Ο Ρήγας Φεραίος μιλά στην Κλωθώ για τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι λεβέντες Έλληνες που έναν ιερό σκοπό ζητούσαν να εκπληρώσουν, την Λευτεριά της Ελλάδας!
Να ανάψουμε μια φλόγα σε όλην την τουρκιά! Ωστόσο, αυτοί οι Έλληνες προδόθηκαν.
Σαν
να του έδωσε μια μικρή παρηγοριά το άγγιγμά της, τόση όση είχε ανάγκη για να
συνεχίσει και να ολοκληρώσει ο Ρήγας την αφήγηση των δραματικών στιγμών που
έζησαν οι ήρωες του πριν δολοφονηθούν βάναυσα και πεταχτούν σαν σκουπίδια στον
διαολεμένο ποταμό.
«Δεν
ξέρω αν είναι δύναμη του σκότους ή δύναμη του φωτός αυτή που γέννησε το
ιδιόρρυθμο συναπάντημά μας, Κλωθώ! Δεν ξέρω κι αν έχει σημασία, ποια δύναμη μάς
ένωσε έστω για λίγο μέσα στα άγνωστα δωμάτια του χρόνου. Δεν ξέρω αν έχει
σημασία η αφήγησή μου, γιατί τα παλικάρια χάθηκαν!» Απομάκρυνε το χέρι του από
το χέρι της Κλωθώς, βαριανασαίνοντας.
«Έχει
κάποια σημασία η θυσία των παλικαριών;»
Η
Κλωθώ άπλωσε ξανά το χέρι της στο δικό του και το έσφιξε. Ένοιωθε πως έπρεπε να
ακούσει για τον φρικτό θάνατο των ηρώων, να ακούσει και να μεταφέρει τα λόγια
του Ρήγα στους σύγχρονους της. Θα
θυμάμαι, όταν επιστρέψω στον χρόνο μου, τα λόγια του Ρήγα, θα καταφέρω να
μιλήσω για τις αποτρόπαιες πράξεις των τούρκων; Αναρωτήθηκε, μα έδιωξε
γρήγορα αυτή την ερώτηση από το μυαλό της. Κατάπιε με περισσή δυσκολία τον λυγμό
που φώλιαζε στον λαιμό της και με πείσμα κοίταξε τον Ρήγα.
«Είναι δύναμη φωτός
αυτή που μάς έφερε κοντά, είμαι σίγουρη! Είναι το φως του Ελληνισμού» του είπε
με φωνή που της φάνηκε άγνωστη. Μα ήταν αυτές οι λέξεις της που χάιδεψαν το
πρόσωπο του Ρήγα, το κλεισμένο μάτι και τα πληγωμένα αυτιά του, και έγιαναν για
λίγο το φρικτό του μαρτύριο. Της έκανε νόημα να στραφεί προς την φυλακή, προς
το παράθυρο του μαρτυρίου, και η Κλωθώ υπάκουσε.
«Σειρά στο κολαστήριο μπροστά
στο παράθυρο είχε ο Ιωάννης Καρατζάς» είπε ο Ρήγας με απόκοσμη φωνή και η Κλωθώ
ένοιωσε την θλίψη του ήρωα να ξεσπά πάνω της σαν λυσσασμένο κύμα.
«Ο
Ιωάννης από την Κύπρο μας πρόλαβε 31 χρόνων φεγγάρια να ρουφήξει με τα μάτια
του, ω αυτά τα μάτια με το πιο ξάστερο ελληνικό φως μέσα τους! Ήταν τόσο
γενναίος κι απρόβλεπτος που δύο δυνάστες του κράταγαν τα χέρια, όσο ο τρίτος
ξερίζωνε τα αυτιά και τα μαλλιά του και σμπαράλιαζε τα χείλη του.
Να
όμως που από αυτά τα μισόνεκρα χείλη όρμησαν για σας τους Έλληνες του μέλλοντος
οι λέξεις:
Λεβέντες αντρειωμένοι!
Σας κράζει η Ελλάδα,
σας θέλει, σας πονεί
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική
φωνή!
Τα
δόντια του έπεφταν, τις στιγμές που έστελνε σε σας την αήττητη επιθυμία του για
Λευτεριά:
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να σηκωθείς
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μην
δοθείς!
Η
Ελλάδα του Ομήρου, του Λεωνίδα, του Μεγαλέξανδρου, αυτή η Ελλάδα τον άκουσε, γιατί
δικό της θρέμμα ήταν, αλλά άραγε εσείς οι κατοπινοί ακούσατε την φωνή του,
είστε εκείνης της Ελλάδας θρέμμα; Δωρίσατε έστω και μία σκέψη σας στο λιοντάρι
αυτό της Κύπρου;»
Απελπισία
διαπέρασε το πληγωμένο κορμί του Ρήγα κι από κει σκορπίστηκε στον χώρο.
«Τον
άκουσε η Ελλάδα» ψιθύρισε η Κλωθώ, καταπίνοντας με κόπο τον λυγμό της. Μα ο
Ρήγας δεν φάνηκε να έδωσε στα λόγια της σημασία, αφού συνέχισε:
«Τον
αποτέλειωσαν με ένα σκοινί στον λαιμό. Αλλά δεν τους έφτανε αυτός ο θάνατος.
Του πήραν το κεφάλι, και το κορμί του το πέταξαν στα μαύρα ποταμίσια νερά, με
τα βαρβαρικά γέλια τους να συνοδεύουν την πτώση του παλικαριού στην γήινη
ανυπαρξία.
Ελευθερία ή Θάνατος, άφησε πίσω του τις
λέξεις, πριν βυθιστεί στο τίποτα».
Το
ρίγος έγινε πιο δυνατό, η απελπισία πιο ορατή, σαν του Χάρου το δρεπάνι.
Χωρίς
να το καταλαβαίνει, η Κλωθώ άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τα βρώμικα αριστοκρατικά
μαλλιά του Ρήγα. Συγκινημένος, κι αφού διάβασε στο βλέμμα της την λαχτάρα να
μάθει, αποφάσισε να ολοκληρώσει την διήγησή του.
«Τελευταίος
στην εξιστόρηση των απάνθρωπων δολοφονιών, αλλά πρώτος και καλύτερος σε
γενναιότητα, ο Θεοχάρης μου, που έζησε μόλις 22 άνοιξες. Πόσο όμορφος, πόσο
θαρραλέος, πόσο Έλληνας! Μαυροφορέθηκε η Σιάτιστα, από όπου καταγόταν το
παλικάρι. Σάβανα ρίχτηκαν στους δρόμους, στα σπίτια, στις ψυχές. Θεοχάρης
Γεωργίου Τουρούντζιας».
Ξαφνικά ο Ρήγας άρπαξε και αγριοέσφιξε τα χέρια της
Κλωθώς.
«Πες
τους δικούς σου Έλληνες να μην ξεχάσουν τον Θεοχάρη! 22 χρονών παλικάρι, και
στις πλάτες του κουβάλησε ατρόμητα τον Ελληνισμό! Γι΄ αυτόν, δεν ήταν θυσία ο
θάνατος για την πατρίδα, ήταν λευτεριά».
Έσκυψε
το κεφάλι ο Ρήγας, αφήνοντας τα χέρια του να κρεμαστούν στο πλάι αδύναμα, σαν
να μην ήταν δικά του.
«Όμως,
ήθελα να τον σώσω, για να προλάβει να της χαρίσει της πατρίδας έργα πολλά, αφού
ήταν άξιος, τόσο άξιος! Μα πώς να τον σώσω;» Κραύγασε ο Ρήγας και τότε
σκοτείνιασε απότομα η πλάση και χοντρές στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν
καταπάνω τους, σαν δάκρυα του Θεού.
«Με
κρατούσαν δεμένο και με διέταζαν συνέχεια να βλέπω τον Θεοχάρη που τον
βασάνιζαν με τρόπους ασύλληπτους για την ανθρώπινη λογική. Αν έκλεινα τα μάτια,
το μαχαίρι βυθιζόταν στην κοιλιά, στο στήθος, στα πλευρά μου, ενώ ο τούρκος με
τα χοντρά του δάκτυλα κρατούσε με την βία ανοιχτά τα μάτια μου.
Κοίτα!
Φώναζε το κτήνος.
Ω, ο
θρήνος παρέλυε το κορμί μου. Θρήνος πιο άγριος κι από την πιο φουρτουνιασμένη
θάλασσα. Ένας θρήνος που γεννιόταν από τα ουρλιαχτά του Θεοχάρη μου. Μα μέσα
στα ουρλιαχτά του ξεχώριζα τις λέξεις:
Πρέπει να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας
τυραννεί.
Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια
ψυχή,
Χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να
χαθεί.
Με
σουβλερά μαχαίρια ξέσχιζαν την σάρκα του, γροθιές έριχναν στο ανοιχτό από τις
πληγές στήθος του, κι όταν ο Θεοχάρης φώναξε
Ν΄ ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την τουρκιά!
Τότε
έκοψαν τα δάκτυλα του δεξιού χεριού του, ενώ ξερνούσαν χλευαστικές λέξεις και
σάλια καταπάνω του: Με ποιο χέρι θα ανάψεις την φλόγα; Ούρλιαζαν οι εχθροί με
άκρατο μίσος.
Ο
Θεοχάρης κατάφερε να μετατρέψει τον φριχτό πόνο σε ιερό μήνυμα ελπίδας για τους
Έλληνες:
Ποτέ μη στοχαστείτε, πως είναι δυνατός
καρδιοχτυπά και τρέμει, σαν τον λαγό
κι αυτός.
Την
φρικτή στιγμή που του έκοψαν το κεφάλι, ο Θεοχάρης μου έκανε τον σταυρό του,
ψέλνοντας:
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψει ο
σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψει ο
εχθρός.
Ο κόσμος να γλιτώσει, απ΄ αύτην την
πληγή…
Οι λέξεις πνίγηκαν στο αίμα, το κορμί το νεανικό πετάχτηκε στον μαύρο ποταμό, ο Θεοχάρης μου όρμησε σαν θεριό κατά του εχθρού, ενός εχθρού δειλού, που δεν τον σκότωσε στην μάχη, αλλά ως όμηρο, αλυσοδεμένο».
Από την Νίκη Μάρκου - Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου