Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας μυθικός θεός που τον ελέγανε Απόλλωνα και μαζί του είχε ένα φίδι, του οποίου η ζωή θα τελείωνε άδοξα, εξαιτίας ενός κορακιού!.. Τι έγινε λοιπόν τότε, χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια πριν, τόσο σημαντικό που ακόμα και σήμερα μάς άφησε κληρονομιά την έκφραση "κοράκιασα από την δίψα";
Ένας κόρακας πετούσε δώθε κείθε στην αρχαία Ελλάδα, και κατά πως φαίνεται διέθετε παράξενες δυνάμεις, τις οποίες χρησιμοποίησε και προξένησε, άθελά του ή όχι, μεγάλο κακό.
Οι Έλληνες που ζούσαν σε μια ορεινή περιοχή, αποφάσισαν να κάνουν θυσία στον Απόλλωνα. Έπρεπε λοιπόν να χρησιμοποιήσουν γι΄ αυτή την θυσία ιερό νερό, το οποίο θα το έπαιρναν από μια πηγή που βρισκόταν σε δύσβατα φαράγγια. Έψαχναν έτσι να βρουν τον τολμηρό που θα πήγαινε προς τα εκεί.
Τελικά, ένας κόρακας προθυμοποιήθηκε να αναλάβει αυτό το καθήκον! Κι επειδή διέθετε φτερά, οι Έλληνες δέχθηκαν να τον στείλουν στα δύσβατα φαράγγια.
Ο κόρακας πέταξε προς την πηγή, έχοντας μαζί του μια μικρή υδρία. Στην διαδρομή όμως είδε μια άγουρη συκιά. Ένοιωσε πεινασμένος κι αποφάσισε να περιμένει μέχρι να ωριμάσουν τα σύκα για να χορτάσει την πείνα του. Την αποστολή του προς ώρας την είχε ξεχάσει...
Σαν πέρασαν δυο-τρεις μέρες, ωρίμασαν τα σύκα, έφαγε αρκετά ο κόρακας και χόρτασε την πείνα και την λαιμαργία του. Κατάλαβε όμως ότι έχασε πολύτιμο χρόνο, και οι Έλληνες που τον περίμεναν να τους φέρει ιερό νερό, θα είχαν πια αγανακτήσει.
Σκαρφίστηκε λοιπόν μια πονηριά. Γέμισε την υδρία του με το ιερό νερό, αλλά με το ράμφος του άρπαξε ένα φίδι, και μαζί μ΄ αυτό παρουσιάστηκε στους ανθρώπους που τον αγριοκοιτούσαν, καθώς τους πλησίαζε.
Όταν τον ρώτησαν γιατί είχε καθυστερήσει τόσο πολύ, ο κόρακας απάντησε ότι έφταιγε το φίδι. Γιατί, μόλις έκανε να γεμίσει την υδρία με νερό, το φίδι ορμούσε και το έπινε. Κι έτσι, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να γεμίσει την υδρία του, όλο καθυστερούσε...
Οι άνθρωποι έριξαν το φταίξιμο στο φίδι και το σκότωσαν, μα δεν πείραξαν τον κόρακα. Αλλά ο Απόλλωνας θύμωσε, γιατί κατηγορήθηκε άδικα το φίδι που ήταν δικό του, κάτι που δεν ήξερε ο κόρακας.
Έτσι, ο Απόλλωνας τιμώρησε τον κόρακα. Κάθε φορά που διψούσε και πήγαινε στην πηγή για να πιει νερό, αυτή ξεραινόταν. Και ο κόρακας έμενε διψασμένος. Το μαρτύριο της δίψας γινόταν όλο και πιο ανυπόφορο για τον κόρακα. Βασανιζόταν, η ζωή του γινόταν αφόρητη. Θα πέθαινε από την δίψα, αν ο Απόλλωνας δεν τον λυπότανε...
Εν τέλει, ο Απόλλωνας δεν άντεξε να βλέπει τον κόρακα να βασανίζεται και τον μεταμόρφωσε σε αστέρι του ουρανού.
Από τότε η έκφραση "κοράκιασα από την δίψα" σημάδεψε την λαϊκή μας παράδοση, και από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, οι Έλληνες την χρησιμοποιούμε, σαν να μην πέρασε μια ημέρα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου