Ἤτανε τὰ «Κρυφὰ Σχολειὰ» ὅπου μέσα τους, «χιονισμένο», «βρεγμένο» συνάζονταν ὅλο τὸ Ἔθνος.
Καὶ τὸ κιτρινισμένο ράσο τοῦ παπᾶ, τὸ ὑφασμένο πρὶν ἀπ’ τὴν Ἅλωση, μύριζε σμύρνα ἀπὸ κείνη ποὺ οἱ μάγοι ὁδοιποροῦντες ἐπῆγαν καὶ φιλέψανε τὸν Ἰησοῦ.
Μία σταγόνα ἡλίου καθισμένη ἀπάνω σ’ ἕνα κερί, ἐθαμπόφεγγε γύρω του, πότε τὰ
μάτια, πότε τὸμέτωπο, πότε τὰ μάγουλα τῶν παιδιῶν, ποὺ καθόνταν στὸ
μισοσκόταδο.
Κι ὅπως πάντοτε, ὅλοι τους ἦταν, πάλι, παρόντες: ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Ἀχιλλέας, ὁ Ὀδυσσέας καὶ ὁ Κυναίγειρος.
Ἀνασκούμπωνε ὁ Πλάτων τὸ ράσο καὶ τοὺς ἔδειχνε μὲ τὸ δάχτυλο τὴ φωνή τους στὸ συναξάριο.
Κι ἐκεῖνα τὴν ἄκουγαν, καθὼς ἐμουρμούριζαν ὅλα μαζὶ τὴν πανάρχαιη Ἀλφαβήτα, ποὺ
ἡ ἁδρή της συρμὴ ἤτανε τὸ μακρύτερο ζῶν ὕδωρ τοῦ κόσμου.
Ποὺ διασχίζοντας χιόνια καὶ νύχτες καὶ στίφη βαρβαρικὰ καὶ λουμπάρδες, ἐρχόταν κατηφορίζοντας ἀπάνω ἀπὸ τὰ λευκὰ μαλλιὰ τοῦ Ὁμήρου.
Ένα ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου, από την "Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη", εκδ. Θεμέλιο, 5η Έκδ., Αθήνα 2012). - Πηγή & Φωτογραφία: Νικόλαος Γύζης, Ελληνικόν Σχολείον εν καιρώ δουλείας, γνωστότερο ως Το κρυφό σχολειό, ελαιογραφία, 1885-86.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου