17 Ιουνίου 2018: Η μέρα που μαχαιρώθηκε πισώπλατα η Μακεδονία και η Ιστορία μας!

17 Ιουνίου 2018

Βίγλα – Μακεδονία – Ελλάδα

Χιλιάδες Έλληνες συγκεντρωθήκαμε εκεί, για να φωνάξουμε από τα τρίσβαθα της ψυχής μας ότι η Μακεδονία είναι Ελλάδα και δεν πρέπει να υπογραφεί μια συμφωνία που θα προδίδει και θα πουλά την χιλιόχρονη ιστορία της στους σκοπιανούς.

Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, Ψαράδες λέγεται ο τόπος, οι Έλληνες πολιτικοί μαζί με τα συντρόφια τους, άλλους Έλληνες και ξένους, συναντήθηκαν με τους σκοπιανούς πολιτικούς για να υπογράψουν το μοιραίο χαρτί. Απομονωμένοι ήταν, κι άφηναν προς τα έξω να ακουστεί όσα εκείνοι ήθελαν.

Εμείς ήμασταν αποκλεισμένοι, με αστυνομικούς να φράσσουν κάθε πέρασμα. Και να ρίχνουν «σφαίρες» στην ύπαρξή μας. Από φόβο, μήπως και δεν επιτρέπαμε στους πολιτικούς να ολοκληρώσουν την καταστροφή.

Δίπλα μου, στεκόταν ένα παλικάρι, με μαύρη σημαία στα χέρια του. Χτύπησε το τηλέφωνό του. Κάποιος του ανακοίνωσε ότι οι υπογραφές έπεσαν. Η Μακεδονία μας πουλήθηκε. Έδωσαν στους σκοπιανούς το ιερό της όνομα, κι έτσι αυτοί θα μιλούν, ξαφνικά, την «μακεδονική γλώσσα» και θα αποτελούν το «μακεδονικό έθνος».

Το παλικάρι άρχισε να κλαίει και το αδύνατο κορμί του να τραντάζεται ολόκληρο. Ανεξέλεγκτος σεισμός. Πώς να χωρέσει η λογική του τέτοια προδοσία; Πώς;

Αυτό το παλικάρι είναι η Ελλάδα μας, η Μακεδονία μας.

Αυτό το παλικάρι, είμαστε όλοι εμείς, που μας ταπείνωσαν και μας εξευτέλισαν, μας έφτυσαν κατάμουτρα, και ακολούθως ολοκλήρωσαν το έγκλημά τους με φαγοπότι που το παρομοίασαν με γάμο…

Θα τους αφήσουμε ατιμώρητους; Θα τους επιτρέψουμε να ξεπουλήσουν και την Θράκη μας, και την Ήπειρό μας, και τα νησιά μας; Μα τότε πού θα είναι η Ελλάδα μας;

 

          Ο Παππούλης διάβασε το χαρτί που μύριζε αίμα, το αίμα των Ελλήνων που αγωνίζονταν να σώσουν την Μακεδονία, την Ελλάδα, με το μοναδικό όπλο τους, την φωνή τους. Ήθελε να αφήσει ελεύθερο τον εαυτό του ο Παππούλης, να αφήσει το δάκρυ του να τρέξει απάνω στις ρυτίδες, μα με μεγάλο κόπο το συγκράτησε. Γιατί τα ζω όλα αυτά τα τραγικά; Αναρωτήθηκε, αλλά δεν επέτρεψε στον εαυτό του να λυγίσει. Τον βοήθησαν, άθελά τους, οι νέοι. Που, σχεδόν με ευλάβεια, έβαζαν στην αγκαλιά του κι άλλα χαρτιά, κι άλλες ματωμένες λέξεις, που ένα στόχο είχαν, και πάντα θα έχουν. Να μην λησμονηθεί ο ιερός αγώνας των Ελλήνων Πατριωτών. Πήρε ακόμα ένα χαρτί, περήφανος που τα Ελληνόπουλα τον εμπιστεύονταν, αυτόν, τον ταπεινό γέρο.

Απόσπασμα από το βιβλίο: 153+1 μαχαιριές στην καρδιά της Μακεδονίας - στην ψυχή της Ελλάδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου