Αικατερίνη Χατζηγεωργίου, δασκάλα του Μακεδονικού Αγώνα που την έκαψαν ζωντανή οι σλάβοι στις 14 Οκτωβρίου 1904


19/10/2022

      153 + 1 μαχαιριές στην Αικατερίνη Χατζηγεωργίου

          Η πανέμορφη Ελληνίδα σήκωσε προς τον ουρανό το κεφάλι της, θαρρείς για να μιλήσει με τον Θεό, θαρρείς για να μιλήσει με τον μοναδικό, αναντικατάστατο ήρωα που έδωσε την ζωή του για την Μακεδονία. Στα μάτια της καθρεφτίζονταν θλίψη απέραντη και οργή σαν λάβα.

 

          Χθες τον σκότωσαν, τον Μίκη Ζέζα, το δικό μας παλικάρι, τον Παύλο Μελά μας. 13 του Οκτώβρη, καταραμένη μέρα! Οι γροθιές της σφίχτηκαν. Πρέπει να φανώ ψύχραιμη! Αλλά πρέπει οι βούλγαροι κομιτατζήδες και οι τούρκοι που σκότωσαν στην Στάτιστα τον λεβέντη μας, αυτοί πρέπει να τιμωρηθούν! Τα χρόνια της σκλαβιάς στους τούρκους πρέπει να γίνουν παρελθόν, και οι βούλγαροι που παλεύουν με μανία και βία να πάρουν την θέση τους πρέπει να πάρουν το μάθημά τους. Οι Έλληνες, εκτός από τους εφιάλτες που σέρνονται στην γη τους από τα αρχαία χρόνια ακόμα, πρέπει να ζήσουμε ελεύθεροι, όπως μας ταιριάζει! Οι εφιάλτες, αυτοί πρέπει να έχουν την ίδια μοίρα με τους εχθρούς, τιμωρημένοι και καταφρονεμένοι να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους, όσοι ζήσουν βέβαια…

 

          Αποτράβηξε το βλέμμα της από τον ουρανό, ξέσφιξε τις γροθιές της, αναστέναξε βαθιά, ενώ καμπούριαζε το σώμα της έτσι που το κεφάλι να κρύβεται στα γόνατά της. Λίγες στιγμές χρειάζομαι, λίγες μονάχα, για να θρηνήσω τους δικούς μου που χάθηκαν. Ο πόνος είναι ανθρώπινος, δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Μα έχουμε έργο να κάνουμε. Σημαντικό έργο, για την Μακεδονία, που μας έχει ανάγκη, τώρα περισσότερο από ποτέ, θαρρώ… Ό,τι έχω πατρίδα μου, θα σου το δώσω, γιατί αν εσύ δεν είσαι ελεύθερη, τότε κι εγώ δεν είμαι ελεύθερη. Διδάσκω στα παιδιά την αγάπη για το έθνος και την λευτεριά, αν λοιπόν εγώ δεν τους δώσω το παράδειγμα, τότε ποιος;

 

          Άρωμα αιωνιότητας κάλυψε εκείνη την νύχτα την διπλωμένη μορφή της Αικατερίνης. Εκείνες οι στιγμές του χρόνου που χρειαζόταν για να ισορροπήσει την ψυχή και το πνεύμα της, της δόθηκαν, γιατί έτσι έπρεπε να γίνει, γιατί έτσι θα ετοιμαζόταν για την μεγαλύτερη ηρωική πράξη που μπορεί Έλληνας να κάνει υπέρ της πατρίδος.

 

          Αυτή η κοπέλα, είκοσι χρονών δασκάλα, είχε μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα. Μέσα της άσβεστη η φλόγα για την λευτεριά της πατρίδος, της Μακεδονίας. Δεν άντεχε να βλέπει τα εδάφη της σκλαβωμένα, τους Έλληνες υποταγμένους. Τα παιδιά αλλά και οι γονείς τους, πρέπει να μάθουν την ιστορία της πατρίδος, πρέπει να κουβαλούν μέσα στα κεφάλια τους το φως της γνώσης και της ελπίδας. Γνώση και ελπίδα, όμως, υπάρχουν μόνο σε ελεύθερη πατρίδα… Όσο διδάσκει και ξεσηκώνει τους Έλληνες, τόσο οι εχθροί την μισούν και θέλουν να την βγάλουν από την μέση. Την βρίζουν, την απειλούν, την τρομοκρατούν για όσα θα της κάνουν όταν πέσει στα χέρια τους, μα η Αικατερίνη δεν φοβάται. Καθόλου.

 

          Έμαθε να κρατά το ντουφέκι και να πολεμά κατά των βουλγάρων κομιτατζήδων και των τούρκων. Δεν θα τους αφήσουμε να μας αφελληνίσουν! Καιρός να ξυπνήσουμε, πατριώτες! Έλεγε στους γονείς των παιδιών, που την αγαπούσαν και την σέβονταν.

 

          Οι απειλές πύκνωναν γύρω από την πανέμορφη δασκάλα, το ένοιωθε πως δεν θα αργούσαν να της επιτεθούν. Δεν μπορώ όμως να ζήσω σκλάβα! Αυτά τα χώματα είναι δικά μας, αυτοί οι ήρωες που πέθαναν για μας, δεν πέθαναν άδικα! Η περηφάνια για τους Έλληνες που θυσιάστηκαν, έπλεκε την πιο ζεστή αγκαλιά και την έκλεινε μέσα της. Αγαπημένοι μου ήρωες τούς μιλώ για εσάς, τους λέγω τα δικά σας λόγια, γιατί όλοι χρειαζόμαστε εμψύχωση, σε όποιο μέρος της Ελλάδας κι αν ζούμε. Όπως εσείς λευτερώσατε την μισή Ελλάδα, χρέος μας είναι να λευτερώσουμε την υπόλοιπη μισή!

 

          Μέσα στα παράξενα βασίλεια του χρόνου, οι εποχές και οι ήρωες ενώνονταν με έναν μοναδικό τρόπο, έτσι που η διδασκαλία της Αικατερίνης στους μαθητές της, πλεγμένη με λόγια του Κολοκοτρώνη, έφτιαχνε ένα μαγικό στεφάνι που ακουμπούσε στα κεφάλια των Ελλήνων, σε όποιον αιώνα κι αν ζούσαν, κι αν ζουν.

 

          Η Αικατερίνη άκουγε την φωνή του Γέρου, κι αισθανόταν ότι πλησίαζε η ώρα της δικής της θυσίας. Δεν φοβόταν. Της ήταν αδύνατον να προδώσει την Ελλάδα, την Μακεδονία, τους Έλληνες που την αγαπούσαν και την εμπιστεύονταν. Κλαδιά και δέντρα κόψε, τις πέτρες εξαφάνισε, τα σπίτια μας κάψε, εμείς δεν σε προσκυνάμε, ποτέ! Ένας Έλληνας να μείνει ζωντανός, θα σε πολεμά. Και θα σε νικήσει. Αυτήν την γη, τελικά, δεν θα την κάνεις δική σου, να το θυμάσαι αυτό! Αυτό το μήνυμα έστειλε ο Κολοκοτρώνης στον εχθρό, στον τούρκο Ιμπραήμ, και αυτό το ίδιο μήνυμα έστειλε και η Αικατερίνη, στον διπλό εχθρό, τον τούρκο και τον σλάβο.

 

          Η Αικατερίνη δίδασκε τα λόγια των αντρειωμένων στους Έλληνες της σκλαβωμένης Μακεδονίας. Εκεί στο χωριό Ελληνικό (Γρίτσιστα) στην περιοχή Γευγελής (νότια Σκόπια). Πατούσε τα ιερά χώματα η λεβέντισσα, και δεν ήξερε ότι αυτά τα χώματα θα ελευθερώνονταν και θα χάνονταν ξανά, για να τα πατήσουν τελικά Έλληνες που ήθελαν να παίξουν τζόγο σε ένα κρατίδιο που σφετερίστηκε την ιερή ελληνική ιστορία. Πώς να τα ήξερε όλα αυτά; Πώς να ήξερε ότι οι Έλληνες θα έπαυαν να αγαπούν την γνώση και την πατρίδα και θα μάθαιναν να αγαπούν τα καζίνο και την καλοπέραση; Πώς να ήξερε ότι η οικονομική κρίση δεν θα έκανε τους συμπατριώτες της πιο διορατικούς; Πώς να ήξερε ότι Έλληνες πολιτικοί στον 21ο αιώνα θα πρόδιδαν χωρίς πόλεμο την Μακεδονία; Πώς να ήξερε ότι οι Έλληνες πολιτικοί θα προσκυνούσαν χωρίς πόλεμο;

 

          Αυτή ήξερε ότι οι προσκυνημένοι, εκείνοι που συνεργάστηκαν με τον τούρκο για να περνούν καλά στην μικροζωή τους, έπρεπε να κυνηγηθούν από τους Έλληνες τους αληθινούς, στους οποίους δεν ταίριαζαν, και ποτέ δεν ταιριάζουν, τα προσκυνοχάρτια.

 

          Φωτιά στα σπίτια και τσεκούρι σε όσους κάνουν τα χατίρια των τούρκων. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους! Φώναζε ο Κολοκοτρώνης κι εμψύχωνε τους Έλληνες. Αξίζει κάθε θυσία η πατρίδα, μην λυγάτε! Λευτεριά ή θάνατος! Αυτό πίστευε η Αικατερίνη, και δεν δίσταζε να το διδάσκει σε μικρούς και μεγάλους. Μην λυγάτε, θα τους νικήσουμε, και τους τούρκους και τους σλάβους! Τους έλεγε με μάτια που έλαμπαν από αισιοδοξία, μάτια που στόλιζαν όμορφο και γενναίο πρόσωπο. Δεν θα προσκυνήσουμε, ποτέ!

 

          Η Αικατερίνη δεν προσκύνησε. Κι ας ήξερε εκείνο το βράδυ το πένθιμο, το βράδυ του θανάτου του παλικαριού, του Παύλου Μελά, ότι οι σλάβοι και οι τούρκοι θα εξαγριώνονταν ακόμα περισσότερο εναντίον των Ελλήνων. Έχει έρθει η ώρα του ύψιστου αγώνα… Αυτή την απόφαση έλαβε, και την επόμενη στιγμή το κεφάλι έπαψε να είναι σκυμμένο στα γόνατά της. Όρθωσε το κορμί της που φάνταζε πελώριο μέσα στα βασίλεια του χρόνου. Πελώριο, αρχοντικό, μοναδικό. Αναντικατάστατο.

 

          14η ημέρα του Οκτώβρη. 1904.

          Το χωριό ήταν αναστατωμένο. Οι σλάβοι είχαν φτάσει. Τα πρόσωπά τους, η βία πάνω τους έδειχνε το έργο που ήθελαν να ολοκληρώσουν με τα όπλα που κρατούσαν. Φωνασκώντας, βρίζοντας, τρομοκρατώντας έφτασαν στο σπιτάκι της Αικατερίνης. Είχε έρθει η ώρα να σβήσουν για πάντα την φωνή της, μια φωνή που ξεσήκωνε τους Έλληνες και τους έκανε να ζητούν την λευτεριά. Ουρλιάζοντας, της ζητούν να βγει, να παραδοθεί.

 

          Η Αικατερίνη κοιτάζει τους συναγωνιστές της, τους έξι Μακεδονομάχους που είναι έτοιμοι, μαζί της, να δώσουν τη ζωή τους για την πατρίδα. Μια Ελληνίδα δεν παραδίνεται ποτέ! Απαντά η Αικατερίνη με την πιο δυνατή φωνή της. Το όπλο στο χέρι, η καρδιά της ήρεμη. Μια Ελληνίδα δεν προσκυνά ποτέ! Συμπληρώνει και ρίχνει μια βολή εναντίον των κομιτατζήδων. Αυτοί οργίασαν, ήθελαν να δουν το αίμα της να βάφει τους δρόμους του χωριού, γιατί έτσι θα μάθαιναν οι κάτοικοι ότι έπρεπε να φοβούνται. Αφού, ένας-ένας οι Έλληνες σκοτώνονταν, χθες ο Παύλος Μελάς, σήμερα η δασκάλα, αύριο ένας άλλος, κανείς τους δεν θα έμενε ζωντανός, κι έτσι θα αφέντευαν εκείνοι στην Μακεδονία. Έτσι νομίζουν…

 

          Ρίχνουν σφαίρες, τρυπάνε τους τοίχους, πάνω από τρεις ώρες, οι κάτοικοι του χωριού κρατούν τις ανάσες τους, τι να κάνουν για να βοηθήσουν τα παλικάρια και την δασκάλα που είναι εγκλωβισμένοι στο σπιτάκι; Προσεύχονται και παρακαλούν, μα η λύτρωση δεν έρχεται. Αν είχαν όπλα, θα πολεμούσαν τους κομιτατζήδες, θα τους έτρεπαν σε φυγή. Δεν είχαν όμως. Μόνο από το σπιτάκι εκτοξεύονταν σφαίρες ενάντια στους σλάβους. Οι οποίοι ήταν αδύνατον να λυγίσουν τους λιγοστούς Έλληνες που είχαν ταμπουρωθεί στο σπιτάκι, κι αυτό τους μετέτρεπε σε τέρατα, όσο η ώρα κυλούσε. Άπαρτο κάστρο, το σπιτάκι της δασκάλας. Αγέρωχη η ψυχή της. Οι Έλληνες δεν προσκυνούν! Φώναξε χαρούμενη, ευτυχισμένη η Αικατερίνη. Και τότε ακούστηκε η φωνή ενός κομιτατζή. Λυσσασμένη.

 

          Καίγονται, όμως! Το πρόσωπο του σλάβου που ξεστόμισε την απειλή ήταν μια μάσκα κακίας και μίσους. Οι υπόλοιποι κομιτατζήδες συμφώνησαν μαζί του. Ήταν αδύνατον να καταλάβουν το σπιτάκι. Άρα, θα το έκαιγαν. Τρέχει ένας δικός του με αναμμένο πυρσό, φθάνει στο παράθυρο. Το σπάει και ρίχνει μέσα την φωτιά. Το σπιτάκι ξύλινο μέσα, παραδόθηκε στις φλόγες γρήγορα. Οι Μακεδονομάχοι όμως δεν έτρεξαν προς την εξώπορτα, δεν βγήκαν από το σπίτι για να σωθούν από τις φλόγες και να πέσουν στα χέρια των λυσσασμένων κομιτατζήδων. Λευτεριά ή Θάνατος! Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει! Οι Έλληνες ποτέ δεν προσκυνούν! Οι Μακεδονομάχοι φωνάζουν υπέρ της πατρίδος. Δεν φοβούνται τον θάνατο. Κοιτάζουν όμως την λεβέντισσα και της ζητούν να φύγει, να σωθεί αυτή, για να συνεχίσει να διδάσκει στους Μακεδόνες την σημασία της λεύτερης ελληνικής γης. Η Αικατερίνη τους κοιτάζει, πάντα χαμογελώντας ευτυχισμένη.

 

          Αυτό που είχα να τους δώσω σε γνώσεις, το έδωσα, παλικάρια μου! Δεν πρόκειται να λυγίσω τώρα! Η δασκάλα συνεχίζει, μαζί με τους άλλους, να πυροβολεί. Μέχρι να σωθούν οι σφαίρες ή να μας φάει η φωτιά! Οι φλόγες και οι καπνοί δεν θα αργούσαν να καταπιούν τα αδάμαστα κορμιά τους. Παλικάρια, εμείς για την αγάπη μας στην πατρίδα πεθαίνουμε σήμερα! Καμία ανώτερη τιμή δεν υπάρχει! Ακόμα κι αν κάποιοι Έλληνες λυγίσουν ή προσκυνήσουν, θα βρεθούν άλλοι Έλληνες να συνεχίσουν τον αγώνα. Γιατί το θέλει ο Θεός! Όταν δίκαζαν τον Γέρο προσκυνημένοι Έλληνες, αυτός ο λεβέντης είπε: Πείνασα, δίψασα, έμεινα ξάγρυπνος μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τα αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω. Αυτά πίστευε και ο Παύλος Μελάς και αναρίθμητοι άλλοι Μακεδονομάχοι! Έτσι κι εμείς, πεθαίνουμε για την πατρίδα. Η Μακεδονία είναι Ελλάδα και θα ελευθερωθεί, γιατί έβαλε ο Θεός την υπογραφή του και δεν την παίρνει πίσω!

 

          Οι φλόγες έκαψαν τα κορμιά τους, μα δεν άγγιξαν καν την ψυχή τους. Αυτή, περήφανη και λεύτερη υψώθηκε προς τους ουρανούς για να αγκαλιάσει ολόκληρη την πατρίδα.

 

          Το σπιτάκι κάηκε. Και γύρω στα αποκαΐδια πανηγυρίζουν οι σλάβοι. Όσα δεν πέτυχαν με τις σφαίρες τους, τα πέτυχαν με την πανουργία τους. Η δασκάλα που ξεσήκωνε τους Έλληνες με τα λόγια της ήταν νεκρή, καμένη, πεταμένη στις στάχτες του ίδιου της του σπιτιού. Η Αικατερίνη πια δεν θα πατούσε τα χώματα τα ιερά, μόνο θα τα έβλεπε από ψηλά. Θα έβλεπε και τον τάφο της στο νεκροταφείο Γευγελής που βρέθηκε το 1939 κι απάνω στον σταυρό έγραφε:

 

          Υπέρ της εις τον Θεόν των Ελλήνων πίστεως αγωνιζόμενη,

          πυρί υπό των Βουλγάρων παραδοθείσα ενθάδε κείμαι,

          Αικατερίνη Χατζηγεωργίου διδάσκαλος, 14 Οκτωβρίου 1904.

 

          Και, θα άκουγε να κάνουν οι Έλληνες την θυσία της ποίημα παραδοσιακό:

 

          Παιδιά μου, γιατί χύνεται δάκρυα με τόση λαύρα

          κι όλα φοράτε μαύρα στο έρμο αυτό σχολειό;

          -Έκαψαν τη δασκάλα μας Βούλγαροι δολοφόνοι

          κι έχουμε μείνει μόνοι, χωρίς μανούλα πλειό.

          Γιατί από μάνα πιο πολύ  μας αγαπούσε εκείνη

          η δόλια Αικατερίνη από τη Γευγελή.

          Της είπαν να παραδοθεί τα τέρατα εκείνα.

          Μ΄ αυτή σαν Μπουμπουλίνα, ενώ πυροβολεί, τους λέει

          «Δεν παραδίνεται ποτέ της μια Ελληνίδα».

          Κι ως λύκαινα ηρωίδα τρεις ώρες τους κρατεί.

          Μα τέλος την εκάψανε κι επέταξε στα ουράνια

          κι εμάς σε μαύρη ορφάνια μας άφησε στη γη.

 

          Κανείς δεν είναι ορφανός, όταν η μάνα ελληνική γη είναι λεύτερη! Φώναζε από ψηλά, και τις περισσότερες φορές ήξερε πως την άκουγαν οι Έλληνες. Μα ήταν κι άλλες μαυροντυμένες ώρες, που δεν την άκουγαν, ούτε αυτήν ούτε τους άλλους ήρωες, και τότε άφηναν οι ίδιοι οι Έλληνες την γη την ελληνική της Μακεδονίας να ματώσει χειρότερα.

 

          Από εκεί ψηλά, μέσα στα παράξενα βασίλεια του χρόνου, είδε λοιπόν κάποιους Έλληνες να της καίνε, ξανά, το κορμί, με την βάρβαρη συμπεριφορά τους. Όμως, είδε να της μπήγουν, τούτη την φορά, και μαχαίρια στην καρδιά, και τότε τα μάτια της άρχισαν αντί για δάκρυα, αίμα να στάζουν. Κι ένα χέρι απλώθηκε κι άρπαξε το δικό της, αυτό της Βελίκας, σαν για να της δώσει κουράγιο για να βαστάξει τις 153 + 1 μαχαιριές.

 

          153 + 1 μαχαιριές βυθίστηκαν στο στήθος της νεαρής δασκάλας, θανατώνοντας την για άλλη μια φορά. Αβάσταχτος τέτοιος πόνος, από χέρι αδερφικό, θρήνος που όμοιός του δεν υπάρχει στα εγκόσμια πράγματα.

 

          153 βουλευτές + 1 πρόεδρος πρόδωσαν την Αικατερίνη Χατζηγεωργίου. Γι΄ αυτούς τους βουλευτές κι αυτόν το πρόεδρο, η νεαρή δασκάλα δεν ήταν παρά μια φασίστρια, μια εθνικίστρια, που της άξιζε να την μαχαιρώσουν, γιατί έθιγε τα συμφέροντά τους. Οι μικροί, οι ασήμαντοι, οι εφιάλτες.

 

          Από εκεί, από τα παράξενα βασίλεια του χρόνου, οι δύο δασκάλες σφιχταγκαλιασμένες, φώναξαν με πάθος στους Έλληνες τα λόγια του Γερμανού Καραβαγγέλη:

 

          Το ψεύδος αποκτά εν Αγγλία οπαδούς αθώους, η δολιότης θριαμβεύει εν Παρισίοις, η αλήθεια οικτρώς σφαγιάζεται εν Βιέννη, ο Πανσλαυισμός σιωπηλώς εκ Πετρουπόλεως γαυριά και η βουλγαρική ιδέα κατακτά πανταχού ισχυρούς προσηλύτους υπέρ αλλοτρίων δικαίων.

 

          Ποιοι Έλληνες, σήμερα, ακούν αυτές τις διδαχές; Πόσοι έμαθαν να ζουν με βάση την ιερή τους ιστορία; Ένα είναι βέβαιο: οι 153 της κυβέρνησης και της βουλής, μαζί με τον πρόεδρο της ελληνικής δημοκρατίας, πρόδωσαν την Μακεδονία, πρόδωσαν την Ελλάδα, και καθόλου δεν τους απασχόλησε η ιερή ιστορία του έθνους. Αδίστακτα μαχαίρωσαν τις δυο δασκάλες, τις θανάτωσαν ξανά, γιατί είναι, αυτοί οι ίδιοι, πνιγμένοι στα ψέματα, στις δολιότητες και στις δολοπλοκίες που εξυπηρετούν ξένα συμφέροντα καθώς και εκείνα της προσωπικής τους εξουσίας και τσέπης. 

Απόσπασμα από το βιβλίο: 153+1 μαχαιριές στην καρδιά της Μακεδονίας-στην ψυχή της Ελλάδος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου