Σε μια γωνιά περαστική
Γέρος φτωχός είχε καθίσει.
Κόσμος πολύς περνά από κει
Και ίσως θα τον ελεήση.
Καμμιά ψυχή, που έχει μάθει
Να συμπονή τα ξένα πάθη.
Σε λίγο όλος προσοχή
Έφερ΄ εκεί τα βήματά του
Κι άλλος φτωχός -Τον δυστυχή!
Με όλη τη νεότητά του
Σ΄το φως του έχει μαύρη σκέπη...
Είναι τυφλός, τυφλός. Δεν βλέπει!
Αχ! Τι ζευγάρι θλιβερό
Τα νειάτα τα δυστυχισμένα
Κι από τον άγριο καιρό
Τα γηρατειά τα μαραμμένα
Βλέπει εκεί όποιος περνάει
Να ζητιανεύουν πλάι πλάι
Όμως καθείς τα γηρατειά
Τα χιονοσκέπαστα λυπάται
Σ' τον γέρο ρίχνουν μια ματιά
Και ελεούνε οι διαβάται
Και ούτε ένας τους δε δίνει
Εις τον τυφλό ελεημοσύνη.
Με πονεμένη την καρδιά
Ανασηκώνεται να πάη...
Αχ! θα περάση τη βραδειά
Και σήμερα χωρίς να φάη...
-Αυτό τους άλλους τι πειράζει;-
Και ο τυφλός αναστενάζει.
Με έξαφνα κάποιος ζητά
Μέσ΄ την παλάμη να του δώση
Χρήματα λίγα μ΄ αρκετά
"Ένα ψωμί για να πληρώση:
"-Σου εύχετ΄ η φτωχή καρδιά μου
Τιμαίς και δόξαις, άρχοντά μου!"
Είπεν εκείνος, επειδή
Τυφλός που ήτον, δεν μπορούσε
Με δάκρυα χαρά να δη
Πώς ΄σπλαγχνικά τον ελεούσε
Ο γέρος ελεώντας πάλι
Καθώς τον ελεήσαν άλλοι...
Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951), Έλληνας ποιητής. Φωτογραφία από vimaorthodoxias.
Διαβάστε επίσης:
-Ο ερωτευμένος με την Ελλάδα ποιητής Γεώργιος Δροσίνης στην υπηρεσία του Μακεδονικού Αγώνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου