Εμάς τους Έλληνες, μας σφάζανε, μας κομματιάζανε, μας κρεμάζανε, μας σουβλίζανε... σαν το χταποδάκι, μα δεν πεθάναμε!...
Κάθεται η χταπόδα με το χταποδάκι στον πάτο της θάλασσας. Όπου, με την απόχη πιάνουνε το χταποδάκι, και τ’ ανεβάζουνε απάνω. Το μικρό φωνάζει στη μάνα του: «Με πιάσανε, μάνα!». Εκείνη τ’ αποκρίνεται: «Μη φοβάσαι, παιδί μου!». Το χταποδάκι φωνάζει πάλι: Με βγάλανε από το νερό, μάνα! «Μη φοβάσαι, παιδί μου!». – «Με σγουρίζουνε, μάνα!» – «Μη φοβάσαι, παιδί μου!» – «Με κόβουνε με το μαχαίρι!» – «Μη φοβάσαι!» – «Με βράζουνε στο τσουκάλι!» – «Μη φοβάσαι!» – «Με τρώνε, με μασάνε!» – «Μη φοβάσαι, παιδί μου!» – «Με καταπίνουνε!» – «Μη φοβάσαι!» – «Πίνουνε κρασί, μάνα!» – «Αχ! Σ’ έχασα, παιδί μου!».
Ο μύθος θέλει να πει πως όλα τα σκληρά παιδέματα που κάνανε στο χταποδάκι, δεν ήτανε για θάνατο, μήτε το πιάσιμο, μήτε το σγούρισμα, μήτε το μαχαίρι, μήτε το βράσιμο, μήτε το μάσημα. Μα σαν άκουσε η μάνα του πως πίνανε κρασί εκείνοι που το φάγανε, για να το χωνέψουνε, φώναξε: «Σ’ έχασα, παιδί μου!». Το κρασί, που φαίνεται το πιο ήμερο πράγμα μπροστά στο μαχαίρι και στο μάσημα, στο βάθος είναι για το χταπόδι ο πιο μεγάλος οχτρός.
Έτσι και για μας τους Έλληνες. Περάσανε από την πλάτη μας άγριες ανεμοζάλες κάθε λογής, αγριάνθρωποι σκληροί, φονιάδες με σπαθιά, με κοντάρια και μ’ άρματα κάθε λογής, Πέρσες, Αλαμάνοι, Φράγκοι, Αραπάδες, Τούρκοι κι άλλοι. Μας σφάζανε, μας κομματιάζανε, μας κρεμάζανε, μας σουβλίζανε, μα δεν πεθάναμε, γιατί μας ατσάλωνε ο αγώνας, δίναμε φωτιά στη φωτιά, είχαμε να κάνουμε με οχτρούς φανερούς και σκληρούς.
Τώρα όμως, στον σημερινό καιρό, οι εχθροί αλλάξανε όψη, γινήκανε κρυφοδαγκανιάρηδες, με το χαμόγελο στα χείλια, φίλοι δολεροί, που φαίνουνται άβλαβοι, μάλιστα κι ευεργέτες και καλόβολοι. Τέτοιοι είναι τα αγαθά που έρχουνται με τις μηχανές και με τις άλλες ευκολίες, τα ηλεκτρικά πλυντήρια, τ’ αεροπλάνα, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η γύμνια και τα μπαιν-μιξτ, και τ’ άλλα που θα μας ξεπαραλύσουν και θα μας αφήσουνε χωρίς θρησκεία, χωρίς παράδοση, χωρίς οικογένεια, χωρίς τίποτα δικό μας. Ένα απ’ αυτά τα πονηρά, αγαθά είναι κι ο τουρισμός, που είναι το αθώο το κρασί που σκοτώνει το χταπόδι, ενώ δεν το σκότωσαν μήτε το μαχαίρι, μήτε τα δόντια.
(Φώτης Κόντογλου, απόσπασμα από το βιβλίο «Μυστικά Άνθη», Εκδόσεις: Αστήρ – Παπαδημητρίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου