Αλήθεια, σήμερα, για εμάς τους Έλληνες ισχύει η βαθιά πίστη της ηρωίδας πως τίποτα δεν συγκρίνεται με την Απελευθέρωση της Πατρίδας; Αν ίσχυε, θα αφήναμε την πατρίδα υποδουλωμένη σε ανιστόρητους συμβιβασμούς και ανθελληνικά συμφέροντα;
Κείμενο του Γάλλου συγγραφέα Ζινουβιέ που λάτρευε την Μαντώ Μαυρογένους:
Οι Έλληνες πήραν την Τριπολιτσά! Η καρδιά της Μαντώς χτυπά μόνο για να ακούει τέτοια νέα! Τίποτα δεν συγκρίνεται με την Απελευθέρωση της Πατρίδος!
«Μια
μέρα, επέστρεφε η Μαντώ από τον συνηθισμένο της περίπατο. Διασχίζοντας τον
δρόμο με τις λεμονιές που γειτονεύει με την κατοικία της, είδε, καθισμένο στην
σκιά μιας νέας μυρτιάς, τον διακριτικό Υάκινθο. Τον χαιρέτησε, παρατηρώντας ότι
ήταν αναστατωμένος, αλλά έκανε πως δεν κατάλαβε την αιτία της ταραχής του.
-Τι
έγινε, Μπλάκαρη, είστε τόσο πρωί εδώ! Οι άγριοι εχθροί μας μήπως μας νίκησαν;
Μήπως έρχεστε να μας πείτε μαύρα νέα; Χάσαμε την Τριπολιτσά, και οι Έλληνες
καπεταναίοι δολοφονήθηκαν ή εκδιώχθηκαν;
-Ω
τρανή Μαυρογένους, μην φοβάστε για τους Έλληνες! Πηγαίνουν προς την ένδοξη νίκη
με νικηφόρο βήμα! Η Σημαία με τον Σταυρό κυματίζει ήδη στην Ακρόπολη της
Τριπολιτσάς. Αλλά εγώ, παρόλο που αισθάνομαι την γενική ευθυμία κι αισιοδοξία,
δεν μοιράζομαι αυτό το συναίσθημα όπως άλλοτε. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά από
ένα νέο πάθος, σίγουρα ανάξιο…
-Ναι,
του απάντησε η Μαντώ, ανάξιο γι΄ αυτούς τους δοξασμένους καιρούς. Αν κρίνω από
το χαμόγελό σας, σας διακατέχει η αδυναμία της αγάπης. Να ξέρετε όμως ότι ένας
Έλληνας, στην ορμή της νιότης του, που απασχολεί το μυαλό του με άλλο
αντικείμενο από αυτό της απελευθέρωσης της πατρίδας του, επιδεικνύει, στα μάτια
μου, μια χαλαρότητα που θα έπρεπε να μην υπάρχει στην γη μας, που αγωνίζεται
για την ελευθερία της.
Με
αυτά τα λόγια, απομακρύνθηκε βιαστικά από τον Μπλάκαρη, αφήνοντάς τον
συγκλονισμένο από την ντροπή και μέσα στην σιωπή του πόνου.
Έφτασε
στην οικία της, και είδε τον θείο της στο κατώφλι να διαβάζει τηλεγράφημα.
Αυτός, υψώνοντας τα μάτια, είδε την Μαντώ, και πριν ακόμα τον πλησιάσει, της
φώναξε:
-Η
Τριπολιτσά είναι στα χέρια των αδελφών μας!
-Το
ξέρω, θείε μου, του απάντησε η Μαντώ, ο Μπλάκαρης μόλις μου το είπε. Κάθεται
στην σκιά ενός δέντρου, στον δρόμο. Κουρασμένος, αναμφίβολα, από το ταξίδι που
έκανε, και έτσι δεν κατάφερε να φθάσει μέχρι το σπίτι μας. Ωστόσο, προς τα εδώ
ερχόταν για να μας ανακοινώσει αυτήν την σημαντική είδηση, και, αντί να τρέξει
όπως εκείνος ο Έλληνας που σε μια μέρα διένυσε τον δρόμο από Πλαταιές μέχρι
Θήβα για να ανακοινώσει στους Θηβαίους την νίκη της μάχης, αυτός συμπεριφέρθηκε
σαν μια γυναίκα. Αυτός ο Μπλάκαρης, έχει την θέληση να ζήσει ως ελεύθερος
άνθρωπος, αλλά έχει την καρδιά ενός σκλάβου.
Ο Μαύρος, χωρίς να της
απαντήσει, προχώρησε προς τον Μπλάκαρη που τους πλησίαζε. Σύντομα κατέφτασαν
και άλλοι Μυκονιάτες βαθιά χαρούμενοι, κι αυτό φαινόταν και στις κινήσεις τους.
Αγκάλιασαν τον σεβάσμιο Μαύρο, βγάζοντας κραυγές χαράς.
Ο
Μπλάκαρης, που είχε ενθουσιώδη χαρακτήρα, φαινόταν πως είχε ξεχάσει την
προηγούμενη ντροπή του. Ήταν κι αυτός ολότελα παραδομένος στην ξέφρενη χαρά των
Μυκονιατών.
Η
Μαυρογένους, από το δωμάτιο της, παρακολουθούσε τις θαυμαστές εκλάμψεις αυτής
της πατριωτικής χαράς, και αντιλήφθηκε ότι ο νέος άνδρας έπαιρνε ζωηρά μέρος σε
αυτό το ξέσπασμα χαράς. Έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό της. Ίσως συνέβαλε κι
αυτή στην αλλαγή του νέου με την αυστηρή επίπληξή της.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Μαντώ Μαυρογένους - Η ανέσπερη Αντιστράτηγος του 1821
Τελικά, ο γενναίος Μπλάκαρης σκοτώθηκε πολεμώντας κατά των τούρκων, και η Μαντώ βυθίστηκε στην θλίψη με τον θάνατο του παλικαριού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου