Είναι μια θλιβερή ημέρα για μένα σήμερα. Πόνεσε η καρδιά και το μυαλό μου. Ένας στρατιωτικός ε.α. μου τηλεφώνησε, για να μου μιλήσει για το βιβλίο που έγραψα για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τους αγώνες του για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Αν ασκούσε αρνητική κριτική για τον τρόπο που έγραψα το βιβλίο, δεν θα έδινα σημασία. Από την στιγμή που ο συγγραφέας εκτίθεται δημοσίως με τον λόγο του, πρέπει να είναι έτοιμος και για τις καλές και για τις αρνητικές κριτικές.
Αλλά, ο συγκεκριμένος άνδρας, από την Πελοπόννησο (!) δεν αναφέρθηκε παρά μόνο στον Κολοκοτρώνη ως προσωπικότητα. "Δεν ήταν αρχιστράτηγος, δεν απελευθέρωσε την Ελλάδα, δεν ήταν στις μάχες, όλα είναι παραμύθια και όλοι εσείς που τον παινεύετε είστε παραπληροφορημένοι. Άλλοι πολέμησαν, κι αυτός έλαβε τις δόξες." Αυτό ήταν, περιληπτικά, το λογύδριο του στρατιωτικού.
Μα να αρνούνται κάποιοι Έλληνες, σήμερα, τον Κολοκοτρώνη και όσα αυτός και όλη του η οικογένεια πρόσφεραν για την απελευθέρωση του έθνους; Ναι, οι πολιτικάντηδες της εποχής του Θεόδωρου, φοβούνταν την δύναμη που του πρόσφεραν οι νικηφόρες μάχες του, και γι΄ αυτό τον δίκασαν κιόλας!
Αλλά, 200 χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, Έλληνες, και μάλιστα που υπηρέτησαν τον ελληνικό στρατό, να βρίζουν και να υποτιμούν τον Αρχιστράτηγο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη; Έλληνες, σήμερα, να βγάζουν σπυριά, όταν διαβάζουν ένα έργο που αναγνωρίζει την προσφορά του Γέρου του Μοριά στο έθνος;
Ο καθένας προσφέρει αυτό που μπορεί στην πατρίδα. Έτσι κι εγώ, με τις ταπεινές μου δυνάμεις, γράφω για το έθνος και τους ήρωες που το απελευθέρωσαν, και όσα αρνητικά θέλουν ας μου προσάψουν κάποιοι.
Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο μου:
Οι τούρκοι έγιναν ο νέος Ηρώδης. Ζητούσαν να σκοτώσουν τους κατοίκους των χωριών, ακόμα και τα παιδιά από επτά χρονών, που δεν θα υπέκυπταν στις σειρήνες της προδοσίας. Φρικτό.
«Οι Τούρκοι αφού μ΄ εκυνηγούσαν απ΄ όλα τα μέρη, εστοχάσθηκαν ότι αλλού βέβαια δεν ημπορεί να καταφύγη, ειμή εις τους Κολιαίους, και διά τούτο έκαμαν αυτήν την διαταγήν. Ο Γεωργάκης με έσμιξε και μ΄ εδιηγήθηκε τα πάντα και έτζι έφυγα, και ακούσθηκα εις την Λαγκάδα. Επήγαμεν εις του Χρυσοβίτζι Καλύβια, εσφάξαμε ένα αρνί, εκεί μας επρόδωσαν. Επήγαμεν έπειτα εις τους Αραχαμίτες, ευρήκαμε τους Τούρκους, εφύγαμε, επήγαμε εις το Μοναστήρι της Καλτεζιάς, βροντούμε την πόρταν και μέσα ήσαν 200 Τούρκοι. Μας εκατάλαβαν, μας επήραν κυνηγώντας, και εφθάσαμεν κατά την Καλαμάτα, τη Γιάνιτζα, όπου ένας σύντροφός μου, ονομαζόμενος Μακρυγιάννης, από την πείνα των τεσσάρων ημερών, απόστασε και δεν ημπορούσε πλέον να περπατήση. Ευρήκαμεν παντού Τούρκους, και δεν είχαμε να σταθούμε να πάρωμε και τρόφιμα…»
Πολλά
παλικάρια του Κολοκοτρώνη έχασαν την ζωή τους. Οι μάχες ήταν σκληρές, ο
χειμώνας αλύπητος, η πείνα μεγάλη, οι βολεμένοι υπήρχαν και τότε, και οι
τούρκοι ένοιωθαν να απειλείται η μακρόχρονη κυριαρχία τους. Αιτία αυτής της
απειλής έκριναν πως ήταν ο Κολοκοτρώνης.
Βδομάδα
την βδομάδα, κατέφτασε η άνοιξη και βρήκε τον Κολοκοτρώνη να διαβάζει το γράμμα
του Μπέη: «Να έλθης να μιλήσωμεν και εγώ
θέλει γράψω εις τον καπετάν πασά διά να λάβης το προσκυνοχάρτι και να έλθης με
τον συμπέθερόν σου τον Δουράκη». Ο ήρωας μας ούτε για μια απειροελάχιστη
στιγμή δεν σκέφτηκε να προσκυνήσει τον εχθρό. Εξάλλου, γνώριζε πολύ καλά πώς
λειτουργεί ο εγκέφαλος των τούρκων και των προδοτών. Ήθελαν να τον καταφέρουν
να συνθηκολογήσει κι έπειτα να τον σκοτώσουν, κι έτσι να σκοτώσουν την
επανάσταση. Ήταν δυνατόν ένας
Κολοκοτρώνης να επιτρέψει τον θάνατο του έθνους; Όχι βέβαια!
Οι δολοπλοκίες του Δουράκη και των ομοίων του που
υπάκουγαν στις εντολές των τούρκων και της προδοσίας, δεν πτοούσαν τον Θεόδωρο.
Με λίγα παλικάρια και την βοήθεια κάποιων ηρωικών γυναικών κατάφεραν να
διασχίσουν τα χωριά του Πασαβά, να εβαρκαρισθούν
ανάμεσα στο Μαυροβούνι και στο Μαραθωνήσι, να φθάσουν στην Ξυλήν, στο
Ελαφονήσι, και μετά από μεγάλη φουρτούνα να καταλήξουν στον Ποταμό.
«Εκεί ευρήκαμεν έναν από τους Γιατρακαίους
και μας είπε ότι δεν κάμνει να φανερωθήτε μέσα εις την χώραν ως Κολοκοτρώνης.
Επήγαμεν εις τον διοικητήν του Τζηρίγου, Αρβανιτάκην λεγόμενον. Ένα παιδί μας
εγνώρισε από τον Πύργον, και εκαθήσαμε εκεί, την μεγάλην Πέμπτην εφθάσαμε. Ο
Πρύτανις μας εμάλλωσε, διατί ήμεθα αρματωμένοι. Επήγα εις τον κομαντάντε τον
Ρώσσο, του εδιηγήθηκα με την αλήθεια ποιοι ήμεθα, πώς εκαταντήσαμεν, και έτζι
διέταξε να μας περιποιηθούν και να μας δώσουν απ΄ όλα.
Μια φορά επήγα εις το πανηγύρι της
Αγίας Μονής. Αυτό το μοναστήρι ήταν μεγάλο και εχαλάσθη εις την πρώτη Τουρκιά.
Όταν επέρασα, ήτο μία μάνδρα χαλασμένη και σκεπασμένη η εκκλησιά με κλάδους
δέντρων. Τότε έταξα, ότι: “Παναγία μου βοήθησέ μας να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα
μας από τον τύραννο, και θα σε φκειάσω καθώς ήσουν πρώτα (1803)”. Με εβοήθησε,
και εις τον δεύτερον χρόνο της επαναστάσεώς μας επλήρωσα το τάμα μου και την
έφκειασα.
Αυτό
το είδος της ζωής όπου εκάμναμε μας εβοήθησε πολύ εις την επανάστασι, διότι
ηξεύραμεν τα κατατόπια, τους δρόμους, τας θέσεις, τους ανθρώπους. Εσυνηθίσαμεν
να καταφρονούμεν τους Τούρκους, να υποφέρωμεν την πείναν, την δίψαν, την
κακοπάθειαν, την λέρα, και καθεξής».
Απόσπασμα από το βιβλίο: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης - Ο Αδάμαστος Αρχιστράτηγος του 1821
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου