Παύλος Μελάς, 13 Οκτωβρίου 1904: Ήξερε πως αναμετριέται με τον θάνατο, αλλά ήρθε στην Μακεδονία έτοιμος και ευτυχισμένος


13/10/2025 

Τρεις ήτανε, απτόητοι αλεξανδρινοί, που περπατούσαν μέσα στην ανταριασμένη βροχή…


-Νάτος, εκεί, μαζί με άλλους δυο,

Κόντευαν να φτάσουν στον προορισμό τους.

-Βάλε την κάπα, ας είναι παλιά, στάζεις και θα αρρωστήσεις, είπε ο Μακεδόνας αγωγιάτης.

-Όχι, αποκρίθηκε ο νέος, που σχεδόν δεν ένοιωθε τα βαριά βρεγμένα ρούχα του.

-Θα αρρωστήσεις και δεν θα βοηθήσεις τον Αγώνα! Πάρε το δικό μου παλτό, θα σε προστατέψει, σε παρακαλώ, είπε ο Πύρζας.

-Δεν θέλω προστασία, αλλά σκληραγωγία, για να γίνω ισάξιος των παλικαριών που μονάχοι τα έβαλαν με τα θεριά, ενώ άλλοι στην Αθήνα επιλέγουν να κοιμούνται, φώναξε ο νέος, πάντα περπατώντας με βήμα γοργό.

Έφτασαν στο καταφύγιο και μπήκαν μέσα. Εκεί, η βροχή έπεφτε λιγότερο ορμητική, εμποδισμένη από τα ξύλινα δοκάρια. Ο αγωγιάτης έβαλε πάνω σε ένα φαρδύ κούτσουρο λίγα τρόφιμα, ξερό ψωμί, αυγά, μερικά κομμάτια σκληρού κρέατος.

-Φάε παλικάρι μου, μακρύς ο δρόμος μας ακόμα, μίλησε ο αγωγιάτης που τον είχε δει να τρώει μόνο ένα αυγό.

-Χόρτασα. Πόσοι δεν έχουν φάει μπουκιά, μα παλεύουν; Άστραφτε ολόκληρος ο νέος που ακούραστα χαμογελούσε.

-Φάε τουλάχιστον λίγο ψωμί, τον πίεσε ο Πύρζας.

-Δεν το χρειάζομαι, αποκρίθηκε ο νέος. Η πείνα μου θα χορτάσει μόνο με αγώνες… Κίνησε για τον δρόμο, αψηφώντας τις διαμαρτυρίες των άλλων, όπως και την βροχή.

-Βιάζομαι να απαντηθώ με της Μακεδονίας τα παλικάρια! Τι να μου κάνει μια στάλα βροχή; Βροντογέλασε ο Παύλος Μελάς, αφήνοντας τον καταρράκτη του νερού να φιλήσει το πρόσωπό του.

Κι όσο περπατούσε, τόσο μαζεύονταν γύρω του οι Μακεδονομάχοι. Άλλοτε με βροχή, άλλοτε με ήλιο, κάποτε με κουβέντα και κάποτε με αγωνιστική σιωπή.

Μα όσο περπατούσε, τόσο τον κοντοζύγωνε μοίρα βαριά και μαυροφορεμένη, κι όσο τον κοντοζύγωνε, τόσο μεταμορφωνόταν τούτη η μοίρα σε πυρκαγιά που θα ξεσπούσε για της Μακεδονίας μας τη Λευτεριά. (Οι πληροφορίες αυτής της "λογοτεχνικής περιγραφής" είναι από το έργο του Μακεδονομάχου συγγραφέα Γ. Μόδη)

 

Μέσα του βαθιά ο Παύλος ήξερε πως αναμετριέται με τον θάνατο, πηγαίνοντας στην χιλιοβασανισμένη Μακεδονία, ξανά και ξανά, κι ας τον εμπόδιζαν οι Αθηναίοι.

Ωστόσο, τίναξε από πάνω του την βόλεψη της ζωής του, έκλεισε τα αυτιά του στις σειρήνες των πολιτικάντηδων που ήθελαν να κάνουν πρώτα ισχυρό στρατό κι ύστερα να ασχοληθούν με την αλεξανδρινή γη (όταν αυτή θα είχε μοιραία χαθεί) κι όρθωσε το ανάστημά του, κοιτάζοντας κατάματα την Πατρίδα!

-Θέλω να γίνω ισάξιος των αβοήθητων πολεμιστών της Μακεδονίας! Δεν σταμάτησε έτσι να μιλά στον εαυτό του.

Κι έγινε, όχι απλά ισάξιος, αλλά τούς προσπέρασε στον δρόμο για την Αθανασία!

Στάτιστα, εκεί στον καστοριανό μακεδονικό τόπο, τον βρήκε το φονικό βόλι. Ήτανε 13 Οκτωβρίου του 1904.

Ποιοι τον πρόδωσαν; Πώς ήξερε ο κομιτατζής Μήτρος Βλάχος πού κρύβονταν ο Μελάς και τα παλικάρια του; Το ήξερε όμως, και πήγε καρφωτά στους τούρκους.

Βουλγαροκομιτατζήδες και τούρκοι, οι ένοχοι της δολοφονίας του Παύλου Μελά, μα και κάποιοι «δικοί» μας που δεν θέλαν την Λευτεριά, ήτανε μπλεγμένοι στο βρώμικο και ύπουλο παιχνίδι…

Δυστυχώς και τραγικώς, η ιστορία δεν αφήνει πάντα τον ήλιο του Ελληνισμού να λάμψει. Ωστόσο, το νεκρό κορμί του Παύλου Μελά, προκάλεσε μια πρωτόγνωρη ορμή και ένα ανείπωτο πάθος για την Μακεδονία. Πολλοί ήταν αυτοί που, επιτέλους, φώναξαν: Μα για να πεθάνει ο Μελάς για την Μακεδονία, αξίζει να πολεμήσουμε γι΄ αυτήν! 

Υστερόγραφο:  Σήμερα, ημέρα της δολοφονίας του Παύλου Μελά, είναι πολλοί ακόμα αυτοί που προσπαθούν να λασπώσουν τον ήρωα της Μακεδονίας μας. Γιατί, δεν τους βολεύει να υπάρχουν θύμησες που μπορούν να γίνουν σπαθιά υπεράσπισης της προδομένης Μακεδονίας μας. Ανάμεσα σ΄ αυτούς τους τυχάρπαστους ματαιόδοξους είναι και η εφημερίδα "Έθνος" που δημοσίευσε ένα άρθρο για τον Παύλο Μελά, στο οποίο προσπαθεί να πείσει τον Έλληνα αναγνώστη ότι ο ήρωας δεν ήταν και τόσο ήρωας, και πως μια ομάδα ανθρώπων κατάφερε να πλάσει τον μύθο του ήρωα Μακεδονομάχου Παύλου Μελά... Αιδώς! 

Νίκη Μάρκου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου