Θεόδωρος Ασκητής, ο δουλευτής του έθνους που δολοφόνησαν οι Βούλγαροι!


Δολοφονία Θεόδωρου Ασκητή από πυρά Βούλγαρων κομιτατζήδων

          Ο πανέμορφος αυτός Έλληνας, ο Θεόδωρος Ασκητής, γεννήθηκε στα εδάφη της Μαγνησίας, και έζησε μέσα σε μια εύπορη οικογένεια, η οποία έκαμε πολλές δωρεές για να χτιστούν σχολεία και εκκλησίες και έτσι οι Έλληνες να αρχίσουν να ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους και την θέση τους μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας.


          Ο Θεόδωρος βρέθηκε στην Αθήνα και στο Παρίσι, σπούδασε νομική, πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Άσκησε το επάγγελμά του ζητώντας πάντα να προστατεύει τους Έλληνές του. Τους βοηθούσε και με δωρεές, ίδρυσε τον «Φιλολογικό Σύλλογο» καθώς και άλλα σχολεία για να αφυπνιστούν οι πάμφτωχοι συμπατριώτες του. Χωρίς μόρφωση, θα επέλθει η λησμονιά και τότε θα πληγεί το έθνος μου, αναλογιζόταν ο Θεόδωρος, κι έπραττε όσα η συνείδηση και ψυχή του υπαγόρευαν.

 

          Η μοίρα βέβαια είχε τα δικά της σχέδια για τον Θεόδωρο. Την ώριμη ώρα, άλλαξε η πορεία της ζωής του. Να φύγω ή να μείνω εδώ; Προβληματιζόταν. Διορίστηκε πρώτος διερμηνέας στο Ελληνικό Προξενείο στην Σμύρνη, και ήταν μια θέση που δεν μπορούσε να αψηφήσει, γιατί ήξερε βαθιά μέσα του ότι και από αυτή την θέση θα μπορούσε πολλά να προσφέρει. Ο Θεόδωρος τότε δεν ήξερε πως η Σμύρνη σύντομα θα καιγόταν και οι Έλληνες θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τις αιώνιες εστίες τους. Όχι, τότε δεν μπορούσε να ξέρει το ζοφερό μέλλον του ελληνισμού εκεί. Ήξερε όμως το άθλιο σήμερα που ζούσαν οι συμπατριώτες του στην Ελλάδα, στην Μακεδονία. Θα πάω κι εκεί, θα πράξω το σωστό, όσο μπορώ, με όσες δυνάμεις έχω, αποφάσισε ο Θεόδωρος και δέχθηκε την μετάθεση στο Προξενείο της Θεσσαλονίκης, το 1900.

Αγαπημένη Σμύρνη μας

          Μπορώ να απολαύσω τα πλούτη και τα οφέλη της μόρφωσής μου, μπορώ να ζήσω στην νεοσύστατη Ελλάδα, τα σύνορα της οποίας δεν φθάνουν δυστυχώς μέχρι την Μακεδονία. Θα είμαι ελεύθερος έτσι; Θα ζήσω καλά; Πώς μπορεί ένας Έλληνας να ζει καλά και να απολαμβάνει τα υλικά αγαθά του, αν δεν είναι ελεύθερη και ζωντανή ολόκληρη η πατρίδα; Η Μακεδονία μας χρειάζεται όλους, τώρα! Κινδυνεύει! Από τούρκους και βουλγάρους! Μπορώ να ζήσω δειλός και βολεμένος; Ο Θεόδωρος δεν χρειαζόταν ώρες παρόμοιων προβληματισμών. Τις απαντήσεις τις γνώριζε η καρδιά του.

 

          Ο Θεόδωρος έγινε διπλωμάτης του Προξενείου στην Θεσσαλονίκη, και φυσικά δεν επαναπαύτηκε στις δόξες και στα οφέλη της θέσης του. Δραστηριοποιήθηκε, έτσι όπως του όριζε η καρδιά του. Όπου τον χρειάζονταν οι Έλληνες, εκεί βρισκόταν. Με τα χρήματα, τις γνώσεις και την θέση του για όπλα, υπερασπιζόταν τους Έλληνες που είχαν να αντιμετωπίσουν τον τούρκο και τον βούλγαρο που ήθελε να γεννήσει την μεγάλη βουλγαρία.

Ελληνικό Προξενείο - Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, τώρα

          Οι βούλγαροι είχαν καταλάβει ότι αποτελούσε κίνδυνο για τα σχέδια τους. Πρόσεχε! Φυλάξου! Σταμάτησε για λίγο καιρό την δράση σου! Μην κυκλοφορείς χωρίς προστασία! Τον συμβούλευαν οι δικοί του άνθρωποι.

 

          Αν κρυφτώ, ποιο το όφελος; Ποια θα ήταν η μοίρα της πατρίδας, αν είχε κρυφτεί ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, η Μπουμπουλίνα, ο Μελάς; Πού θα βρισκόταν τώρα η πατρίδα, αν τα παιδιά του λαού της είχαν κρυφτεί για να γλιτώσουν από τον κίνδυνο, από τον προσωπικό τους θάνατο; Έτσι σκεφτόταν ο Θεόδωρος, και το πρόσωπο του το έβαφε η λεβεντιά με τα πιο όμορφα χρώματα. Δεν σταμάτησε λεπτό να προσφέρει στο λαό, και δεν κρύφτηκε ποτέ.

 

          Εξάλλου, είναι κι αυτός, ο ένας και μοναδικός ήρωας του έθνους, ο Αλέξανδρος. Χάρη σ΄ αυτόν, η Ελλάδα δοξάστηκε αιώνια! Τον φθόνησαν! Την φθόνησαν! Όμως ποτέ δεν κατατροπώθηκε ούτε από εχθρό ούτε από τον χρόνο ο Αλέξανδρος και η Ελλάδα. Θα ήταν ντροπή μου να κρυφτώ. Θα ήταν ντροπή μου να μην κάνω τα αδύνατα δυνατά για να συνέλθουν οι Έλληνες από τις κακουχίες της ατελείωτης σκλαβιάς. Θα ήταν ντροπή μου να μην αγωνιστώ για να συναντηθούμε όλοι μαζί οι Έλληνες στα ηλιοφώτιστα μονοπάτια της πίστης στο Θεό και της γνώσης της ιστορίας. Ω ναι, θα ήταν μεγάλη ντροπή. Κι έπειτα, αν ο καθένας μας βουτηχτεί σε μια κρύπτη, πώς και από ποιον θα εμπνευστούν οι φιλέλληνες; Γιατί, σίγουρα, σε κάθε εποχή, υπάρχουν οι ξένοι που λατρεύουν κάθε τι ελληνικό, κάθε γνώση, κάθε ήρωα, κάθε τόπο που περπατήθηκε από αγέρωχους Έλληνες. Αν εμείς σήμερα κρυφτούμε, τι θα λένε οι φιλέλληνες; Πού χάθηκαν οι απόγονοι της ένδοξης ιστορίας του Αλεξάνδρου και του Αριστοτέλη; Όχι, αυτό δεν το αντέχει ο λογισμός μου! Δεν θέλω να πεθάνει στο πνεύμα του φιλέλληνα η ιστορία της πατρίδος μου. Και βέβαια δεν με νοιάζει ο πολιτικός της ξένης χώρας, μα ο άνθρωπός της που για αιώνες εμπνεύστηκε από τον μεγάλο Έλληνα, τον Αλέξανδρο.

 

Μέγας Αλέξανδρος (Πίνακας Γιάννη Νίκου)

          Ο Θεόδωρος, εκείνο το βράδυ πριν το ξημέρωμα της μοιραίας ημέρας, δεν άφησε τους φόβους των δικών του να τον ταράξουν. Ας τον προειδοποιούσαν με αγάπη ότι κινδύνευε, και όχι μόνο από τους τούρκους. Κινδύνευε από τους βούλγαρους, ήθελαν να τον σκοτώσουν για να γλυτώσουν μια και καλή από αυτόν. Αν φοβηθώ και φύγω, θα είμαι καταδικασμένος σε αιώνια ντροπή. Αν φοβηθείς και φύγεις, εσύ, άγνωστε αγαπημένε μου Έλληνα, που τώρα ζεις ή στο μέλλον, θα είσαι κι εσύ καταδικασμένος σε αιώνια ντροπή. Αλλά, τότε, ποιος ξένος επιστήμονας θα πατήσει σε ελληνικά χνάρια για να συμβάλλει στην πρόοδο της ανθρωπότητας; Ποιος ξένος ποιητής θα εμπνευστεί πια από την Ελλάδα μας; Ποιος συγγραφέας θα γεννηθεί χάρη στην έμπνευση που προκαλεί ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, ο τρανότερος όλων των Ελλήνων;


          Ο Θεόδωρος, για λίγες στιγμές του αθάνατου χρόνου, λίγο πριν δύσει η επίγεια ζωή του, πέταξε ψηλά στους ουρανούς της Μακεδονίας, είδε την καμένη γη, τα σκυφτά κεφάλια των Ελλήνων Μακεδόνων, τις κατεστραμμένες καθημερινές ζωές τους. Ο άυλος εαυτός του όμως δεν σκιαζόταν από αυτή την οικτρή πραγματικότητα. Γιατί αυτός ήξερε καλά πως τα χωράφια θα άνθιζαν ξανά, τα κεφάλια των Ελλήνων θα σηκώνονταν πάλι περήφανα, οι ζωές τους θα ορθώνονταν ξανά περήφανες στον χρόνο. Ναι, το ξέρω ότι όλα θα διορθωθούν στην γη του Αλεξάνδρου, Θεέ μου, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά! Και ο τρανός Έλληνας ο Αλέξανδρος θα εμπνεύσει και πάλι τον κόσμο ως ο μοναδικός πραγματικά Μακεδόνας επί της γης της ελληνικής.

 

          Ο Θεόδωρος, μπορεί να μην έβλεπε τον εαυτό του εκείνες τις στιγμές του αθάνατου χρόνου, αλλά με θαυμαστό τρόπο έπλεε μέσα σε αυτόν τον χρόνο, και βρέθηκε σε μια εποχή που έζησε ένας συγγραφέας, ο οποίος εμπνεύστηκε από τον Αλέξανδρο τον Μέγα και την ζωή του, που ήταν αφιερωμένη στην Μακεδονία των Ελλήνων.

 

          Είδε, χωρίς να ξέρει πώς έγινε αυτό κατορθωτό, τον Ιταλό συγγραφέα, Μάσιμο Μανφρέντι, σκυμμένο πάνω σε λευκές σελίδες. Οι οποίες δεν άργησαν να γεμίσουν με αράδες που υμνούσαν τον Αλέξανδρο τον Έλληνα από την Μακεδονία.

 

          Οι τέσσερις μάγοι κινούνταν με ήρεμο βήμα προς την κορυφή του βουνού που ήταν γνωστό ως βουνό του φωτός. Ο καθένας από αυτούς ερχόταν από ένα διαφορετικό σημείο του ουρανού και στην πλάτη του κουβαλούσε πλαγιαστά έναν σάκο με μυρωδικά ξύλα που θα έριχνε στον βωμό της θυσίας.

          Ο μάγος του χαράματος, ήταν ντυμένος με μετάξι ροζ και μπλε αποχρώσεων και φορούσε σανδάλια στα πόδια… Ο μάγος του δειλινού φορούσε έναν χρυσό μανδύα κοκκινωπών αποχρώσεων… Ο μάγος του μεσημεριού είχε πάνω του έναν κατακόκκινο μανδύα με χρυσές ανταύγειες… Ο μάγος της νύχτας ήταν τυλιγμένος με ένα μαύρο πανωφόρι με ασημιές ανταύγειες…

          Βάδιζαν με τον ίδιο ρυθμό, σαν να παρακινούνταν από την ίδια μουσική που μόνο αυτοί άκουγαν, και τελικά έφτασαν στον ναό ακριβώς την ίδια χρονική στιγμή, σαν να ήταν συνεννοημένοι, παρά το γεγονός ότι ο καθένας είχε έρθει από διαφορετικό δρόμο…

          Έφτασαν ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο και γύρω τους απλωνόταν το λαμπερό μαργαριτάρι του πρωινού φωτός…

Μάσιμο Μανφρέντι, Ιταλός συγγραφέας, πηγή έμπνευσης των έργων του η Αρχαία Ελλάδα

          Οι τέσσερις μάγοι αλληλοκοιτάχτηκαν και πλησίασαν ο ένας σιμά στον άλλο και προχώρησαν προς τον βωμό. Η ιεροτελεστία ξεκίνησε με τον μάγο του χαράματος που σχημάτισε ένα μικρό τετράγωνο με το σανταλόξυλό του. Πάνω σε αυτό ο μάγος του μεσημεριού ακούμπησε ξυλάκια ακακίας, ενώ ο μάγος του δειλινού άφησε εκεί πάνω ξυλάκια κέδρου, τα οποία είχε συλλέξει από το δάσος που βρισκόταν στο βουνό Λίβανον… Στο τέλος, ο μάγος της νύχτας εναπόθεσε εκεί πάνω καθαρό και περιποιημένο δρυόξυλο από τον Καύκασο, δρυόξυλο που το είχε σχίσει η αστραπή και το είχε ξεράνει ο ήλιος των βουνών. Έπειτα, και οι τέσσερις έβγαλαν από τους σάκους τους τις άγιες πέτρες που κουβαλούσαν, τις έτριψαν μεταξύ τους δημιουργώντας μπλε σπινθήρες που πετάχτηκαν πάνω στο σωρό των ξύλων που άρχισε να φλέγεται, στην αρχή αδύναμα, και μετά, όλο και πιο δυνατά και πιο ζωηρά. Οι φλόγες άλλαζαν τα χρώματά τους σε απαλό μπλε και σε άσπρο, μέχρι που θύμιζαν «την φωτιά του ουρανού», τον Θεό της αλήθειας και της δόξας, τον Κύριο του χρόνου και της ζωής. Εκτός από την φωνή της φωτιάς, που μουρμούριζε το προαιώνιο ποίημά της, τίποτα άλλο δεν ακουγόταν στον χώρο, ούτε καν η ανάσα των τεσσάρων ανδρών, που κοιτούσαν μαγεμένοι και ακίνητοι.

          Έτσι θαμπωμένοι κοιτούσαν τον πέτρινο βωμό καθώς και την αγία φλόγα που μεταμορφωνόταν σε μια μορφή. Το καθάριο φως της μορφής, ο θαυμαστός χορός της φωτιάς της, έκαμε τις προσευχές για τον λαό και τον βασιλιά του να υψώνονται προς τον ουρανό – έναν βασιλιά μεγάλο, τον βασιλιά όλων των βασιλέων, ο οποίος βρισκόταν τελικά μακριά από τον τωρινό τόπο, και καθόταν σε θρόνο μιας μεγαλοπρεπούς αίθουσας, σε πύργο στην αλησμόνητη Περσέπολη, μέσα σε ένα δάσος από χρυσοκόκκινους κίονες και λιοντάρια με απειλητικές όψεις.

          Σε αυτόν τον μαγικό και απομονωμένο τόπο, αυτήν την ώρα του χαράματος, δεν ακουγόταν τίποτα, και ακριβώς έτσι έπρεπε να είναι, για να μπορεί η ουράνια φωτιά να μεταμορφώνεται και να κινείται, έτσι όπως ορίζεται από την φύση της, μια φύση θεία, που ζητά πάντα να κινείται μπροστά, προς μια αυτοκρατορία, προς τον φλογισμένο ουρανό από τον οποίο κατάγεται.

          Αλλά, ξαφνικά, μια δυνατή πνοή ξεπετάχτηκε και μπλέχτηκε με τις φλόγες και έσβησε την φωτιά, ακόμα και τα καιόμενα ξυλάκια έγιναν καμένος άνθρακας μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μάγων, μέσα σε δευτερόλεπτα.

          Δεν ακολούθησε τίποτα άλλο, ούτε δεύτερο σημάδι υπήρξε, κανένας θόρυβος δεν πλανήθηκε εκτός από την κραυγή του γερακιού που πέταξε προς τον ουρανό, και ούτε ακούστηκαν κάποιες λέξεις. Κακά προαισθήματα φώλιασαν μέσα στους τέσσερις άντρες που βρίσκονταν γύρω από τον βωμό, και πια έκλαιγαν βουβά.

          Σε μια μακρινή χώρα, στα δυτικά, την ίδια ώρα, μια νέα γυναίκα έφτανε τρέμοντας στην βαλανιδιά ενός παλιού ιερού, κρατώντας στην αγκαλιά της για πρώτη φορά το παιδί της. Ήθελε να ζητήσει από τους θεούς την ευλογία τους γι΄ αυτό το παιδί. Το όνομα της νέας γυναίκας ήταν Ολυμπιάδα. Το όνομα του παιδιού το αποκάλυψε η θύελλα, η οποία τράνταξε τις αιωνόβιες βουνοκορφές και σήκωσε ψηλά από την γη το χαλί των νεκρών φυλλωμάτων τους:

                             Α Λ Ε Ξ Α Ν Δ Ρ Ο Σ

 

          Ο Θεόδωρος ανοιγόκλεισε τα μάτια του μια, δυο, τρεις φορές. Τι μου συμβαίνει; Παράξενα όνειρα γεμίζουν το βράδυ! Ποιον συγγραφέα ονειρεύτηκα; Και οι λέξεις του, γλαφυρά να ζωντανεύουν τον Αλέξανδρο, να τον τοποθετούν πάνω από τον άνθρωπο, κοντά, τόσο κοντά στο Θεό… Κι έπειτα, χάνεται… Ο Θεόδωρος ανατρίχιασε. Αν εμείς σήμερα κρυφτούμε κι αφήσουμε τον εχθρό να δράσει, τον τούρκο ή τον βούλγαρο, θα είναι σαν να δολοφονούμε πάλι τον Αλέξανδρο. Τον βασιλιά των βασιλέων, με την θεία μοίρα και το τραγικό τέλος.

 

          Βημάτισε για λίγα λεπτά στο δωμάτιο ο Θεόδωρος, προσπαθώντας να καταλαγιάσει το πνεύμα του. Αν ήξερε ότι δεκαετίες αργότερα, το μακρινό γι΄ αυτόν έτος 2019, ένας πρωθυπουργός της Ελλάδος, ένας πρόεδρος της Ελλάδος και οι βουλευτές της κυβέρνησης θα πρόδιδαν την Μακεδονία, και θα έμπηγαν 153 + 1 μαχαιριές στην ψυχή του Αλέξανδρου, αν τα ήξερε όλα αυτά, ο Θεόδωρος σίγουρα δεν θα μπορούσε να βρει γαλήνη.

 

          Έχω τόσα πράγματα να διευθετήσω αύριο, έτσι ώστε η αναχώρησή μου για την Αθήνα να μην δημιουργήσει προβλήματα εδώ… Μονολόγησε κι έπεσε να κοιμηθεί, προσευχόμενος για την λευτεριά της Μακεδονίας.

          Ξημέρωσε η 22η ημέρα του Φεβρουαρίου. Ο Θεόδωρος τακτοποίησε τις εκκρεμότητές του και αργότερα επισκέφθηκε έναν φίλο του γιατρό. Οι δύο άντρες συναντήθηκαν, κουβέντιασαν κι έπειτα ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Αν μπορούσε να γυρίσει πίσω ο χρόνος και ο σπουδαίος αυτός άντρας, ο Θεόδωρος Ασκητής, να μην εγκατέλειπε εκείνη την μοιραία ώρα, 7 το βράδυ, το σπίτι του γιατρού για να πάει στο προξενείο! Να όμως που δεν άφηνε ο χρόνος να αλλάξουν τα γεγονότα. Ο Θεόδωρος περπάτησε κι έφτασε στην συμβολή των οδών Μητροπόλεως και Αγίας Σοφίας. Τόσο κοντά στο προξενείο! Αν μόνο προλάβαινε να το φτάσει και να μπει μέσα!.. Δεν πρόλαβε όμως… Κάποιος πυροβόλησε, μια φορά, δυο φορές. Ο θόρυβος εκκωφαντικός, θανατηφόρος. Η πλάτη του παλικαριού ματώθηκε, το κορμί του ξαπλώθηκε στο έδαφος. Άνθρωποι βρέθηκαν κοντά του, και από το προξενείο, και περαστικοί, κι ένας γιατρός ανάμεσά τους.

 

          Προσπάθησαν να τον σώσουν στο «Γαλλικό Νοσοκομείο» όπου μεταφέρθηκε. Κάπου μέσα στο πνεύμα του σιγανοπερπατούσε η σκέψη, είμαι δουλευτής της πατρίδος… Λέξεις που τις πρωτοείπε ο Δραγούμης, και που τόσο πολύ ταίριαζαν με τον χαρακτήρα αυτού του παλληκαριού. Δεν τρομοκρατήθηκε, δεν κρύφτηκε, οι απειλές των βουλγάρων δεν λύγισαν το ηθικό και το θάρρος του. Παρέμεινε αγέρωχος στο διάβα της ζωής του, μέχρι και την τελευταία του πνοή, που την άφησε το πρωί της ημέρας που ξημέρωσε μετά την δολοφονική επίθεση εναντίον του.

 

          Άνθρωποι πολλοί, από το προξενείο το ελληνικό, και από άλλα ξένων χωρών, καθώς και κληρικοί και πολιτικοί και πολίτες, πήγαν στο νοσοκομείο, καθώς και στον τόπο της δολοφονίας του. Συγκεντρώθηκαν εκεί για να διαμαρτυρηθούν για την άγρια και άνανδρη δολοφονία του παλληκαριού.

 

          Η κηδεία του έγινε την 24η ημέρα του Φεβρουαρίου του 1908. Χιλιάδες άνθρωποι, ανεπίσημοι και επίσημοι, τίμησαν το παλληκάρι με την παρουσία τους, ενταφιάστηκε όπως του άξιζε, ως ήρωας. Το φέρετρο ήταν τυλιγμένο με την γαλανόλευκη. Τα δάκρυα του κόσμου ασταμάτητα κυλούσαν. Τα καταστήματα είχαν κλείσει. Ο βαθύς πόνος είχε απλωθεί παντού, σε ολόκληρη την πόλη, σε ολόκληρη την Μακεδονία. Οι καμπάνες για δυο ημέρες χτυπούσαν πένθιμα. Παντού κυριαρχούσε βαριά σιωπή. Το πένθος γι΄ αυτό το παλληκάρι ήταν βαρύ, σκίαζε την λογική κάθε Έλληνα.

 

          Και οι αρχές και ο κόσμος της πόλης γνώριζαν ότι οι βούλγαροι μισούσαν θανάσιμα τον Θεόδωρο Ασκητή. Και ο ίδιος το γνώριζε. Μα ως δουλευτής του έθνους, ήταν αδύνατο να αλλάξει την πορεία της μοίρας του. Μετά, έγιναν έρευνες και ανακρίσεις, και οι αρχές άρχισαν να αποκαλύπτουν τις ταυτότητες των δραστών. Μια γυναίκα που έμενε κοντά στο καπηλειό όπου σύχναζαν βούλγαροι, κοντά στο σπίτι του Σβορώνου, τον γιατρό που είχε επισκεφθεί το μοιραίο βράδυ ο Θεόδωρος, κατέθεσε ότι είδε δυο βούλγαρους να βγαίνουν από αυτό το καπηλειό, και ήταν και οι δυο περίεργοι, με ύποπτη συμπεριφορά, κακά βλέμματα. Ίσα που έφτανε στο σπίτι της, όταν άκουσε τους πυροβολισμούς. Η καρδιά της σφίχτηκε από φόβο και τρόμο. Κάτι κακό είχε γίνει. Όντως. Είχε γίνει το μεγάλο κακό. Δολοφονήθηκε το παλληκάρι, ο Θεόδωρος. Ήταν σίγουρη πως οι δυο βούλγαροι σκότωσαν τον Έλληνα. Αυτό κατέθεσε στις αρχές, οι οποίες ερεύνησαν όλη την γειτονιά και βέβαια και το καπηλειό. Ο ιδιοκτήτης του, ο επονομαζόμενος Κώστε, δεν ήταν ένας απλός πολίτης που έβγαζε το μεροκάματό του. Το καπηλειό του ήταν κέντρο των βούλγαρων κομιτατζήδων. Αυτοί μπαινόβγαιναν στο μαγαζί και συνεργάζονταν με τον Κώστε. Σαν λυσσασμένα ζώα, παρακολουθούσαν τους Έλληνες, κι έναν μόνο σκοπό είχαν, να εξαφανίσουν όλους τους Έλληνες.

 

          Την μαύρη εκείνη ημέρα, ο Κώστε είδε τον Θεόδωρο να προχωρά προς το σπίτι του Σβορώνου. Αφού σιγουρεύτηκε ότι ο Θεόδωρος βρισκόταν πια μέσα στο σπίτι, ειδοποίησε τους κομιτατζήδες. Παρακολουθούσαν με υπομονή και άγρια δολοφονική διάθεση το σπίτι του γιατρού. Όταν ο γενναίος Έλληνας βγήκε από αυτό το σπίτι, οι κομιτατζήδες ανέλαβαν δράση, εκτέλεσαν την διαταγή του Κώστε. Σήκωσαν το όπλο και δολοφόνησαν από μικρή απόσταση τον Θεόδωρο.

Συλλαλητήρια Ελλήνων υπέρ του Θεόδωρου Ασκητή που δολοφονήθηκε άνανδρα

          Η Θεσσαλονίκη συνταράχθηκε από την δολοφονία του παλικαριού. Όλοι οι Έλληνες πόνεσαν με τον χαμό του. Και σιχάθηκαν τον εχθρό, όποιο όνομα κι αν είχε, τούρκος ή βούλγαρος ή προδότης… Έπρεπε επιτέλους να σηκώσουν κεφάλι οι Έλληνες, έπρεπε η Μακεδονία να καθαριστεί από κάθε βρωμιά δουλείας και δουλοπρέπειας. Όπως δεν κρύφτηκε ποτέ ο Θεόδωρος, κανείς πλέον δεν είχε δικαίωμα να κρύβεται, αν ήθελε να σωθεί η πατρίδα του. Ο καθένας έπρεπε να γίνει δουλευτής του έθνους. Έτσι ένοιωσαν όλοι οι Έλληνες, κι έτσι έπραξαν, πρώτα με τα συλλαλητήρια που έγιναν στην Θεσσαλονίκη, και, λίγο αργότερα, στην Αθήνα, για να διατρανώσουν την φωνή τους: Ο Θεόδωρος έδωσε την ζωή του για την Μακεδονία, ας ξυπνήσουμε επιτέλους όλοι! Φτάνει πια η δουλεία και η δουλοπρέπεια. Και μετά με τους αγώνες τους για την οριστική απομάκρυνση του εχθρού από τα ιερά εδάφη της Μακεδονίας.

 

          Την δολοφονία αυτού του παλληκαριού, του Θεόδωρου Ασκητή, την κατέγραψε η ιστορία. Ως έργο του εχθρού. Το παλληκάρι τιμήθηκε για την λεβέντικη ελληνική ψυχή του. Και έγινε παράδειγμα προς μίμηση. Μετά, ο χρόνος κύλησε, κι ενώ φαινόταν ότι ο Θεόδωρος βρισκόταν μέσα στην προστατευτική του αγκαλιά, η μοίρα αποφάσισε να τον χτυπήσει ξανά. Δεκαετίες αργότερα, έναν αιώνα αργότερα, σε μια απελευθερωμένη Ελλάδα, 153 + 1 μαχαιριές μπήγονταν άγρια στην σάρκα του Αλέξανδρου και ταυτόχρονα στην σάρκα του Θεόδωρου.
Απόσπασμα από το βιβλίο "153+1 μαχαιριές στην καρδιά της Μακεδονίας, στην ψυχή της Ελλάδος", Νίκη Μάρκου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου