλλα πολλά παιδιά. Χιλιάδες παιδιά που βοήθησαν τον Αγώνα.
Πηγή: "Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα", Ιφιγένεια Διδασκάλου (1916-2016), φωτογραφία από fonikastorias.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου