Και εγένετο 1 8 2 1
Ο Μεγάλος Ξεσηκωμός
Οι
Έλληνες που αγωνίστηκαν να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό ήταν αμέτρητοι, και
δεν γράφτηκαν όλων τα ονόματα με χρυσά γράμματα, όπως τους άξιζε, στις σελίδες
της ιστορίας.
«Πρέπει
να συλλογιέται ο καθένας ότι την Επανάσταση δεν την έκαναν μόνο αυτοί που το
όνομά τους γράφτηκε και διαιωνίστηκε. Ήταν τόσοι πολλοί οι ανώνυμοι που όρμησαν
με το σπαθί τους στο χέρι, για να διαλύσουν την μακρόχρονη σκλαβιά, τόσο
πολλοί! Κι αν λάθη έκαναν, τι μ΄ αυτό; Θνητός και λάθος πάνε μαζί. Σημασία έχει
που τα λάθη τους τα πάλεψαν, γιατί τα συνειδητοποιούσαν και τα διόρθωναν για το
καλό του έθνους.
Εξάλλου,
αυτά τα λάθη σε μεγάλο βαθμό μπορούμε, αν θέλουμε, να τα κατανοήσουμε. Δεν
κάθονταν οι Έλληνες τότε μπροστά σε μια οθόνη ή μέσα σ΄ ένα γραφείο και
διέπρατταν λάθη εγκληματικά κατά της πατρίδας! Τέτοια λάθη κάνουν μόνο οι
σύγχρονοι Έλληνες, και αυτοί δεν δικαιολογούνται!
Εκείνοι
οι Έλληνες ζούσαν με σκυφτό το κεφάλι, γιατί οι πρόγονοί τους είχαν χάσει τις
μάχες με τους τούρκους και είχαν σκλαβωθεί. Ταλαιπωρημένοι, βασανισμένοι,
αναλφάβητοι οι πιο πολλοί, βρέθηκαν με το όπλο στο χέρι, γιατί κάποιοι τούς
μήνυσαν ότι πλησίαζε η ώρα της λευτεριάς. Τι κι αν έκαναν λάθη; Τι κι αν
μερικές φορές πισωπατούσαν; Στο τέλος, όρμησαν μπροστά για να ανταμώσουν αγέρωχα
τον χάρο, με τίμημα την εθνική λευτεριά!
Γράφει ο Στασινόπουλος:
“Ο
αναλφάβητος με το γουρνοτσάρουχο που άδραξε τη βουκέντρα του βοδιού του για να
διώξει τον τύραννο από την πατρική του γη να ζήσουμ΄ εμείς οι απόγονοί του
χωρίς το φόβο του Τούρκου αφέντη, όσο κι αν δεν έχει αναγνωριστεί όσο πρέπει
μέχρι σήμερα, είναι ο μεγάλος ήρωας του Εικοσιένα.
Τέτοιων
ηρώων εκφραστής και συμπολεμιστής και διαμαντένιος αρχηγός κι οδηγητής, στάθηκε
ο άνθρωπος που το έργο του βαλθήκαμε να παρουσιάσουμε. (Μιλά για τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο).
Το
Φλεβάρη του 1821 ξεμπαρκάρει στη Μάνη.
Λίγο
πριν είχε βγει κι ο Κολοκοτρώνης. Κι ο Παπαφλέσσας με τον Αναγνωσταρά
βρίσκονταν σε πυρετό ετοιμασίας.
Οι
άνθρωποι του σπαθιού και του ντουφεκιού δεν έβλεπαν την ώρα ν΄ αρχίσει το
μεγάλο πανηγύρι του λυτρωμού.
Είναι
η ώρα που περίμεναν οι σκλάβοι τόσους αιώνες.
Μα δε
στάθηκ΄ εύκολο το ξεκίνημα. Ώσπου να βαρέσουν οι καμπάνες του γενικού σηκωμού,
χρειάστηκε μόχθος και προσπάθεια, γιατ΄ οι δυνάμεις που ζητούσαν αναβολές και
σιγουριές κι ετοιμασίες πιότερες, ήταν υπολογίσιμες πολύ”.
Το βλέμμα του στρατιώτη σκοτείνιασε ξαφνικά.
«Ποιος
είμαι εγώ που θέλω να γράψω για τους επαναστάτες Έλληνες που ξεπέρασαν τα
ανθρώπινα όρια τους για να κατακτήσουν την λευτεριά; Έχει δίκιο ο
Στασινόπουλος. Πολλά τα εμπόδια που συναντούσαν πριν αλλά και όταν ξέσπασε η
Επανάσταση.
Καλοβολεμένοι
κοτζαμπάσηδες που ανετοζούσαν μέσα στην τουρκιά και όλο ανέβαλαν τον ξεσηκωμό,
φοβισμένοι φτωχοί σκλαβωμένοι Έλληνες που διέθεταν λίγα όπλα συγκριτικά με τους
τούρκους και η φλόγα της Φιλικής που είχε εξαπλωθεί μυστικά κι αν γρήγορα δεν
γεννούσε τις μάχες, τότε θα αποκαλύπτονταν και θα έσβηνε πριν ξεσπάσει! Να όμως
που τα κατάφεραν τελικά!
Ποιες
λέξεις είναι ικανές να εκφράσουν τα κατορθώματά τους;» Ρώτησε την μούσα, αυτή
όμως παρέμεινε σιωπηλή.
«Στιγμές-στιγμές
νοιώθω τέτοιο δέος μπρος στις πράξεις των ηρώων μας, που δεν μπορώ να σκεφτώ!
Κι αν δεν μπορώ να σκεφτώ, τότε πώς θα μπορέσω να γράψω γι΄ αυτούς; Προφανώς,
φταίει η μαλθακότητα του καιρού μου, θύμα της είμαι» εξέφρασε τους φόβους του ο
στρατιώτης, εκνευρίζοντας την Καλλιόπη.
«Απαράδεκτη
μοιρολατρία! Είμαι δίπλα σου κι αυτό δεν σου αρκεί; Επίσης, έχεις ως πολύτιμο
οδηγό το βιβλίο του Στασινόπουλου, ούτε αυτό σου αρκεί; Σύνελθε! Εκτός κι αν
θες να σε καταπιεί η μαλθακότητα και να ζήσεις σε μια ατάραχη γωνιά στην ζωή
σου. Αυτό θέλεις στρατιώτη;» Τον ρώτησε αυστηρά.
Έντρομος,
κούνησε αρνητικά το κεφάλι του κι ευθύς συνήλθε, καθώς άκουσε την από αιώνες
βγαλμένη φωνή της:
«Οι
κοτζαμπάσηδες, στο τέλος, δεν πέτυχαν την αναβολή της Επανάστασης, γιατί η
φωτιά της ψυχής είχε ήδη εξαπλωθεί πολύ. Η Φιλική Εταιρεία με τα παλικάρια της
ήταν αυτή η φωτιά. Ασυγκράτητη θα γινόταν, μόλις άναβε το φυτίλι. Οι λεβέντες
αρχηγοί ήταν σαν να «μάλωναν» αναμεταξύ τους, ποιος θα το πρωτανάψει! Και τότε
ένα χέρι έτρεξε πιο γοργά από τ΄ άλλα και το μπουρλότιασε, κρυφογελώντας ευτυχισμένος!
Πρέπει να μιλήσουμε και γι΄ αυτόν, τώρα» πρόσταξε η Καλλιόπη κι έφερε το μαγικό
της δάκτυλο στην παράγραφο του βιβλίου που απέδιδε τιμές στον ήρωα. Διάβασε,
του είπε με το βλέμμα, και ο στρατιώτης υπάκουσε.
“Ο
φλογερός Παπαφλέσσας, ο «τρελλόπαπας» με την ηφαιστειώδη του ιδιοσυγκρασία,
είχε αρπάξει ένα δαυλί αναμμένο κι όπου στεκότανε, έβαζε φωτιά.
Τους
ενθουσιασμένους τους ξετρέλλαινε. Στους δισταχτικούς έδινε κουράγιο. Τους
ενάντιους τούς πολεμούσε. Τούς έταζε λαγούς με πετραχήλια. Τούς παράσταινε ότι
έρχονται βοήθειες μεγάλες και πως μια μεγάλη δύναμη πατρονάρει την επανάσταση.
Και η επιτυχία σίγουρη. Έβανε μπουρλότο στις ψυχές των ραγιάδων. Και η παρουσία
του Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά και του Αναγνωσταρά όχι μόνο βοήθησε οργανωτικά
το ξεσήκωμα, αλλά δεν άφηνε πλέον αμφιβολίες ότι έφτασε η ώρα. Η ατμόσφαιρα
ηλεκτρισμένη, μύριζε μπαρούτη”.
Ο στρατιώτης διέκοψε τον λόγο του, για να σημειώσει
μια παρατήρηση που θα τον βοηθούσε μελλοντικά. Έτσι αρχίζει να συστηματοποιεί
την δουλειά του, ο μελλοντικός μου συγγραφέας, σκέφτηκε η μούσα κι έσκυψε να
διαβάσει όσα εκείνος έγραφε.
«Οι
ανετοβολεμένοι δεσποτάδες, όχι οι απλοί παπάδες, και οι κοτζαμπάσηδες
προσπαθούσαν να εμποδίσουν ή έστω να αναβάλλουν τον Ξεσηκωμό. Σαν αυτούς τους
υποταγμένους, είναι και οι σημερινοί πολιτευτάδες. Αλλά, η μοίρα ήταν ενάντια
τους. Γιατί η κατάσταση δεν ήταν πια στα δικά τους χέρια.
Ο
μυστικιστικός χαρακτήρας της Φιλικής δεν τους επέτρεπε να ξέρουν έγκαιρα όσα
είχαν δρομολογηθεί, ούτε ήξεραν πολλά για τα μέλη, την οργάνωση και τα όπλα
της. Αυτό το ήξερε ο Παπαφλέσσας και το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο. Όποτε τον
βόλευε, τους ξεμάκραινε από την αλήθεια, και με τον δικό του τρόπο τους έφτασε
στο σημείο που ήθελε. Να μην μπορούν να κάνουν πίσω, την ώρα του Ξεσηκωμού.
Γιατί η ώρα του Ένοπλου Αγώνα είχε σημάνει».
Έγραψε
ο Στασινόπουλος για τον Παπαφλέσσα:
“Είναι
καιρός στα επίσημα κιτάπια της ιστορίας να πάρει τις διαστάσεις που πρέπει η
μορφή του «τρελλόπαπα». Να ειπωθεί χωρίς προκαταλήψεις ανοιχτά η αλήθεια. Χωρίς
Παπαφλέσσα δεν ξέρουμε αν θάναβε η φωτιά του Εικοσιένα. Μπορεί να έσφαλε
κατοπινά. Μα όλα τα κατοπινά του ατοπήματα, και τα βίτσια του και οι παλινωδίες
του και η άκρατη φιλοδοξία του, που ζήμιωσε πολλές φορές, είναι αδύνατο να
σβήσουνε τη μεγάλη προσφορά του στο άναμμα της επανάστασης.
Το
δαυλί του επαναστάτη βαραίνει τελεσίδικα στη ζυγαριά κι όχι οι ανθρώπινες
αδυναμίες του και τα σφάλματά του.
Ηρωικό θάνατο σαν του Παπαφλέσσα πέθαναν πολλοί το Εικοσιένα. Και παλικάρια τέτοια, μπορεί και καλύτερα, γέννησε πολλά η μεγάλη μας επανάσταση. Όμως τέτοιον πυρπολητή ψυχών στις παραμονές του αγώνα δεν είχε άλλον. Έπρεπε να λαλήσουνε τα καριοφίλια για να φανεί τι αξίζει ένας Κολοκοτρώνης ή ένας Νικηταράς. Πριν απ΄ αυτό όμως, τέτοιοι καπεταναίοι δεν είχανε την ευχέρεια κινήσεων και δράσης. Η θρησκευτικότητα των ανθρώπων εκείνης της εποχής και το μυστήριο της Φιλικής που ταξίδευε κάτω απ΄ τα νιτεριά του αρχιμανδρίτη κάνανε δουλειά”.
Απόσπασμα από το βιβλίο: ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ-Ο άμεμπτος Στρατηγός του 1821
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου