Μια μάχη παράξενη σαν τον θάνατο, και μια νίκη λαμπρή, σαν τον παράδεισο!
Τον Νοέμβριο του 1826 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης δεν άντεχε άλλο να βλέπει ολόκληρες περιοχές προσκυνημένες. Με την αγωνία να κυλά στο αίμα του και να του φράζει την ανάσα, όρμησε σε μικρούς και μεγάλους τόπους, προσπαθώντας να αναζωπυρώσει το επαναστατικό πνεύμα των Ελλήνων.
Και τα καταφέρνει, ο γενναίος! Ας πάμε πίσω στον χρόνο, κι από τον Νοέμβρη του 1821 να βρεθούμε στον Νοέμβρη του 1826. Ας συναντήσουμε νοερά, μα και τόσο πραγματικά, τους ήρωες μας στην νικηφόρα Μάχη της Αράχωβας:
"Την άλλη μέρα, 20 του Νοέμβρη, όλοι οι Έλληνες βρέθηκαν, πριχού ακόμα ο ήλιος βγει, στα πόστα τους ολόγυρα στους Τούρκους. Φτιάσανε μικρά ταμπούρια, τόνα σιμά στο άλλο, που να μην μπορεί ο οχτρός να περάσει ανάμεσά τους. Πιο πέρα, στον δρόμο που έφερνε κατά το μοναστήρι Ιερουσαλήμ και στο στενό του Ζεμενού, απ΄ όπου μπορούσαν να βγουν ομαδιασμένοι οι Τούρκοι ή να τους ερχόταν βοήθεια, ο Καραϊσκάκης έστειλε κάμποσους καπεταναίους με τους νταϊφάδες τους να πιάσουνε τα μέρη. Ο ίδιος κράτησε κοντά του μια άλλη σημαντική δύναμη, να τρέξει μ΄ αυτή όπου η ανάγκη το καλούσε.
Όλη εκείνη η μέρα πέρασε με πεισματικό κι από τα δύο μέρη ντουφεκίδι, μα μικρή στάθηκε η βλάβη που πάθαιναν οι Τούρκοι, γιατί είχανε κι αυτοί ταμπουρωθεί και πολέμαγαν προστατευμένοι. Στεναχωριόταν όμως γιατί δεν μπόραγαν να σηκώσουν κεφάλι, όπως μεμιάς τους έβρισκε άσφαλτο το βόλι των δικών μας, κι από την έλλειψη του νερού.
Προτού βραδιάσει δυναμώθηκαν οι Έλληνες με τον ερχομό των νταϊφάδων του Δ. Μακρή, του Γ. Δράκου, του Κ. Καλύβα, του Τρ. Αποκορίτη και του Γ. Γιολδάση.
21 του Νοέμβρη οι Τούρκοι που είχαν απομείνει στη Δαύλεια και στ΄ άλλα γύρω χωριά συνάχτηκαν κι έτρεξαν να βοηθήσουν τους μπλοκαρισμένους. Χωρίστηκαν σε δύο κολώνες..."
Οι Τούρκοι όλο και μάζευαν δυνάμεις, όλο και πίστευαν ότι θα εξοντώσουν για άλλη μια φορά τους Έλληνες. Αλλά, ο Καραϊσκάκης δεν συμφωνούσε μαζί τους!
"Ο Καραϊσκάκης μόλις αντιλήφθηκε την ταραχή και τις φωνές που κυριαρχούσε στα δυο ασκέρια, κατάλαβε έγκαιρα τον κίνδυνο, σηκώνει μεμιάς τη δύναμη που είχε κρατήσει κοντά του και τρέχει με τους γρηγορότερους. Περνώντας από τ΄ άλλα ταμπούρια που βρίσκονταν πάνω στον δρόμο του, φώναζε ονομαστικά τα πιο ξακουστά παλικάρια, προσκαλώντας τα να τον ακολουθήσουν.
-Πού είσαι Νικηταρά; Πού είσαι Βάγια; Πού είσαι Πανομάρα; Τρεχάτε Έλληνες, μην φύγουν οι Τούρκοι και ρεζιλευτούμε, ωρέ! βρουχιόταν ο Καραϊσκάκης.
Προλαβαίνουν τους Τούρκους, τους δίνουν ένα ντουφέκι και τους αναγκάζουν να γυρίσουν μισοτσακισμένοι στα πόστα τους, να ξαναμαντρωθούν. [...]
24 του Νοέμβρη. Ο Καραϊσκάκης ήθελε να ηττηθούν οι Τούρκοι στην μάχη, κι όχι να τους δοθεί η ευκαιρία να οπισθοχωρήσουν, να φύγουν και κάποτε να επιβληθούν ξανά στους Έλληνες.
"Σαν έφτασε το μαντάτο στον Καραϊσκάκη πως φεύγουνε οι Τούρκοι, πετιέται από το σπίτι που κονάκιαζε και μπήγει τις φωνές, να τρέξουν οι δικοί μας να τους κυνηγήσουν. Και ο ίδιος, άρχισε να φέρνει γύρα σαν δαιμονισμένος το χωριό, να μπαίνει στα σπίτια, να βρίζει, να φιλοτιμάει, να φοβερίζει, να τάζει αμοιβές σ΄ όποιον του φέρει τούρκικα κεφάλια και πιάσει ζωντανούς τον Μουστάμπεη και τον Κεχαγιάμπεη".
Οι Έλληνες ρίχτηκαν στην μάχη. "Κι άρχισε το μακελειό. Πέφτουν από κοντά σ΄ αυτούς που ήτανε μπροστά, σκοτώνοντας όσους πρόφταιναν. Τους άλλους, τους πιο βραδυκίνητους, τους παράταγαν σ΄ εκείνους που έρχονταν από το χωριό. Κι όπως δεν δούλευε άλλο από σπαθί και το χιονοστρόβιλο έπνιγε κάθε κραυγή και κάθε αντάρα, ήταν μια μάχη παράξενη και τρομερή, μουγγή σαν τον θάνατο".
Οι Τούρκοι έπαθαν πανωλεθρία. Ο Κεχαγιάμπεης ήταν από τους τελευταίους που έφυγε "καθώς κατάλαβε πως δεν ήταν πια τρόπος να γλυτώσει'".
Την μέρα εκείνη στην Αράχωβα οι Τούρκοι έπαθαν μεγάλη φθορά. "Δεν είχαν ξαναπάθει τέτοια από τον καιρό του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Τρακόσιοι μόλις σώθηκαν από τις δύο χιλιάδες που ήταν τούτο το διαλεχτό τους ασκέρι. Μα κι οι περισσότεροι απ΄ αυτούς είχαν παγωμένα χέρια και πόδια, άχρηστοι πια για πόλεμο".
Το ίδιο εκείνο βράδυ "εκ του στρατοπέδου Αράχοβας, 7 ώρα της νυκτός, ο Καραϊσκάκης έγραφε στην αναφορά του που έστειλε στην κυβέρνηση: Αδελφοί, χαρήτε τώρα ότι την ελευθερίαν της Στερεάς Ελλάδος την απολαύσαμεν και εντός ολίγου θέλετε ακούσει και σημαντικώτερα πράγματα.
Όταν η είδηση της νίκης πέταξε από τον Παρνασσό στην Αττική κι απ΄ αυτήν στο Μοριά και τα νησιά, η Ελλάδα ανάσανε!"
Απόσπασμα από το βιβλίο: Καραϊσκάκης, Δημ. Φωτιάδη, εκδ. Δωρικός, 1981.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου