153 + 1 μαχαιριές στην καρδιά της Μακεδονίας - στην ψυχή της Ελλάδας

       
        Απόσπασμα από το βιβλίο
            153 + 1 μαχαιριές
    στην Βελίκα Τράικου

          Αιώνες σκλαβιάς έγραφαν αιματοβαμμένη ιστορία για τους τόπους τους ελληνικούς από την μια έως την άλλη άκρη της χώρας. Κι ενώ σε πολλά μέρη είχε αρχίσει να ξημερώνει η λευτεριά, στην Μακεδονία η κατάσταση παρέμενε τραγική. Σαν να μην ήταν αρκετοί οι αιώνες της τουρκοκρατίας, ήρθαν να την ματώσουν και οι θηριωδίες των κομιτατζήδων. Ακόμα, οι εχθροί έβρισκαν και δικούς μας εφιάλτες για συνεργάτες τότε (και πάντα) κι έτσι το χρώμα και η μυρωδιά του αίματος, της απελπισίας μα και της λαίμαργης ανάγκης για λευτεριά απλώνονταν σαν πυκνοπλεγμένη ομίχλη πάνω από τις ζωές των Ελλήνων.

          Οι κατακτητές και οι Βούλγαροι κομιτατζήδες, από εχθροί αναμεταξύ τους, έγιναν συνεργάτες σε πολλές περιπτώσεις, για έναν λόγο. Για να διώξουν τους Έλληνες από την ελληνική γη. Την ήθελαν σαν μανιασμένοι αυτή τη γη, τότε, και τώρα.

          Μέρα τη μέρα, χρόνο το χρόνο, αιώνα τον αιώνα, πολλοί Έλληνες, από γενιά σε γενιά, για να επιβιώσουν έμαθαν την γλώσσα των κατακτητών. Αλλά, στο μυαλό τους μέσα ποτέ δεν έσβησε η πατρίδα, η μάνα Ελλάδα, και η καρδιά τους ποτέ δεν σταμάτησε να τρέμει με λαχτάρα: Θα έρθει ποτέ η λευτεριά; Θα ξαναμιλήσουν ελληνικά; Θα λατρέψουν ξανά τον Θεό άφοβα;

          Αλλά, στο διάβα του χρόνου πολλά από τα τέκνα της Ελλάδος στην Μακεδονία, οι μοναδικοί παγκοσμίως και αναντικατάστατοι Μακεδόνες, έχαναν το κουράγιο τους, οι ελπίδες τους τρεμόσβηναν. Πυροβολισμοί, ξυλοδαρμοί, βιασμοί, εξευτελισμοί κάθε είδους, πόσο ακόμα θα άντεχε η Μακεδονία;

          Αυτή την ερώτηση, κι άλλες παρόμοιες βασανιστικές, έκανε η νεαρή Ελληνίδα, σαν σπούδαζε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης.
          Έχει δίκιο ο πατρο-Κοσμάς! Μουρμούριζε στον εαυτό της, τα βράδια που ξάπλωνε, προσπαθώντας να ξεκουράσει το σώμα, για να είναι αυτό έτοιμο για τον μεγάλο αγώνα. Σε ακούω Παππούλη μου, μού μιλάς, με διδάσκεις! Είμαι όμως αδύναμο πλάσμα, γι΄ αυτό δώσε μου δύναμη για να αγωνιστώ για την λευτεριά της Μακεδονίας. Έχεις δίκιο, πόσο δίκιο! Πρέπει να έρθει πρώτα η πνευματική ανάταση των συμπατριωτών μουΕξαιτίας της αμάθειας παραμείναμε σκλάβοι! Κάτι πρέπει να κάνουμε, να σώσουμε το έθνος!
          Και μόλις πήγαινε αποκοιμηθεί, πεταγόταν όρθιο το πανέμορφο κορίτσι από το χωριό με το σημερινό όνομα Πεντάλοφο Θεσσαλονίκης. Ο μεγάλος πόθος της να βοηθήσει την δοκιμαζόμενη Μακεδονία δεν την άφηνε να ξαποστάσει. Σαν λάβα έκαιγε τα σωθικά της η λαχτάρα να κάμει κι αυτή τα πρέποντα, για να ελευθερωθεί η πατρίδα. Πανέξυπνη και περήφανη, τέλειωσε τις σπουδές της, έγινε δασκάλα, σε μια εποχή που η δασκάλα και ο δάσκαλος ήταν πρόσωπα σεβαστά και σημαντικά, άξια της τιμής όλων. Μόνο οι εχθροί φοβούνταν την δασκάλα και τον δάσκαλο, όχι απλά φοβούνταν, έτρεμαν στην σκέψη ότι οι Έλληνες θα επιστρέψουν στις ρίζες τους, στις γνώσεις δηλαδή και στον αληθινό Θεό.

          Η κοπέλα με την αδάμαστη θέληση ξεκίνησε το έργο της. Την αφύπνιση των παιδιών αλλά και των μεγάλων, που είχαν σχεδόν ξεχάσει να μιλούν ελληνικά. Μα δεν κουραζόταν ποτέ. Μέσα στις φωλιές των κομιτατζήδων, πήγαινε άφοβα και δίδασκε και αφύπνιζε τα Ελληνόπουλα. Η οργή και ο θυμός εναντίον των βάρβαρων εχθρών δυνάμωναν το πείσμα της. Ήταν αποφασισμένη να κάνει κάθε θυσία, προκειμένου να ζωντανέψουν τα ιδανικά της φυλής, να ελευθερωθεί και η Μακεδονία, να αρχίσει να ξεπλέκεται η πυκνοπλεγμένη ομίχλη πάνω από τα κεφάλια των συμπατριωτών της. Οι Μακεδόνες, οι Έλληνες, όπου κι αν ζούσαν, την λάτρευαν την κοπέλα, που δεν ήθελε να πάρει κάτι από αυτούς, αντίθετα ήθελε να τους δώσει οτιδήποτε είχε μάθει η ίδια, έτσι ώστε όλοι μαζί να ελευθερώσουν τον τόπο. Η ελληνική γλώσσα και η ιστορία δεν θα είχαν βρει ικανότερα χείλη για να ζωντανέψουν!

          Η νεαρή Βελίκα δεν ησύχαζε ούτε όταν ξεκίνησε την διδασκαλία της. Ήξερε ότι έπρεπε να γίνουν πολλά μέχρι την λευτεριά, όπως ήξερε ότι δεν αρκούσε μόνο η δική της συνεισφορά. Έτσι, κάποια φορά, όταν βρέθηκε σε ένα συνέδριο Μακεδονομάχων που έγινε στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, Αύγουστος του 1901 ήταν, φώναξε σε όλους: Εμείς προετοιμάζουμε το έδαφος. Το έδαφος της γνώσης. Από παντού θα ανάψει η φωτιά, θα έρθει η λευτεριά. Όμως, εσείς, οπλίστε τους χωρικούς. Πρέπει συντονισμένοι να δράσουμε, ο καθένας από το μετερίζι του, για να λευτερώσουμε την πατρίδα, την Μακεδονία. Η Μακεδονία μας χρειάζεται όλους, κάθε δύναμή μας, λοιπόν, ας την αφιερώσουμε στην Μακεδονία!

          Εκείνο το βράδυ ήρθε στον ύπνο της ο Παππούλης. Στην αρχή η Βελίκα τον κοιτούσε με δέος. Πώς την επισκέφθηκε αυτήν την ταπεινή δασκάλα ο Άγιος; Πατρο-Κοσμά μου, συγχώρεσέ με που σε κάλεσα, μα χρειάζομαι την δύναμή σου. Πώς να παλέψω με τα θεριά, με αυτά τα θεριά που κατατρώγουν τα σπλάχνα της πατρίδος μου; Όμως, και πώς να μην παλέψω για τα Ελληνόπουλα που σπινθηροβολούν τα ματάκια τους, όταν τους μιλώ για τις περήφανες ρίζες τους, τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία; Αφυπνίζονται και οι μεγάλοι, το νοιώθω και το βλέπω, κι έτσι το χρέος μου απέναντί τους γίνεται τεράστιο! Θα καταφέρω να τους βοηθήσω; Θα είμαι αρκετά γενναία; Θα δώσω πίσω στο έθνος, έστω κάτι μικρό από αυτά που μου πρόσφερε;

          Περίμενε να ακούσει την απάντησή του, άλλοτε υπομονετικά κι άλλοτε με αδημονία. Όμως, πάλευε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Αν δεν μπορούσε να τιθασεύσει την ορμή της, όσο περίμενε μια απάντηση, πώς θα κατάφερνε να φερθεί συνετά για να συμβάλλει αποτελεσματικά στον απελευθερωτικό αγώνα; Κι έπειτα, ήρθε η απάντηση, όχι μέσα σε λέξεις. Μα σε ένα φωτεινό χαμόγελο που κουβαλούσε όλες τις υποσχέσεις για βοήθεια και σε ένα απαλό άγγιγμα στο μέτωπο που της μετέδιδε όλο το κουράγιο που χρειαζόταν.

          Η νεαρή δασκάλα, όταν άνοιξε τα μάτια, λαμποκοπούσε από χαρά. Γιατί πια ήταν σίγουρη ότι θα κατάφερνε να θυσιάσει κάθε της δύναμη για την απελευθέρωση της πατρίδας. Μίλησε με τους σωστούς ανθρώπους, και περίμενε, αυτή την φορά με υπομονή, χωρίς αδημονία. Όταν ερχόταν η σωστή στιγμή, θα της έλεγαν τι έπρεπε να κάνει.

          Δεν ήξερε ότι τούτη η στιγμή είχε γεννηθεί, όταν ο Ίων Δραγούμης ζήτησε από τους Έλληνες αγωνιστές να του βρουν έναν άνθρωπο έμπιστο και θαρραλέο για μια αποστολή επικίνδυνη και μυστική. Ούτε ο Ίων Δραγούμης ήξερε ότι ο άνθρωπος αυτός θα ήταν μια νεαρή Ελληνίδα, της οποίας η λεβεντιά και η αγάπη για την πατρίδα δεν είχαν σύγκριση! Συναντήθηκαν όμως οι δυο τους, και παρά την έκπληξη και το θαυμασμό που ένοιωσαν, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, ένωσαν τις δυνάμεις τους για τον ιερό αγώνα υπέρ της Μακεδονίας. Του Δραγούμη τα στήθη φούσκωναν από περηφάνια μπροστά σε αυτήν την ελεύθερη Ελληνίδα. Γιατί ήταν ελεύθερη, αφού δεν λογάριαζε κινδύνους. Της δασκάλας τα στήθη πλημμύριζαν από ευγνωμοσύνη. Είχε έρθει η ώρα της, η ώρα που θα έδινε στην πατρίδα κάτι, έστω μικρό, από όσα της είχαν προσφερθεί.

          Η Βελίκα έγινε ο σύνδεσμος των Ελλήνων αγωνιστών ανάμεσα στο Μοναστήρι, την Καστοριά και την Θεσσαλονίκη. Για να πετύχει ο αγώνας της, το ήξερε καλά, έπρεπε πάντα να διατηρεί την ψυχοπνευματική της ισορροπία, πάντα να θυμάται τον Παππούλη που την προστάτευε και ποτέ να μην ξεχνούσε τα λόγια εκείνων των Ελλήνων που είχαν θυσιαστεί για την Ελλάδα. Για να πετύχει ο αγώνας της, δεν δίστασε ούτε καν ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, να κρύψει το πρόσωπο και το κορμί της. Έπρεπε να πάψει να είναι μια νεαρή γυναίκα, μια δασκάλα. Έπρεπε να γίνει ένας ολότελα διαφορετικός άνθρωπος.

          Την πρώτη μέρα που έβαλε σε εφαρμογή την ριζική αλλαγή της εμφάνισης της, προσευχήθηκε για ώρα, κι ένα πράγμα ζητούσε. Να μην λυγίσει ποτέ, όσα άσχημα κι αν της δημιουργούσαν οι εχθροί της πατρίδος. Πολλά θα συμβούν, μα σημασία έχει μόνο να φέρω εις πέρας το έργο μου, μονολογούσε καθώς άλλαζε για πρώτη φορά τον εαυτό της. Δεν είχε όμως σκυθρωπό ύφος, αντίθετα, ήταν χαρούμενη. Ω, ήρωα μου, Μακρυγιάννη, αν δεν ξεχνώ τα λόγια σου, κάθε μαρτύριο που θα με βρει, θα είναι στεφάνι δόξας για μένα. Κι όσο αγαπώ την πατρίδα μου, δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Νάρθη ένας να μου ειπή ότι θα πάγει ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλη και τα δυο μου μάτια. Ότι κι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νάχω, στραβός θανά είμαι. Ότι σ΄ αυτείνη θα ζήσω, δεν έχω σκοπόν να πάγω αλλού.

          Όταν ολοκληρώθηκαν οι σκέψεις της, είχε ολοκληρωθεί και η αλλαγή της εμφάνισής της. Πλέον, δεν ήταν η όμορφη, περήφανη νεαρή δασκάλα η Ελληνίδα. Είχε μεταμορφωθεί σε Τουρκάλα ζητιάνα. Βρώμικο, αλλοιωμένο πρόσωπο, μαλλιά ξεχτένιστα σαν φθαρμένα παλιά σχοινιά, κουρελιασμένα ρούχα σε καμπουριασμένο κορμί, πόδια ξυπόλητα, λασπωμένα που δεν θα αργούσαν να γεμίσουν πληγές και αίματα. Δεν με νοιάζει! Όλα θα τα κάμω, αρκεί να σε βοηθήσω Μακεδονία μου…

          Και τα έκανε, η Βελίκα, χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί, χωρίς ποτέ να οπισθοχωρήσει από τις αρχικές της επιδιώξεις. Μέσα στον κόρφο της έκρυβε τα πολύτιμα μυστικά που της είχε ζητηθεί να μεταφερθούν, για το καλό του αγώνα. Οι Έλληνες αγωνιστές την εμπιστεύονταν απόλυτα. Και η Βελίκα ήταν ευτυχισμένη, γιατί είχε αναλάβει σημαντικό ρόλο. Αγόγγυστα περπατούσε, ως ζητιάνα τουρκάλα, σε πόλεις και χωριά, αλλά και σε βουνά, σε μέρη δυσκολοδιάβατα, σε λαγκάδια σε φαράγγια, όπου χρειαζόταν πήγαινε για να μεταφέρει τις πολύτιμες πληροφορίες μεταξύ Θεσσαλονίκης, Καστοριάς, Έδεσσας, Γιαννιτσών… Φαινόταν σαν τρελή στα μάτια των άλλων, τρελή και πεινασμένη, ποιος θα φανταζόταν ότι ήταν κατάσκοπος που δρούσε για την απελευθέρωση της Μακεδονίας; Κανείς.

          Δεν πρέπει όμως να δώσω στόχο, έχουν δίκιο οι αγωνιστές οι Έλληνες. Πρέπει να μεταμφιεστώ και σε βουλγάρα, πάμφτωχη, που πουλάει τα ραδίκια και τα άλλα χόρτα της για να βγάλει ένα κομμάτι ψωμί, η καημένη… Ε, γιατί έμαθα τα βουλγαρικά και τα τουρκικά, αν όχι για να τα χρησιμοποιήσω υπέρ της Ελλάδας;

          Κανείς δεν πρόσεχε την ταλαίπωρη βουλγάρα που στεκόταν μπροστά σε στρατόπεδα ή προξενεία, σε μητροπόλεις ή διοικητήρια, κι όπου αλλού έπρεπε, για να πουλήσει την πενιχρή πραμάτεια της. Πάντα, ο πολύτιμος θησαυρός των εγγράφων στον κόρφο της. Μα και τα αυτιά της τα είχε τεντωμένα, τούρκοι και βούλγαροι κουβέντιαζαν ανυποψίαστοι ότι η τρελή κακομοιριασμένη ήταν στην πραγματικότητα Ελληνίδα κατάσκοπος.

          Κι αν φοβούνταν κάπως οι Έλληνες αγωνιστές ότι η Βελίκα δεν θα τα έβγαζε πέρα, τελικά παραδέχθηκαν ότι ήταν άριστη στην δουλειά της, και πιο γενναία από πολλούς άλλους. Και όλοι την θαύμαζαν. Ένα νεαρό κορίτσι που όμοιό του δεν υπήρχε! Ήταν περήφανη η Βελίκα για τις μεταμφιέσεις της, καθόλου μα καθόλου δεν την στεναχωρούσε που οι άνθρωποι γύρω της την κορόιδευαν, την λοιδορούσαν, την έφτυναν με λέξεις και με σάλιο. Ένας μόνο λογισμός έτρεχε στα χωράφια του νου της, όσο τα γυμνά πληγωμένα πόδια της έτρεχαν στα χωράφια της πατρίδος της: Να μην την πιάσουν και σταματήσει ο αγώνας της για την λευτεριά.

          Καλά έλεγε ο Μακρυγιάννης, τι να τα κάνω τα μάτια μου ή τα πόδια μου, αν η πατρίδα δεν είναι λεύτερη; Συλλογιόταν η πανέμορφη δασκάλα, και πήγαινε, όλο πήγαινε, παντού πήγαινε για την πατρίδα. Με κρύο, με αέρα, με βροχή, με χιόνι και με ήλιο. Και κάθε έγγραφο το παρέδιδε εκεί που έπρεπε και κάθε κουβέντα σημαντική που συλλάμβανε το αυτί της, την μετέφερε εκεί που έπρεπε.

          Κι έπειτα, ήρθε εκείνο το καλοκαίρι του 1904, με τον αυγουστιάτικο ήλιο του να καίει την γη, την οποία η Βελίκα συνέχιζε απτόητη να οργώνει, μην λογαριάζοντας κούραση και ιδρώτα. Η γιορτή της Παναγιάς ήρθε και πέρασε. Η Βελίκα, μεταμφιεσμένη, περπατούσε, όλο περπατούσε, ως τουρκάλα ή ως βουλγάρα, με μια αγωνία μόνο να την βασανίζει, μην και την έπιαναν… Για την ζωή της, για τα νιάτα της, δεν την ένοιαζε, καθόλου! Μονάχα δεν ήθελε τα χαρτιά που έκρυβε στον κόρφο της, να πέσουν στα χέρια του εχθρού. Καθώς διάβαινε στην Μακεδονία, και οι μέρες του Αυγούστου κόντευαν να κάνουν τον κύκλο τους, και να δώσουν τη θέση τους στο φθινόπωρο, η Βελίκα το ένοιωσε, εκείνο το σκίρτημα του θανάτου… Όμως δεν του έδωσε σημασία. Είναι γέννημα του φόβου μου, μην με τσακώσει τούρκος ή βούλγαρος πριν προλάβω να ανταμώσω τους δικούς μου… Είχε πείσει τον εαυτό της, ήταν γέννημα του φόβου εκείνο το σκίρτημα. Όσο πήγαινε, και όπου πήγαινε, η καρδιά της τραγουδούσε από χαρά, γιατί είχε αποκτήσει νόημα η παρουσία της. Όσο την χλεύαζαν οι άλλοι εξαιτίας του παρουσιαστικού της, τόσο πιο γαλήνια αισθανόταν. Και μετά ξημέρωσε η 28η μέρα του Αυγούστου.

          Στο μυαλό της ζωντάνεψαν εκείνη την μέρα οι Έλληνες αγωνιστές, αυτοί που πριν ανταμώσουν τον θάνατο, τραγουδούσαν ευτυχισμένοι γιατί έδιναν οτιδήποτε πολυτιμότερο είχαν, την ζωή τους δηλαδή, για την λευτεριά του έθνους. Σας ακούω, ήρωες μου, άφοβοι και ατρόμητοι πολεμιστές μου, σας ακούω και θέλω τόσο να σας μοιάσω… Τέτοια έλεγε στον εαυτό της, καθώς περπατούσε στα Γιαννιτσά.

          Είδε τον Παππούλη ολοζώντανο μέσα στα χωράφια της μνήμης της, όσο τα πληγωμένα πόδια της περπατούσαν στα χωράφια της ιστορίας. Σαν θλιμμένο μου φαίνεται το χαμόγελο σου Παππούλη! Μην φοβάσαι, θα είμαι προσεκτική… Του υποσχέθηκε βουβά, κι έπειτα την μορφή του αντικατέστησε μια άλλη σκηνή, με πατριώτες έτοιμους να θυσιαστούν. Άκουσε τις φωνές τους και ρίγησε.

          Ο Ήλιος εβασίλεψε,
          Έλληνά μου, βασίλεψε
          και το Φεγγάρι εχάθη
          κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια
          τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
          Γυρίζει ο Ήλιος και τούς λέει, γυρίζει και τούς κρένει.
          Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
          ακ’σα γυναικεία κλάματα κι αντρών τα μοιργιολόγια
          γι΄ αυτά τα ΄ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα,
          και μες στο αίμα το πολύ είν΄ όλα βουτημένα.
          Για την πατρίδα πήγανε στον Άδη, τα καημένα.

          Δεν έχει σημασία ποιος γεννήθηκε πρώτος και ποιος πρώτος θυσίασε την ζωή του για την λευτεριά, σαν κυλήσουν οι δεκαετίες, και η πατρίδα αναπνεύσει ελεύθερα, όσοι πεθάναμε γι΄ αυτήν, σφιχταγκαλιασμένοι θα της τραγουδούμε, και μακάρι να μας ακούσουνε οι ζωντανοί, τότε, που εμείς δεν θα ζούμε…

          Τέτοιες σκέψεις ηρωικές έκανε η νεαρή δασκάλα, αμέσως μόλις την άρπαξε ο βούλγαρος κομιτατζής και έμπηξε το μαχαίρι του στα σωθικά της. Γιατί αδελφέ Μακρυγιάννη τραγουδάς πένθιμο τραγούδι, συνήθως έχεις κάτι πιο εύθυμο να μας πεις με την κελαριστή φωνή σου… Η Βελίκα άκουσε τον Γκούρα να μιλά στον στρατηγό Μακρυγιάννη, ενώ την ίδια στιγμή ο κομιτατζής τρυπούσε το κορμί της, τραβούσε τα μαλλιά της, και κραύγαζε οργισμένος για να του φανερώσει τα μυστικά της.

          Όμως την νεαρή δασκάλα ένα πράγμα την απασχολούσε, να μην λυγίσει, να μην μαρτυρήσει λέξη που θα έβαζε σε κίνδυνο την πατρίδα. Ο Παύλος Μελάς και ο Ίων Δραγούμης και ο Γερμανός Καραβαγγέλης και όλοι οι ήρωες Μακεδονομάχοι έπρεπε να είναι περήφανοι γι΄ αυτήν. Μόνο την στερνή αυτή περηφάνια είχε να πάρει μαζί της στον Άδη. Ίσως να συναντήσω τον στρατηγό! Αναθάρρησε λίγο πριν ξεψυχήσει. Ο κομιτατζής είχε καταφέρει να σφάξει το κορμί της, η θέλησή της όμως έμεινε ακλόνητη, η πίστη στην πατρίδα ούτε μια γρατζουνιά δεν είχε.

          Κι έπειτα έφυγε, ευτυχισμένη που θυσίασε την ζωή της, χαρούμενη που άντρες και γυναίκες έκλαιγαν με λυγμούς εκεί, στην Θεσσαλονίκη, όπου έγινε η κηδεία της. Δεν το πιστεύω ότι με τιμούν οι Έλληνες, εμένα την ταπεινή δασκάλα! Παππούλη, συγχώρα με, θα έπρεπε να παραμείνω ταπεινή, όμως οι Έλληνες με είδαν, τώρα που πέθανα, και νοιώθω περήφανη που κάτι έκανα κι εγώ για να σωθεί η πατρίδα μας, η Μακεδονία μας.

          Προς τους ουρανούς ανέβαινε το αδάμαστο πνεύμα της δασκάλας, αφήνοντας μέσα στο φέρετρο το χτυπημένο κορμί της, το μαχαιρωμένο στήθος της. Μέσα από τους θρήνους των Μακεδόνων στην κηδεία της, γεννήθηκε το νυφιάτικο τραγούδι της. Μια κληρονομία ζητούσε στην αγέραστη νιότη της να αφήσει πίσω της πριν την καταπιεί η γη, και ήταν η λευτεριά της πατρίδος. Βέβαιη ότι κάτι είχε κάνει για την Ελλάδα, ότι οι μαχαιριές που μπήχτηκαν από το όπλο του εχθρού στο στήθος της θα ήταν η τελευταία δοκιμασία της, χαμογελούσε ευτυχισμένη, όχι μόνο σαν έφτασε στους ουρανούς, αλλά κι όταν η αιθέρια παρουσία της έγινε ένα με τις δεκαετίες και τους αιώνες. Πλανιόταν στην Ελλάδα της, στην Μακεδονία της πάντα με το χαμόγελο.

          Και έπειτα, τους είδε από ψηλά και δεν το πίστευε, ήταν αδύνατο να είναι Έλληνες αυτοί που κράταγαν τα μαχαίρια και ήταν έτοιμοι να τα μπήξουν στο στήθος της Ελλάδας, στο στήθος της Μακεδονίας, στο δικό της στήθος.

          Αλίμονο, ήταν αληθινή η πράξη τους, μια πράξη χειρότερη από εκείνη του βούλγαρου κομιτατζή.

          153 + 1 μαχαιριές βυθίστηκαν στο στήθος της νεαρής δασκάλας, για άλλη μια φορά, μετατρέποντας το χαμόγελό της σε αίμα και τα δάκρυα της σε απαρηγόρητο θρήνο.

          153 βουλευτές + 1 πρόεδρος πρόδωσαν την Βελίκα Τράικου. Γι΄ αυτούς τους βουλευτές κι αυτόν τον πρόεδρο, η νεαρή δασκάλα δεν ήταν παρά μια φασίστρια, μια εθνικίστρια, που της άξιζε να την μαχαιρώσουν, γιατί έθιγε τα συμφέροντά τους. Οι τιποτένιοι, οι προδότες.


          Για όλους εμάς, όμως, η Βελίκα Τράικου είναι μια ατρόμητη Ελληνίδα, που υπηρέτησε την Μακεδονία με αυτοθυσία, χωρίς να λογαριάζει τους κινδύνους, τις κακουχίες, τους χλευασμούς ή τις προδοσίες των άλλων. Είναι μια κατάσκοπος που έδρασε υπέρ της σκλαβωμένης ελληνικής, μακεδονικής γης, και έχει επάξια μια θέση στο πάνθεον των ηρώων του έθνους. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου