Το Θαύμα των Φώτων!

Ένας κεραυνοβόλος έρωτας, ένα φρικτό ατύχημα και το απίστευτο θαύμα!

Διήγημα 

Η γνωριμία

Το σχολείο ήταν άδειο από παιδικές φωνές, ο δρόμος έρημος και τα φώτα στα σπίτια σβηστά. Αξημέρωτα ακόμα. Μόνο στον φούρνο της γειτονιάς, αντίκρυ από το σχολείο, η ζωή έπαιρνε μπρος.

 Η Ασπασία έσπρωξε με βιάση την γυάλινη εξώπορτα.

«Καλημέρα! Συγγνώμη αφεντικό, άργησα πάλι!» Τιτίβισε χαρούμενα, ενώ ξεφορτωνόταν το πανωφόρι της.

 Η μοσχομυρωδιά της ζύμης έκανε την κοιλιά της να γουργουρίσει.

«Καλημέρα και σε σένα κοπελιά μου» φώναξε ο ασπρομάλλης φούρναρης. «Αναρωτιέμαι, θα έρθεις ποτέ στην ώρα σου;» Της γκρίνιαξε, μα χαμογελώντας.

«Τα πρώτα αριστουργήματα ψήνονται ήδη» δήλωσε, διορθώνοντας το σκουφί του. Ήταν ευχαριστημένος με την Ασπασία, κι ας ήταν πάντα αργοπορημένη. Ήταν τόσο εργατική, πρόσχαρη και ανοιχτόκαρδη που δεν του πήγαινε η καρδιά να την κατσαδιάσει.

 «Θα μείνω λίγο παραπάνω, να ξεπληρώσω την αργοπορία μου» είπε η 25χρονη μαυρομαλλούσα με τα καταγάλανα σαν τ’ απέραντου ουρανού μάτια. Έβαλε την άσπρη ποδιά και το σκουφάκι της και ξεκίνησε την δουλειά, σιγοτραγουδώντας.

 Όταν βγήκε η πρώτη φουρνιά με τα ψωμιά, δεν ξέχασε την συνήθειά της. Έπιασε με καθαρή πετσέτα ένα, έσπασε την μια γωνιά του και ρούφηξε άπληστα τον ζεστό μυρωδάτο ατμό.

Ο φούρναρης δεν της έκανε παρατήρηση. 3 χρόνια τώρα, ίδια ιεροτελεστία. Ξεχώριζε το ψωμί που θα έπαιρνε στο σχόλασμα μαζί της, έτρωγε την ζεστή ακόμα γωνιά του μπροστά στην τζαμαρία αφήνοντας βογγητά ευχαρίστησης κι έπειτα συνέχιζε την δουλειά της. Κρυφογελώντας ο φούρναρης, έκανε την δική του δουλειά. Μόλις τέλειωνε με τα ψωμιά, θα έπιανε τα γλυκά. Αλλά στα γλυκά είχε βοήθεια και από την ζαχαροπλάστισσα που όταν μιλούσε, ακουγόταν μετά βίας, τόσο σιγανή ήταν η φωνή της.

Η Ασπασία δάγκωσε την πρώτη μπουκιά, την στιγμή που ο θόρυβος μιας μηχανής πρόσβαλε την ησυχία της γειτονιάς. Μ΄ απορία είδε την μηχανή να σταματά μπροστά στον φούρνο. Ο οδηγός κατέβηκε, έβγαλε το κράνος του και κοίταξε ανήσυχος τριγύρω. Έπειτα το βλέμμα του στάθηκε στον φούρνο και στην γυναίκα μπροστά στο τζάμι που έτρωγε με όρεξη ψωμί.

Ποιος τρώει ψωμί πριν καν ξημερώσει; Σκέφτηκε κι ήταν έτοιμος να απομακρυνθεί, όταν η κοπέλα του κούνησε χαρωπά το χέρι.

 Είναι και χαρούμενη, που να με πάρει! Με βλέπει σαν πελάτη, τι άλλο; Ή ξέχασε ή δεν ήθελε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό της κοπέλας. Χάθηκα! Πού να βρίσκομαι άραγε; Αυτά παθαίνει κάποιος, όταν τον σέρνει… μια γυναίκα. Τα χείλη του στράβωσαν σε ένα χαμόγελο. Αλλά, ήταν όμορφα, όλα τα εφήμερα είναι όμορφα, γιατί δεν μπερδεύουν την καθημερινότητά σου, δεν σε δεσμεύουν, είπε στον εαυτό του, και η ικανοποίηση έκανε τα μάτια του να γυαλίζουν. Η ικανοποίηση και το αλκοόλ. Πώς την λένε; Αναρωτήθηκε φευγαλέα, ανασηκώνοντας τους ώμους. Δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία που θα ξεχνούσε, αφού πρώτα είχε γευτεί όσα ήθελε.

Ας ρωτήσω πού βρίσκομαι, αποφάσισε και μπήκε στον φούρνο.

Η Ασπασία προσπάθησε να μην γουρλώσει τα μάτια, σαν το είδε. Δύσκολο να μην επηρεαστείς από την παρουσία του. Ψηλός, όμορφος, κάπως… ζαλισμένος. Ήπιε ο ανόητος και οδηγεί μηχανή! Αυτή η διαπίστωση έδιωξε αμέσως τον θαυμασμό της για τον άγνωστο.

«Ε… είστε ανοιχτά;» Ρώτησε ανόητα ο άντρας, που πια στεκόταν μπροστά στα πια γαλανά μάτια που είχε δει ποτέ του.

 «Με χαρά να σε εξυπηρετήσω» απάντησε η Ασπασία, βαδίζοντας προς τον πάγκο της. Τίναξε τα ψίχουλα από το στήθος της και περίμενε την παραγγελία του, αλλά ο οδηγός εξακολουθούσε να την κοιτάζει σαν να ήταν… λαχταριστό γλυκό. Αμήχανη, ξεροκατάπιε.

 «Τα γλυκά είναι χθεσινά, τα φρέσκα θα βγουν στην διάρκεια της ημέρας. Όμως, τα πρώτα ψωμιά βγήκαν. Άλλωστε, σε ζαλίζει η μυρωδιά τους, έτσι δεν είναι;» Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, ενώ ακούστηκε κάπου πίσω της το μουρμουρητό του φούρναρη και ο θόρυβος αντικειμένου που έπεφτε.

 «Το αφεντικό μάλλον θα κάνει ζημιά, πάλι», είπε η Ασπασία και αυτά τα λόγια της απέσπασαν την προσοχή του.

 «Δεν φοβάσαι μήπως σ΄ ακούσει να τον κατηγορείς;»

  Τι έπαθα ο ανόητος, πρόσθεσε βουβά. Έχει όμορφα μάτια, ε και;

 «Ω όχι, είναι καλός, τόσο καλός! Λοιπόν, θέλεις φρέσκο ψωμάκι; Μπορώ να σου προσφέρω και καφέ, μάλλον τον χρειάζεσαι». Είδε το φρύδι του να ανασηκώνεται και το κοροϊδευτικό ύφος του την έκανε να νοιώσει αγενής. Αμέσως, όμως, έδιωξε το συναίσθημα της δυσαρέσκειας. Ο άνθρωπος έχει πιει, και οδηγεί σαν να μην συμβαίνει τίποτα! Δεν κινδυνεύει μόνο αυτός, αλλά και όποιος βρεθεί στον δρόμο του.

«Θέλω μόνο ψωμί, όντως μοσχοβολάει» είπε ο οδηγός, απορώντας με τον εαυτό του. Είχε μπει στον φούρνο για να ρωτήσει πού βρισκόταν, και όχι για να αγοράσει ψωμί, ούτε για να συζητήσει με μια… πανέμορφη γαλανομάτα.

«Γιατί δίνετε ψωμί για δύο μέρες; Και το κοινοποιείτε κιόλας στους πελάτες σας;» Άκουσε τον εαυτό του να ρωτά. Γιατί φλυαρώ ηλιθίως;

«Σε ποιον πλανήτη ζεις; Είναι των Φώτων, και βέβαια ενημερώνουμε τους αγαπημένους μας πελάτες, ώστε να κανονίσουν πόσο ψωμάκι και ό,τι άλλο χρειάζονται, να το αγοράσουν σήμερα. Δεν έχεις ξαναμπεί σε φούρνο άνθρωπέ μου;»

 Ο οδηγός παραπάτησε λίγο, ωστόσο το ειρωνικό ύφος δεν ξεθώριαζε στο πρόσωπό του.

«Με φροντίζουν…» σταμάτησε απότομα την φράση του, γιατί ένοιωσε για πρώτη φορά στην ζωή του γελοίος. Η γλυκιά εργαζόμενη τού χαμογελούσε πλατιά, κι ας της έλεγε παλαβομάρες.

«Καλό είναι να σε φροντίζουν οι άλλοι, όμως θα έπρεπε να ξέρεις τι είναι η αγορά!» Τον κορόιδεψε καλοπροαίρετα, γυρνώντας του την πλάτη. «Θα ετοιμάσω καφέ για το αφεντικό, για μένα και για σένα πλουσιόπαιδο». Στράφηκε πάλι προς το μέρος του.

«Έχεις πιει και οδηγείς! Αυτό είναι μεγάλο λάθος! Να, εκεί στην γωνιά έχουμε βάλει ένα τραπεζάκι και δυο καρέκλες για τους κουρασμένους πελάτες μας. Κάθισε, σε παρακαλώ, πιες τον καφέ σου, φάε λίγο ψωμάκι κι ύστερα συνεχίζεις τον δρόμο σου. Βέβαια, καλύτερα είναι να πάρεις ταξί, κι έλα αύριο να μαζέψεις το μηχανάκι σου. Εδώ μπροστά δεν θα σου το κλέψουν, θα το προσέχω κι εγώ» του υποσχέθηκε και του γύρισε ξανά την πλάτη για να ετοιμάσει τα καφεδάκια τους.

Ο οδηγός αποσβολωμένος κοιτούσε την πλάτη της. Είναι λυγερόκορμη. Κανονικά θα έπρεπε να την στολίσω με μια βρισιά και να εξαφανιστώ. Μου κάνει μάθημα για το πιοτό, λες κι έχει τέτοιο δικαίωμα η έξυπνη.

«Πώς σε λένε;» Άκουσε τον εαυτό του να ρωτά, και φούντωσε η αυτο-αγανάκτησή του. Τι με νοιάζει πώς την λένε, μήπως θα την ξαναδώ; Σκέφτηκε και ταυτόχρονα ένοιωσε πως ήθελε να ξαναδεί τα καταγάλανα μάτια της. Κι έτσι όπως σιγοτραγουδούσε, η φωνή της γλιστρούσε στον εγκέφαλό του και τον μάγευε. Την στιγμή που αθέλητα πήγαινε προς το τραπεζάκι, το ύφος του από αλαζονικό έγινε απορημένο.

Τι κάνω εδώ μέσα; Κάθισε στην καρέκλα και η ματιά του τριγύρισε στον χώρο. Αδιάφορος. Μόνο η κοπέλα τον ενδιέφερε, κι αυτό ήταν ανεξήγητο και απόλυτα εκνευριστικό.

Η φωνή του φούρναρη, που γύρευε τον καφέ του, διέλυσε το σιγοτράγουδό της, κι αυτό τον θύμωσε.

«Ευχαριστώ καλό μου κορίτσι! Εξυπηρέτησε τον άνθρωπο, κι έπειτα τακτοποίησε τα ψωμιά στα ράφια».

«Έγινε αφεντικό! Έχει πιει και οδηγεί! Πόσα θύματα στην άσφαλτο θρηνεί η Ελλάδα και μυαλό δεν βάζουν οι Έλληνες;» Αγανάκτησε η Ασπασία, σίγουρη πως ο επισκέπτης την άκουγε. Έπρεπε να κατανοήσει ο ανόητος το μεγάλο λάθος του να οδηγεί υπό την επήρεια του αλκοόλ.

 Με δύο φλιτζάνια καφέ, πλησίασε στο τραπεζάκι και ακούμπησε το ένα μπροστά του.

 «Γιατί ανακατεύεσαι στις ζωές των άλλων;» Γρύλισε ο οδηγός.

«Ασπασία, το όνομά μου», είπε και ήπιε μια μικρή καυτή γουλιά καφέ. «Δεν θα ανακατευόμουν ειδικά στην δική σου ζωή, μια και δεν σε γνωρίζω, αν ήσουν νηφάλιος! Βάζεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο, αλλά και τους άλλους», τον μάλωσε «όταν πίνουμε, δεν οδηγούμε!»

 «Ξέρω τι κάνω Ασπασία!» Ύψωσε την φωνή του, σαν να την γνώριζε από παλιά αυτήν την εκνευριστική πλανεύτρα γυναίκα.

«Ήπια ένα ποτηράκι παραπάνω, μα να είσαι σίγουρη ότι δεν κινδυνεύει κανένας, όταν οδηγώ. Αν δεν ήμουν σε θέση να οδηγήσω, θα έπαιρνα ταξί». Έκλεισε απότομα το στόμα του, αλλά οι σκέψεις συνέχιζαν να μην υπακούν την λογική του: Και δεν θα χανόμουν και δεν θα βρισκόμουν εδώ μέσα να ακούω τις κατσάδες μιας άγνωστης. Ούτε θα έβλεπα αυτά τα μάτια. Ούτε θα έβλεπα τα σαρκώδη χείλη. Ούτε θα αναρωτιόμουν πώς είναι το άγγιγμα… Τίναξε το κεφάλι του για να διώξει τις σκέψεις που έπαιρναν επικίνδυνα μονοπάτια.

Την είδε να απομακρύνεται και σχεδόν αμέσως να επιστρέφει κοντά του. Έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και του το πρόσφερε.

 «Θα το πάρεις ή θα το καμαρώνεις;» Έβαλε το ψωμί στα χέρια του, ενώ το υπόλοιπο το ακούμπησε στο τραπεζάκι.

«Πρώτη φοράς βλέπεις ψωμί; Τι το κοιτάζεις; Φάε!» Πρόσταξε, σαν να ήταν από χρόνια φίλοι, και κάθισε. «Ποιο είναι το δικό σου όνομα;»

 Ο οδηγός υπάκουσε αθέλητα, και με την πρώτη μπουκιά κατάλαβε ότι πεινούσε.

«Νοστιμότατο!» Αναφώνησε. «Και τα μάτια σου είναι πολύ γαλανά, πολύ όμορφα Ασπασία!» Του ξέφυγε το κομπλιμέντο, και η κοπέλα γέλασε.

«Πολύ γαλανά;» Γέλασε χαρούμενη η Ασπασία. «Δεν γνωριζόμαστε, εγώ σε μαλώνω για το πιοτό, εσύ μου κάνεις κομπλιμέντα! Παράξενο αντάμωμα το σημερινό! Ανακωχή, πλουσιόπαιδο;» Του έτεινε το χέρι και η ζεστασιά της τον διαπέρασε σαν ηλεκτρισμός. Αλλά και η Ασπασία ταράχτηκε, και ξανάπιασε να μιλά, για να κρύψει το συναίσθημά της.

«Τα Φώτα είναι μεγάλη γιορτή». Η Ασπασία ήπιε μια γουλιά καφέ. «Ο Αγιασμός των Υδάτων, είναι σημαντικό γεγονός».

«Πιστεύεις στον Θεό;» Την ρώτησε με έκπληξη, σαν να του είχε δηλώσει κάτι εξωπραγματικό και ασυνήθιστο. Στον δικό του κόσμο, η πίστη δεν είχε καμία θέση. Ακόμα κι όταν κάποιοι γνωστοί του πήγαιναν στην εκκλησία ή έκαναν τον σταυρό τους, το έκαναν για να φανούν, να δείξουν, να κουτσομπολέψουν. Και όχι γιατί πίστευαν. Ο ίδιος ούτε πίστευε ούτε στην εκκλησία πήγαινε

«Και στον Θεό πιστεύω, και στα θαύματα! Τα Αγιασμένα Νερά μπορούν να θεραπεύσουν!» Η Ασπασία ακούμπησε με τα ακροδάχτυλα το φλιτζάνι της, ενώ τον κοιτούσε ίσια στα μάτια. Είδε μέσα σ΄ αυτά τον σαρκασμό και πικράθηκε.

 «Να υποθέσω ότι εσύ δεν πιστεύεις;»

 «Όχι βέβαια! Η ύλη, μετρά. Η εξουσία. Η δόξα. Αν δεν έχεις αυτά, δεν είσαι κάτι, είσαι τίποτα! Αναγκάζεσαι, καλή ώρα σαν εσένα, να δουλεύεις νύχτα για να επιβιώσεις και να εξυπηρετείς δύστροπους και πιωμένους, καλή ώρα σαν εμένα!» Μόλις είδε το πρόσωπό της να κοκκινίζει, κατάλαβε ότι την πρόσβαλλε και το μετάνιωσε. Κατάπιε το σάλιο του, μην ξέροντας πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση.

 «Γελάς συχνά, τόσο δυνατά ώστε να σε πονέσει η κοιλιά σου από τα γέλια;» Η ήρεμη, σχεδόν γελαστή φωνή της, τον εξέπληξε. Την πρόσβαλλε, κι αυτή, αντί να του ανταποδώσει το χτύπημα, τον ρωτούσε αν γελούσε συχνά.

 «Παράξενο πλάσμα είσαι» της είπε, ενώ συλλογιζόταν αν είχε ποτέ γελάσει μέχρι να τον πονέσει η κοιλιά του.

 «Άγνωστε πιωμένε φίλε μου, εγώ γελώ συχνά μέχρι δακρύων και πόνου, πιστεύω στα Αγιασμένα Νερά, είμαι ευτυχισμένη που εργάζομαι την νύχτα, δεν κυνηγώ την δόξα και την εξουσία, δεν θυμώνω μαζί σου, αλλά», εγκατέλειψε την θέση της «πρέπει να σ΄ αφήσω τώρα, να ανακτήσεις τις δυνάμεις σου, να ηρεμήσεις από την παράξενη παρουσία μου…»

 «Μην φεύγεις, πες μου κι άλλα, δείξε μου τον κόσμο σου», την παρακάλεσε ο οδηγός.

 «Δεν γίνεται! Η ώρα περνά, άργησα κιόλας να έρθω στην δουλειά, κουβεντιάζω μαζί σου σαν να είμαστε σε καφετερία, και σε λίγο θα μου γκρινιάξει, με το δίκιο του, ο φούρναρης».

«Τι ώρα σχολάς;» Ούτε ο ίδιος δεν κατάλαβε γιατί εκσφενδόνισε αυτή την ερώτηση. «Για να σε κεράσω κι εγώ έναν καφέ, σε καφετερία, και να εκφράσω την συγγνώμη μου. Δεν έπρεπε να σε προσβάλλω».

«Δεν ξέρω τι ώρα θα σχολάσω σήμερα. Θα έχει πολλή δουλειά, λόγω των Φώτων. Δεν θα πάμε για καφέ, όμως είναι σαν να πήγαμε. Σε ευχαριστώ για την πρόσκληση».

«Προφανώς, δεν σου αρέσει να κάνεις παρέα με έναν άπιστο».

Του έσφιξε το χέρι φευγαλέα, πήρε το φλιτζάνι της και επέστρεψε στον πάγκο της.

«Και βέβαια κάνω παρέα με έναν άπιστο! Εξάλλου, εσύ δεν είσαι μόνο άπιστος, είσαι και πλούσιος και ομορφόπαιδο. Γιατί να μην πιω καφεδάκι μαζί σου; Μια άλλη φορά, που θα ξαναβρεθείς στον φούρνο μας, θα κλείσουμε καφε-ραντεβουδάκι. Συμφωνείς;»

 Της ένευσε καταφατικά. Με μαγεύει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πρώτη φορά νοιώθω έτσι. Την κατέκρινα που δουλεύει νύχτα, και δεν με απέρριψε τελικά. Είναι σίγουρο ότι θα ξανάρθω σύντομα εδώ… Αυτές οι σκέψεις τον τάραξαν ακόμα περισσότερο. Ήπιε μονορούφι τον καφέ του, άφησε κάποια χρήματα στο τραπεζάκι και βιαστικά πήγε προς την εξώπορτα.

 «Σε ευχαριστώ για όλα!» Φώναξε, αποφεύγοντας να κοιτάξει τα καταγάλανα μάτια της, παρόλο που μόνο αυτό ήθελε να κάνει.

 Και η Ασπασία, όμως, ήταν επηρεασμένη από την παρουσία του. Ξαφνικά, δεν ήθελε να φύγει ο άγνωστος από τον φούρνο.

 «Δεν μου είπες το όνομά σου».

  «Ματθαίος».

 «Ασυνήθιστο όνομα!» Έτρεξε κοντά του, αθέλητα. «Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο το έχεις ακουστά;» Ξανά, είδε το φρύδι του να ανασηκώνεται ειρωνικά, όμως το ύφος του ήταν πιο χαλαρό, καθόλου αλαζονικό.

 «Θα μου μιλήσεις γι΄ αυτό στο καφε-ραντεβουδάκι μας;»

 Του ένευσε καταφατικά, και τότε η φωνή του φούρναρη έσπασε την μαγεία της στιγμής.

 «Ασπασία, σε χρειάζομαι, έλα εδώ γρήγορα!»

 «Το καθήκον με καλεί. Πάρε ταξί φίλε μου. Θα προσέχω την μεγάλη μηχανή σου, στο υπόσχομαι!» Χωρίς άλλη κουβέντα, βάδισε προς το αφεντικό της. Η εξώπορτα έκλεισε και ο φούρναρης άρχισε να την πειράζει.

«Αν δεν τα προλάβουμε όλα στην ώρα τους, εσύ θα φταις. Αξημέρωτα, φλερτάρεις με τον νεαρό! Πού την βρήκες την όρεξη! Πιάσε δουλειά και γρήγορα κοπελιά!»

«Δεν φλέρταρα. Είχε πιει. Τον βοηθούσα να ξαναβρεί τις δυνάμεις του» απολογήθηκε κρυφογελώντας η Ασπασία.

«Κι εγώ δεν ψήνω ψωμιά μέσα στην νύχτα, αλλά είμαι ένα πλουσιόπαιδο που διασκεδάζει μέσα σε έναν φούρνο που τυχαία βρέθηκε στον δρόμο μου…»

«Άτιμο αφεντικό, είχες στήσει αυτί!» Τον πείραξε η Ασπασία, κι ακούγοντας το μουγκρητό της μηχανής, σφίχτηκε η ψυχή της.

Έχω κακό προαίσθημα, σκέφτηκε και προσπάθησε να το αποδιώξει, όσο τακτοποιούσε τα ψωμιά κι άκουγε τις εντολές του φούρναρη για όσα έπρεπε να κάνει στην συνέχεια. Αλλά δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα.

Αλαφιασμένος ένα άντρας μεγάλης ηλικίας μπήκε στον φούρνο. Τα χαρακτηριστικά του ήταν αλλοιωμένα από την αγωνία.

«Γρήγορα, ένα τηλέφωνο, για ασθενοφόρο, ξέχασα το κινητό μου σπίτι, ατύχημα με μηχανή», ούρλιαξε, μπερδεύοντας τις λέξεις και τις ανάσες του ο άγνωστος και στην στιγμή ο φούρναρης, που είχε ήδη σχηματίσει τον αναγκαίο αριθμό, του έτεινε το κινητό του.

«Πες τους πού ακριβώς έγινε το ατύχημα». Ο φούρναρης ένιωσε τα γόνατά του να τρέμουν. Λες να είναι το παλικάρι που έφυγε από εδώ πριν λίγο; Καημένη μάνα, δόλιε πατέρα… Οι σκέψεις τον τρέλαιναν, και γύρισε προς την Ασπασία. Μα πρόλαβε να δει την πλάτη της, καθώς έκλεινε πίσω της η εξώπορτα και να ακούσει την τσιριχτή φωνή της.

«Ο Ματθαίος».


Το ατύχημα

Η Ασπασία δεν αναρωτήθηκε πού έγινε το ατύχημα. Ο μονόδρομος όπου βρισκόταν ο φούρνος, οδηγούσε στον κεντρικό δρόμο της γειτονιάς που ήταν επίσης μίας κυκλοφορίας. Τρέχοντας, κατευθυνόταν προς την πλατεία. Από μακριά το είδε… Το σημείο του ατυχήματος.

Στο σιντριβάνι. Που εκείνη την ώρα δεν είχε ούτε πίδακες νερού ούτε φώτα ούτε περαστικούς να ξεκουράζονται τριγύρω του. Η καρδιά της κάλπαζε αφηνιασμένα, τις σκέψεις της τις έτρωγαν κατάμαυρα κοράκια. Η ανάσα έκαιγε το λαρύγγι της, ο πόνος λύγιζε τα γόνατά της.

Εγώ φταίω. Τον γρουσούζεψα. Του φώναξα που ήπιε και οδήγησε, λες και ήταν δική μου δουλειά. Τον γρουσούζεψα. Η ενοχή της, θαρρείς κι έφταιγε αυτή για το ατύχημα, έκανε ακόμα πιο τραγική την κατάσταση.

Ασυγκράτητα πια έτρεχαν τα δάκρυα της, καθώς, πλησιάζοντας, είδε την μηχανή αναποδογυρισμένη και στραπατσαρισμένη, τον Ματθαίο πεταμένο στο τσιμέντα, με τα πόδια, τα χέρια και το κεφάλι σε αφύσικη στάση.

Αίματα. Παντού αίματα. Γονάτισε πάνω στα αίματα, και έφερε το κεφάλι όσο πιο κοντά του γινόταν, αποφεύγοντας όμως να τον ακουμπήσει από φόβο μήπως του κάνει κακό και η παραμικρή κίνηση. Τα δάκρυά της έσταζαν πάνω στο πρόσωπό του. Από μακριά, ακουγόταν ο ήχος των σειρήνων, όλο και πιο δυνατός, όλο και πιο κοντά. Θα προλάβαιναν να σώσουν τον νέο ή ήταν ήδη αργά;

«Ματθαίο, κρατήσου! Έρχεται ασθενοφόρο!» Ρούφηξε τις μύξες, σκούπισε τα δάκρια, βόγκηξε απελπισμένη. «Είμαι η Ασπασία! Με θυμάσαι; Πριν λίγο μιλούσαμε, Ματθαίο, πες κάτι!»

Σιωπή και αίματα. Πολλά αίματα. Και από την μύτη του νέου έτρεχε αίμα, έφευγε η ζωή.

«Ματθαίο!» Κραύγασε ξανά η κοπέλα. «Μην φοβάσαι! Έρχεται βοήθεια, οι σειρήνες ξεκουφαίνουν, κρατήσου! Είσαι πολύ νέος για να…» Κατάπιε την τελευταία λέξη και τότε ο ήχος των σειρήνων άγγιξε πια από πολύ κοντά, σαν το πιο μελωδικό άσμα, τα αυτιά της.

«Θα προσευχηθώ για σένα φίλε μου. Άλλωστε, έχουμε ραντεβού οι δυο μας, μην το ξεχνάς!» Τα μανίκια της είχαν γεμίσει δάκρυα και μύξες, η λαχανιασμένη ανάσα της έπεφτε γοργά και ενωνόταν με τα αίματα, η ελπίδα συγκρουόταν με την απελπισία, όλα μα όλα ήταν ένας ζωντανός εφιάλτης, και παρακαλούσε να ξυπνήσει και τίποτα από όλα αυτά να μην έχει συμβεί. Ούτε καν το συναπάντημά της με τον όμορφο νέο.

«Θα έρθω… να σε βρω… Ασπασία… περίμενε».

Τρελαμένη κοίταξε δεξιά και αριστερά της. Κανείς.

Η ξεψυχισμένη φωνή του, έδωσε φτερά στην ελπίδα, κι ας ήταν μικρή ακόμα.

«Σ΄ άκουσα, ω Θεέ μου, σ΄ άκουσα! Μίλα μου πάλι! Ματθαίο! Μίλα μου!» Τον παρακάλεσε ξανά και ξανά, αλλά μάταια. Μήπως δεν ήταν η φωνή του, παρά η φαντασία μου; Το κορμί της παραδόθηκε στον λυγμό και στο τράνταγμα, και καμία σημασία δεν έδινε στους ανθρώπους που γύρω της είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται.

Κάποιος την έσπρωξε παράμερα, για να μπορέσουν οι νοσοκόμοι να φροντίσουν το σακατεμένο αντρικό κορμί. Με φρίκη είδε το φορείο που ακούμπησαν κατάχαμα, ώστε να βάλουν πάνω του το παλικάρι, που μόλις πριν λίγο έσφυζε από ζωή, νιάτα και ομορφιά.

Ο φούρναρης στάθηκε δίπλα της και την αγκάλιασε από τους ώμους.

«Είπα στους αστυνομικούς ότι ήταν στον φούρνο μας πριν λίγο. Εδώ δεν μας χρειάζονται άλλο. Πάμε κορίτσι μου;»

«Μου μίλησε». Οι ώμοι της τραντάχτηκαν από τον θρήνο. «Δώσαμε ραντεβού». Έκρυψε το πρόσωπό της στις ανοιχτές παλάμες.

«Πόσο αίμα έχασε. Η μηχανή του σμπαραλιάστηκε. Θα σωθεί;» Κάθε συλλαβή έμοιαζε με ξυράφι που πλήγιαζε την λογική και την καρδιά της. Ο φούρναρης έφερε το πρόσωπό του μπροστά στο δικό της.

«Κι εγώ ταράχτηκα, συγκλονίστηκα. Εδώ όμως δεν βοηθάμε. Έμαθα σε ποιο νοσοκομείο θα τον μεταφέρουν. Θα πάμε αργότερα εκεί». Με τα τραχιά χέρια του σκούπισε τα δάκρυά της. «Άκουγα όλα όσα λέγατε. Άλλωστε, δεν ψιθυρίζατε, ήμουν αναγκασμένος να σας ακούω! Του δήλωσες ότι πιστεύεις στον Θεό και στα θαύματα των Αγιασμένων Υδάτων». Την ανάγκασε να τον κοιτάξει.

«Ώρα να αποδείξεις ότι η πίστη κάνει θαύματα!» Την έσφιξε για άλλη μια φορά στην αγκαλιά του κι έπειτα την λευτέρωσε, για να σκουπίσει και τα δικά του δάκρυα που είχαν αναμιχθεί με τα αίματα. Οι φωνές των νοσοκόμων και ο πόνος που σαν άγριος χείμαρρος είχε πέσει πάνω τους, όλα μα όλα ένα μήνυμα άφηναν να διαχέεται στον κόσμο που είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται στον τόπο του ατυχήματος: Η ζωή απρόβλεπτα μπορεί να σταματήσει για σένα. Ελάττωσε ρυθμούς, γεύσου την.

Αντί να γευτεί την ζωή, ήπιε και οδήγησε, και άφησε την ζωή να χυθεί στην άσφαλτο, ο ανόητος, ο όμορφος ανόητος που κεραυνοβόλησε στην καρδιά μου. Δεν θα κλάψω άλλο γι΄ αυτόν. Όχι. Θα προσευχηθώ. Με την σκέψη αυτή, η Ασπασία όρθωσε το κορμί της και κατάφερε να διώξει το τρέμουλο από τα πόδια της.

Πλησίασε όσο γινόταν στους τραυματιοφορείς, και για μια στιγμή κατάφερε να δει το ματωμένο πρόσωπο που πλέον δεν ύψωνε ειρωνικά το φρύδι.

«Ματθαίο, θα έρθω να σε βρω ανήμερα των Φώτων. Θα τα πούμε σύντομα!» Του υποσχέθηκε και κίνησε για τον φούρνο.

Το θαύμα

Η παραμονή των Φώτων είχε πια ξημερώσει, η γειτονιά είχε γεμίσει με τους συνηθισμένους θορύβους της, ο τόπος του ατυχήματος είχε καθαριστεί, και στον φούρνο μπαινόβγαιναν οι πελάτες για να ανταμώσουν και κουβέντες να ανταλλάξουν με τον φούρναρη, την ζαχαροπλάστισσα και κυρίως με την πανέμορφη γαλανομάτα που πάντα είχε μια γλυκιά κουβέντα να πει για τον καθένα τους. Όχι όμως εκείνη την ημέρα...

«Είσαι σιωπηλή σήμερα» παραπονιόνταν οι περισσότεροι, και η Ασπασία ευγενικά τους έλεγε: «Προσεύχομαι σήμερα, για να γίνει καλά ένας λεβέντης νέος!» Όλοι της εύχονταν να εισακουστούν οι προσευχές της, και της υπόσχονταν ότι θα προσεύχονταν κι αυτοί.

Έτσι κύλησε όλη η μέρα, που δεν κουβαλούσε πια την μαγεία της καθημερινότητας, κουβαλούσε μόνο τις προσευχές των ανθρώπων που δεν γνώριζαν τον άτυχο νέο, και τις προσευχές της Ασπασίας που λαχταρούσε να τον ξαναδεί όρθιο, χαμογελαστό, με το φρύδι ειρωνικά υψωμένο.

Καμιά φορά, όπως βουβά προσευχόταν, ανακατεύονταν σ΄ αυτόν τον μυστικό τόπο και οι σκέψεις της. Πώς να είναι οι γονείς του; Καταρρακωμένοι μπροστά στο λαβωμένο κορμί του παιδιού τους. Έχει αδέρφια; Αν ναι, η ψυχή τους θα είναι πλημμυρισμένη από πόνο, από οδύνη, από γιατί…

Άλλες στιγμές, μιλούσε με τον Θεό. Θα τον αφήσεις να χάσει την νιότη του σακατεμένος; Θα τον αφήσεις να κείτεται νεκρός και πάνω του να κατρακυλούν τα δάκρυα της μάνας; Θα αφήσεις το μυαλό του νεκρό; Έμαθα πως είναι σε κώμα. Πως οι γιατροί του δίνουν ελάχιστες ελπίδες ζωής. Θα τον αφήσεις να φύγει από την γη, επειδή δεν Σε πίστεψε; Σ΄ αυτή την σκέψη πήγε να γεννηθεί θυμός. Αλλά, η σπίθα του θυμού έσβησε γρήγορα, μέσα στην θάλασσα της πίστης της. Ο Θεός δεν είναι τιμωρός,  είναι αγάπη!

Άλλοτε, δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί ούτε να προσευχηθεί. Τον έβλεπε ολοζώντανο μπροστά της, καθισμένο στο τραπεζάκι του φούρνου, να την κοιτάζει και να της μιλά για τα πολύ γαλανά μάτια της…

Κάτι γεννήθηκε αξημέρωτα. Αν ήταν να μην θεριέψει, δεν θα γεννιόταν. Δεν θα μου έδειχνε ότι μπορώ κι εγώ να… ερωτευτώ… κεραυνοβόλα! Ποιος τάχα ελέγχει την αγάπη; Ποιος ξέρει πόσο χρόνο χρειάζεται για να ξεπεταχτεί; Τα χείλη της σ΄ αυτή την σκέψη τρεμόπαιξαν και τα έσφιξε για να μην επιτρέψει από αυτά να ξεπηδήσει λυγμός.

Τέτοια συλλογιζόταν κι όταν την πλησίασε ο φούρναρης, αποφασισμένος να την στείλει πια σπίτι της.

«Η γειτονιά φόρεσε πάλι τα σκοτεινά της. Ώρα να πας να ξεκουραστείς. Όλη την μέρα σου ζητώ να φύγεις! Άντε πια, πήγαινε να ξεκουραστείς» την μάλωσε καλόκαρδα.

«Θα γίνει καλά!» Του είπε με πείσμα. «Και την επόμενη φορά, δεν θα φλερτάρω, όσο βρίσκεσαι κάπου τριγύρω με τις κεραίες σου τεντωμένες». Άκουσε τον φούρναρη να γελά κι αυτό την αναθάρρησε ακόμα περισσότερο. Έβγαλε την ποδιά και το σκουφάκι της.

«Έλα πίσω σε 2-3 μέρες, κι αφού κλείσεις εκ νέου το ραντεβουδάκι σου μαζί του, θα είσαι πιο συγκεντρωμένη στην δουλειά!» Την έσπρωξε προς την εξώπορτα. Η Ασπασία, παίρνοντας θάρρος από την αισιοδοξία της κουβέντας του, απόθεσε ένα φιλί στο μάγουλό του κι εξαφανίστηκε, κρατώντας στο χέρι το πανωφόρι της.

Διένυσε γρήγορα την απόσταση μέχρι το μικρό της σπιτικό, και μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της, κάθισε στο πάτωμα, λύγισε τα πόδια κι έφερε το σαγόνι πάνω στα γόνατα.

Στην δουλειά είχε καταφέρει να μην κλάψει, μα τώρα, μόνη της αντιμέτωπη με την φρικτή εικόνα του ατυχήματος ολοζώντανη μπροστά της, κυκλώθηκε από τον φόβο του θανάτου. Τα δάκρυα πότιζαν τα μάγουλα και τα γόνατα, ο πόνος σαν δίχτυ φλεγόμενο την τύλιγε.

Κοίταξε προς το ταβάνι, επίμονα. Λες κι έβλεπε ουρανό, λες και μέσα του αναζητούσε τον Θεό.

Τι να κάνω; Πού να πάω για βοήθεια; Όλη την ώρα βλέπω μπροστά μου το σκηνικό. Και καθόλου να μην τον ήξερα, ο ίδιος τρόμος θα είχε δονήσει την ύπαρξή μου! Το πεταμένο σώμα, σαν σπασμένη κούκλα χάμω… Τα αίματα… Τι να κάνω; Τι; Χωρίς να το καταλαβαίνει, το σώμα της έγειρε στο δάπεδο, διπλωμένο στα δύο, κι έτρεμε, πόσο πολύ έτρεμε! Βυθισμένη στην οδύνη, στον τρόμο και στα δάκρυα, αποκοιμήθηκε. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, όσο πια βαθιά γλιστρούσε στα όνειρα, τόσο περισσότερο ημέρευε η ψυχή της κι ένα αόρατο προστατευτικό πέπλο απλωνόταν γύρω από το κορμί της.

Οι ώρες κύλησαν και όταν το πέπλο άρχισε να ξηλώνεται, η Ασπασία άρχισε να κρυώνει. Άνοιξε τα μάτια για να συναντήσει το σκοτάδι. «Ο Χριστός! Πού βρίσκομαι;» Φώναξε με αγωνία, και πετάχτηκε όρθια, χτυπώντας πάνω στο πόμολο της πόρτας το κεφάλι της. «Με πήρε ο ύπνος στο πάτωμα», μουρμούρισε, ανάβοντας τα φώτα.

Μονομιάς, θυμήθηκε τα γεγονότα, αλλά αυτή την φορά ούτε σε λυγμούς ξέσπασε ούτε την παρέσυρε ο τρόμος στον εφιαλτικό του κόσμο. Τσιμπολόγησε κάτι, ίσα για να έχει δυνάμεις, ήπιε καφέ, καπνίζοντας ένα τσιγάρο από το πακέτο που είχε ξεχάσει η φίλη της, και όσο τα έκανε όλα αυτά τα τετριμμένα, τόσο κατέστρωνε το μικρό της σχέδιο. Όταν το ξημέρωμα φώτισε από το μικρό παράθυρο το σαλονάκι της, η ανυπομονησία είχε ήδη πάρει το πάνω χέρι στο μυαλό της.

«Θα πετύχει το «σχέδιο» μου, δεν γίνεται αλλιώς! Έι Θεέ μου, σήμερα μην ξεχάσεις να κοιτάξεις αυτόν τον νέο! Εσύ, δεν είσαι τιμωρός, είσαι αγάπη! Είναι παράξενο αυτό που νοιώθω σήμερα. Και αγωνία για την επιτυχία ή όχι του «σχεδίου» μου, αλλά και σιγουριά, ότι μέσα από το αόρατο βλέμμα σου στάλες σωτηρίας θα πέσουν πάνω στον νέο και θα τον συνεφέρουν. Λες να τρελάθηκα Παναγίτσα μου;»

Η Ασπασία με αποφασιστικό βήμα εγκατέλειψε το σπιτικό της και βάδισε προς την εκκλησία της γειτονιάς. Πάτερ ημών ξεκίνησε την προσευχή της νοερά, ο εν τοις ουρανοίς, σήμερα είναι τα Φώτα, αναμίχθηκε η σκέψη στην προσευχή, αγιασθήτω το όνομά Σου, και του υποσχέθηκα ότι σήμερα θα κάνεις το θαύμα Σου Θεέ μου, κι άλλη σκέψη ανακατεύτηκε στην προσευχή της!

Η Ασπασία κατάφερε να ολοκληρώσει την προσευχή της, φτάνοντας στον Ναό. Μπήκε μέσα, στάθηκε σε μια γωνιά, κι άφησε την φωνή του παπά να την μεταφέρει στον μυστικιστικό κόσμο που έπλεε σαν θάλασσα αόρατη ανάμεσα στο θνητό και το αθάνατο. Μέσα από κάθε συλλαβή, κάθε λέξη, κάθε ψαλμό, κάθε εκκλησιαστική ευχή, η Ασπασία αισθανόταν να φτάνει όλο και πιο κοντά στον Χριστό.

Σαν σήμερα, βαφτίστηκες. Άγιασες τα Ύδατα για να μας καθαρίσεις και να μας αναγεννήσεις στο Όνομα Σου. Μας έδωσες το σύμπαν Σου, την απεραντοσύνη και την καθαρότητα του απέθαντου ουράνιου βασιλείου Σου. Άραγε, κατανοούμε την προσφορά Σου;

Όλοι άρχισαν να βγαίνουν σιγά σιγά από την Εκκλησία, ακολουθώντας τους ιερείς, αλλά και τον έναν παπά που κρατούσε τον Σταυρό τον οποίο θα έριχνε στο σιντριβάνι. Θα αγίαζε τα νερά. Κι εγώ πρέπει να είμαι εκεί, μπροστά-μπροστά! Με βήμα πεισμωμένο, η Ασπασία προσπέρασε πολλούς πιστούς, κάνοντας ελιγμούς, για να φτάσει κοντά στους ιερείς. Εμένα με νοιάζει μόνο αυτός που κρατά τον Σταυρό.

Της φάνηκε ατελείωτη η διαδρομή, αλλά όταν πια στάθηκαν μπροστά στο σιντριβάνι, τότε ξαφνικά η ανάσα έγινε κόμπος στο λαιμό της. Τι πάω να κάνω; Ούτε που θα καταλάβω για πότε θα με αρπάξουν! Μήπως να εξηγούσα στον παπά… Όχι, όχι! Μέχρι να τα πω, θα χάσω πολύτιμο χρόνο! Ήδη, καθυστέρησα πολύ!

Προσπάθησε να αγγίξει την απόλυτη συγκέντρωση. Μόλις ο ένας παπάς έλεγε την τελευταία λέξη του, και ο άλλος παπάς πετούσε τον Σταυρό, τότε θα ήταν η δική της ώρα! Ανατρίχιασε, καθώς φαντάστηκε το ξέσπασμα του κόσμου, μα δεν επηρεάστηκε η αποφασιστικότητά της.

Θα μπορούσα να παρακαλέσω τον παπά να έρθει μαζί μου. Ωστόσο, αυτή η παράξενη φωνή μέσα μου, μου υποδεικνύει τον παράτολμο δρόμο. Μερικά πράγματα δεν τα ερμηνεύεις, απλά πράττεις! Στην λέξη πράττεις, ο παπάς άρχισε να ψάλλει την ευχή του Μεγάλου Αγιασμού:

«Εν τω Ιορδάνη βαπτισθήναι κατεδέξω, ίνα την των υδάτων φύσιν αγιάσας ο αναμάρτητος οδοποιήσης ημίν την δι΄ ύδατος και πνεύματος αναγέννησιν, και προς την πρώτην ημάς αποκαταστήσης ελευθερίαν».

Ο άλλος παπάς έριξε το σκοινί και ο Σταυρός βρέθηκε μέσα στα νερά. Το βουητό από τις κουβέντες των παρευρισκομένων δεν έφτανε πια στα αυτιά της Ασπασίας. Βούτηξε μέσα στα νερά, άρπαξε τον Σταυρό και βγήκε από το σιντριβάνι σαν σίφουνας. Κανείς δεν κατάλαβε τι έγινε!

Η Ασπασία άρχισε να τρέχει με τέτοια ταχύτητα που δεν ήξερε ότι ήταν ικανή να αναπτύσσει. Χώθηκε μέσα σε στενάκια, βγήκε σε έναν μεγάλο δρόμο, ξαναμπήκε σε στενάκια και την στιγμή που έκανε να βγει σε έναν άλλο μεγάλο δρόμο, στρίγκλισαν τα φρένα ενός οχήματος. Ο Σταυρός ήταν κρυμμένος μέσα στο πανωφόρι της, το οποίο έσφιγγε σφιχτά μπροστά στο στήθος.

«Θα με πιάσουν και δεν θα ξεμπερδέψω ούτε εύκολα ούτε γρήγορα! Κι εγώ πρέπει να κερδίσω χρόνο!»

Είδε πως ο οδηγός του οχήματος είχε βγάλει το κεφάλι του έξω από το παράθυρο, έτοιμος να την στολίσει με βρισιές!

«Δόξα τω Θεώ, είσαι ταξιτζής!» Αναφώνησε και γρήγορα μπήκε στο ταξί. Του είπε την διεύθυνση του νοσοκομείου, και ο ταξιτζής, απορημένος με το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο, έβαλε μπρος την μηχανή. Δεν θα την έβριζε, αφού πια είχε γίνει πελάτισσα!

Η Ασπασία κοιτούσε συνεχώς πίσω, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να δει κάποιον αστυνομικό σε μηχανή ή σε αυτοκίνητο να σταματάει το ταξί και να την αρπάζει από τα μαλλιά.

«Παναγίτσα μου, κάνε να φτάσω, δώσε μου χρόνο, να ακουμπήσω τον Σταυρό πάνω του, να πω την ευχή του Μεγάλου Αγιασμού, κι έπειτα ας με πιάσουν!» Είπε και ξαναείπε την ικεσία της η Ασπασία, μέχρι που το ταξί σταμάτησε μπροστά στο νοσοκομείο.

Έδωσε τα χρήματα στον οδηγό με χέρι τρεμάμενο, ενώ με το άλλο συνέχιζε να σφίγγει το πανωφόρι της. Εκεί, στο στήθος της, ήταν κρυμμένος ο Σταυρός που είχε κλέψει από το σιντριβάνι.

«Τώρα που είμαι εδώ μέσα, πρέπει να περπατήσω ήρεμα, να ρωτήσω γαλήνια, να φερθώ κόσμια. Αλλιώς θα με πετάξουν έξω!» Η Ασπασία δεν ήταν σε θέση να προσέξει τι γινόταν γύρω της, την ένοιαζε να φτάσει το γρηγορότερο δυνατό στο κρεβάτι του αρρώστου, πριν την φτάσει ο νόμος και την απομακρύνει, με το δίκιο του, μακριά από το νοσοκομείο.

Στις πληροφορίες στέκονταν αρκετοί άνθρωποι, περιμένοντας έκαστος την σειρά του για να εξυπηρετηθεί. Μου είναι αδύνατον να περιμένω, θα με συλλάβουν μέχρι να έρθει η σειρά μου! Στην σκέψη αυτή, η Ασπασία απομακρύνθηκε από εκεί, αποφασίζοντας να πάει προς το τμήμα των επειγόντων περιστατικών. Μόνη μου δεν θα καταφέρω να ανακαλύψω πού βρίσκεται! Αυτή η συνειδητοποίηση την γέμισε απελπισία. Ανέβηκε τα σκαλιά, προσπέρασε μία αίθουσα αναμονής που ήταν γεμάτη, κι έπειτα ανέβηκε κι άλλα σκαλιά. Στον διάδρομο που έφτασε, είχε ησυχία. Τόση ησυχία που την τρόμαζε. Έσφιξε τα μάτια και τον Σταυρό στο στήθος της. Τι να κάνω τώρα, τι; Αναλογίστηκε, και τότε μία φωνή την κατατρόμαξε, παρόλο που ήταν ψιθυριστή σχεδόν.

«Τι κάνετε εδώ; Χαθήκατε; Μπορώ να σας βοηθήσω;»

Η Ασπασία άνοιξε τα μάτια και βρέθηκε καταπρόσωπο με μια νοσοκόμα κοντούλα, με φιλικό και χαμογελαστό πρόσωπο.

«Εύχομαι να με βοηθήσετε» ψιθύρισε και η Ασπασία. «Μήπως ξέρετε πού βρίσκεται ο νεαρός που είχε ατύχημα με την μηχανή του; Τον λένε Ματθαίο και χθες ήταν σε κωματώδη κατάσταση». Η φωνή της έσβησε. Είχε καταφέρει να φτάσει ως εδώ, αψηφώντας τις συνέπειες, και τώρα δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Είμαι τραγική, σκέφτηκε, αλλά η φωνή της νοσοκόμας στάθηκε το σωσίβιο της.

«Είναι ακόμα σε κωματώδη κατάσταση. Οι γιατροί προσπάθησαν, αλλά… Εσείς, τι του είστε;» Ρώτησε ξαφνικά η νοσοκόμα, και κοίταξε την Ασπασία με καχυποψία.

«Η κεραυνοβόλα αγάπη του» είπε αυθόρμητα η Ασπασία, και ήταν η φωνή της τόσο αλλοιωμένη από τον πόνο που η νοσοκόμα άγγιξε με συμπόνια το μπράτσο της.

«Είναι ζήτημα ωρών, λυπάμαι κοπελιά».

«Θα μου κάνεις μια χάρη, και ας μην με ξέρεις; Πήγαινέ με στο δωμάτιο που τον έχουν, άφησέ με να τον δω! Για ένα λεπτό! Μόνο για ένα λεπτό!» Η Ασπασία τρόμαξε από τον ίδιο της τον εαυτό! Τι ετοιμαζόταν να κάνει; Να αποκαλύψει σε μια άγνωστη την κλοπή της;

«Μην μου το αρνηθείς, σε ικετεύω!» Άνοιξε το πανωφόρι της και η νοσοκόμα βρέθηκε να κοιτάζει τον Σταυρό.

«Μόλις τον έκλεψα από τον παπά που ευλογούσε τα ύδατα! Άφησέ με να τον ακουμπήσω στο στήθος του, μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή!»

Η νοσοκόμα ορθάνοιξε τα μάτια της! «Έκλεψες τον Σταυρό; Τρελάθηκες; Γιατί δεν ζήτησες από τον παπά να τον φέρει;»

«Χάνουμε χρόνο, πολύτιμο χρόνο! Πήγαινε με στον Ματθαίο, σε ικετεύω! Έτσι κι αλλιώς, μετά θα καταλήξω στο τμήμα! Αν κάνουμε γρήγορα, θα έχω βγει από το νοσοκομείο, και μετά θα με ανακαλύψουν.

Η νοσοκόμα ένιωσε ρίγος. Η νεαρή άγνωστη ήταν αποφασισμένη να βοηθήσει με τον δικό της τρόπο τον Ματθαίο, την ζωή του οποίου οι γιατροί δεν είχαν καταφέρει να σώσουν. Το είχε πει ένας από αυτούς, ο πιο πιστός, ότι πια ήταν θέλημα Θεού να ζήσει το παλικάρι.

Χωρίς άλλη σκέψη, έπιασε την Ασπασία από το μπράτσο και την οδήγησε στο δωμάτιο της εντατικής που φιλοξενούσε τον Ματθαίο.

«Περίμενε να δω αν είναι κάποιος μέσα! Θα βρω τον μπελά μου, αλλά δεν βαριέσαι, Φώτα σήμερα, και θέλω να σου σταθώ!»

Σε δευτερόλεπτα της έκανε νόημα να μπει.

«Κάνε γρήγορα! Οι γονείς του, οι γιατροί, όλο και κάποιος θα έρθει, και δεν θα ξέρουμε τι να του πούμε! Με έμπλεξες κοπελιά», πρόσθεσε και την έφερε μπροστά στον ακίνητο και ωχρό Ματθαίο.

«Είναι η ώρα της πίστεως, αυτή!» Η Ασπασία δεν έδωσε καμία σημασία στο στενόχωρο περιβάλλον της εντατικής ούτε άφησε την μυρωδιά των φαρμάκων να την επηρεάσει ούτε πρόσεξε τα καλώδια που υποστήριζαν ακόμα την ζωή του νέου άνδρα.

«Έκλεψα τον Σταυρό, με τον οποίο ο παπάς άγιασε τα ύδατα, σήμερα. Και σου είπα ότι τα Αγιασμένα Ύδατα κάνουν θαύματα. Είναι η ώρα της πίστεως, αυτή. Είναι η ώρα που ο Θεός θα κάνει το θαύμα του!»

Άφησε τον Σταυρό να αγγίξει το κεφάλι του, τα χέρια του, το στήθος του, την κοιλιά, τα πόδια, και πάλι το κεφάλι του. Τρεις φορές άγγιξε με τον Σταυρό το ακίνητο κορμί. Έπειτα, έσκυψε πολύ κοντά στο πρόσωπό του.

Η νοσοκόμα την πλησίασε, γιατί έπρεπε να την απομακρύνει από τον ασθενή. Και τότε τον άκουσε να λέει:

«Ασπασία. Περίμενε… με».

«Θα σε περιμένω. Με ακούς;» Η Ασπασία με μεγάλη δυσκολία συγκράτησε τα δάκρυα της συγκίνησης.

«Ο Ματθαίος δεν σε ακούει τώρα», παρενέβη η νοσοκόμα, «αλλά είναι πραγματικά θαύμα ότι μίλησε! Πρέπει να ειδοποιήσω τον γιατρό και τους δικούς του. Βγες έξω και περίμενε, εντάξει;»

Το χαμόγελο της Ασπασίας έφτανε μέχρι τα αυτιά της.

«Μπορώ να αφήσω τον Σταυρό κάτω από το μαξιλάρι του;»

Χωρίς να περιμένει απάντηση, έσκυψε ξανά κοντά του κι άφησε τον Σταυρό κάτω από το μαξιλάρι.

«Για να σε προσέχει, μέχρι να έρθει η αστυνομία ή ο παπάς για να τον πάρει πίσω τον κλεμμένο Σταυρό. Θα σε περιμένω στον φούρνο» του είπε, και καθώς έκανε να φύγει, είδε το φρύδι του να ανασηκώνεται και τα χείλη του να προσπαθούν να χαμογελάσουν. 

Νίκη Μάρκου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου