12/2/2023
Από τους εκλεκτούς Αγωνιστές της Επανάστασης, ο Εμμανουήλ Παπάς από την Μακεδονία μας, έδωσε την περιουσία του για την Απελευθέρωση της Ελλάδας, έδωσε την ζωή του για την Πατρίδα, και στο τέλος η γυναίκα του δεν είχε να φάει! Αν ζούσε, πάλι τον ίδιο αγώνα θα έκανε για την Ελλάδα, όχι σαν τους σημερινούς πλούσιους που έγιναν ένα με τους πολιτικούς και οδηγούν το έθνος μας στον αφανισμό... Ποιος ήταν αυτός ο αντρειωμένος Έλληνας;
Ο Εμμανουήλ Παπάς (1772-1821) γεννήθηκε στο χωριό Δοβίστα Σερρών (σημερινή ονομασία : Εμμανουήλ Παπάς). Μητέρα του ήταν η Βασιλική καταγόμενη από αρχοντική οικογένεια και πατέρας του ο Δημήτριος, ένας από τους πλουσιότερους και πιο διακεκριμένους προύχοντες της επαρχίας. Λόγω της μεγάλης εκτίμησης που απολάμβανε από όλους και μετά από επίμονη αξίωση των συγχωριανών του, χειροτονήθηκε ιερέας και τιμήθηκε από τον Μητροπολίτη με το εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικονόμου. Από τότε η οικογένεια είχε το επώνυμο Παπά, όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη.
Τα πρώτα του γράμματα άρχισε να τα μαθαίνει στο σχολείο του χωριού του, κάτω από τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Ο πατέρας του, γνωρίζοντας την αξία της παιδείας, τον έστειλε για να συμπληρώσει τη μόρφωσή του στο Ελληνικό Σχολείο των Σερρών, το οποίο λειτουργούσε στην πόλη από το 1735. Όταν αποφοίτησε από το σχολείο επέστρεψε στη Δοβίστα όπου σε ηλικία 20 ετών παντρεύεται με τη Φαίδρα, κόρη επίσης αρχοντικής οικογένειας.
Την περίοδο αυτή ο Εμμ. Παπάς με τα αδέλφια του αρχίζουν να κτίζουν στο χωριό ευπρεπή ναό (πιθανόν ήταν και επιθυμία του πατέρα τους). Κάθε νύχτα μεταφέρουν με τα χέρια τους πέτρες και άλλα οικοδομικά υλικά βοηθώντας τους κτίστες. Τους δε φανατικούς Τούρκους που είναι επικεφαλής εκεί και προσπαθούν να τους εμποδίσουν τους εξαγοράζει με χρηματικά δώρα. Έτσι το ιερό τους έργο αποπερατώνεται το 1805. Ο ναός αυτός σώζεται σήμερα στο χωριό αποτελώντας μνημείο ευλάβειας και φιλοπατρίας του Εμμανουήλ Παπά και της οικογένειάς του.
Ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του και μετά τη δίκαιη διανομή της οικογενειακής περιουσίας, εγκαθίσταται στις Σέρρες.
Η μεγάλη κτηματική και χρηματική περιουσία που απέκτησε τον έκαναν σημαντικό οικονομικό παράγοντα και τον καθιέρωσαν ως ένα είδος τραπεζίτη των Οθωμανών αρχόντων της περιοχής, τους οποίους στήριζε οικονομικά, δανείζοντάς τους σημαντικά ποσά για τις συναλλαγές τους.
Απέκτησε έτσι την εμπιστοσύνη όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και των Τούρκων κατακτητών και έχαιρε εξαιρετικής εκτίμησης. Η πραότητά του και η ευφυΐα του, η ικανότητά του, η τόλμη και η υποδειγματική θεοσέβεια και φιλοπατρία του και ο φύσει ανήσυχος και δημιουργικός του χαρακτήρας, τον έκαναν να αναπτύξει μεγάλη εμπορική δραστηριότητα, η οποία ξεπέρασε τα σύνορα και έφτασε ως τη Βιέννη και την Κωνσταντινούπολη, όπου ίδρυσε δικά του καταστήματα. Έτσι έγινε γρήγορα μεγαλέμπορος, ισχυρός παράγοντας της περιοχής και κορυφαίος πολίτης. Η ισχυρή προσωπικότητά του, οι έξυπνοι χειρισμοί και ο καλός χαρακτήρας του, ήταν στοιχεία που τον έκαναν να ασκεί τεράστια επιρροή ακόμα και στους πιο δύστροπους Τούρκους, σε ολόκληρη τη Μακεδονία.
Με την πολιτική του αυτή κατόρθωσε να επηρεάσει μέχρι και τον πανίσχυρο Οθωμανό τοπάρχη των Σερρών Ισμαήλ Μπέη, τον αντίποδα του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Το 1810 αναλαμβάνει και τη διαχείριση των οικονομικών και περιουσιακών υποθέσεών του. Όπως είναι φανερό η μεγάλη αυτή επιρροή και οι κατάλληλοι χειρισμοί του του επέτρεπαν να είναι παρών και να ενεργεί ακόμα και σε πολύ σοβαρές δημόσιες υποθέσεις. Δεν είναι λίγες οι φορές που έσωσε από την αγχόνη τη ζωή καταδίκων ακόμα και Τούρκων μεταφέροντας και φιλοξενώντας τους στο σπίτι του. Μετά από ενέργειές του προς τον Σουλτάνο, τον έπεισε να ανατεθεί στον Μητροπολίτη Σερρών το δικαίωμα να επιλύει (δικάζει) τις διαφορές μεταξύ των χριστιανών. Συμβάλλει επίσης στην ίδρυση εμποροδικείου για την εκδίκαση των εμπορικών διαφορών, με πρόεδρο τον Μητροπολίτη και διαιτητές εμπόρους.
Από το γάμο του με τη Φαίδρα αποκτά 8 γιους και 3 κόρες. Έτσι σε ηλικία 44 ετών είναι αρχηγός μιας πολυμελούς οικογένειας.
Τον Οκτώβριο του 1817 ο Εμμ. Παπάς αναγκάζεται κάτω από πιεστικές γι’ αυτόν συνθήκες να φύγει κρυφά στην Κωνσταντινούπολη ακολουθούμενος από μερικούς επίλεκτους Σερραίους και τον γιο του Γιαννάκη. Έπρεπε να αποφύγει τις εναντίον του δολοφονικές διαθέσεις του Γιουσούφ Μπέη των Σερρών, αισχροκερδή, σπάταλου και άσωτου γιού του Ισμαήλ Μπέη, τον οποίο αντικατέστησε στην εξουσία μετά τον θάνατό του. Αυτός δημιουργώντας τεράστια χρέη προς τον Εμμ. Παπά (1.000.000 χρυσές δραχμές) και αδυνατώντας να ξεπληρώσει όλο το ποσό προσπαθούσε να βρει τρόπους να τον αφανίσει. Την οικογένειά του την αφήνει υπό την προστασία του Μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθου, γιατί ο Γιουσούφ εκτός του ότι προσπάθησε να κάψει το σπίτι του, θα έβαζε ανθρώπους να σκοτώσουν τα παιδιά του στο δρόμο αν θα τα μετέφερε στην Πόλη. Όπως γράφει, λυπάται πολύ που αναγκάστηκε και άφησε ανυπεράσπιστους τους συμπολίτες του υπό την τυραννία του αισχροκερδή Τούρκου διοικητή.
Στην Κωνσταντινούπολη εργάζεται σκληρά και αναπτύσσει εθνική δραστηριότητα καθοδηγούμενος από τη Φιλική Εταιρεία. Ύστερα από δύο χρόνια στις 21 Δεκεμβρίου 1819 σε ηλικία 47ετών μυείται σ’ αυτήν από τον Κωνσταντίνο Παπαδάτο, άνθρωπο του Αλέξανδρου Υψηλάντη και προσφέρει αμέσως 1.000 γρόσια για την ενίσχυση του αγώνα. Κατορθώνει μέσω της Πύλης να εισπράξει μεγάλο μέρος από το χρέος του Γιουσούφ μπέη (500.000 χιλιάδες χρυσές δραχμές) τις οποίες και διαθέτει επίσης εξ ολοκλήρου στον εθνικό αγώνα.
Ενεργώντας πάντα με εντολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη καλείται να προετοιμάσει το έδαφος και να ξεσηκώσει τους Μακεδόνες σε επανάσταση.
Έτσι με τα παραπάνω χρήματα αγοράζει όπλα και πολεμοφόδια, ναυλώνει ένα καράβι και αναχωρεί στις 23 Μαρτίου 1821 για το Άγιο Όρος συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του Ιωάννη Χατζηπέτρου, τον γραμματικό του Ιωάννη Οικονόμου και τον γιο του Γιαννάκη. Αποβιβάζεται στη μονή Εσφιγμένου, της οποίας ο ηγούμενος Ιωακείμ ήταν Φιλικός. Από εκεί πλέον δίνει το έναυσμα για την επανάσταση στη Μακεδονία στις 17 Μαΐου 1821, ύστερα από την ανακήρυξή του ως αρχηγός και προστάτης της Μακεδονίας από τον Μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνσταντίνο και μαζί με τους 2.500 άνδρες του αναλαμβάνει δράση. Έτσι ο αγώνας γενικεύεται σ’ όλα τα χωριά της Χαλκιδικής. Επαναστατούν και όλα τα μοναστήρια του Αγίου Όρους και προσφέρουν οι μοναχοί τις πολύτιμες υπηρεσίες τους και τη ζωή τους στον αγώνα.
Την 1 Ιουνίου 1821 καταλαμβάνει την Ιερισσό και προχωρά προς τα ενδότερα της Χαλκιδικής.
Στις 2 Ιουνίου οι δυνάμεις προελαύνουν προς την Θεσσαλονίκη αλλά στην ουσία πρόκειται για ένα "ρέμπελο ασκέρι" που δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς ενισχύσεις, πολεμοφόδια και το κυριότερο, ηγεσία. Γι' αυτό και η επανάσταση στη Χαλκιδική θα συρρικνωθεί γρήγορα και οι επαναστάτες θα περάσουν τεσσεράμισι μήνες αποκλεισμένοι στις δυο χερσονήσους.
Στις 11 Σεπτεμβρίου ο Εμμανουήλ Παπάς διορίζεται από τον Δημήτριο Υψηλάντη επίσημα αρχηγός και διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης. Δίνει μάχες, επιχειρεί αποβάσεις στην Κασσάνδρα και αποκρούει τους Τούρκους προκαλώντας τους σοβαρές απώλειες. Ο ξεσηκωμός, ο αγώνας και οι θυσίες όλων των επαναστατημένων Μακεδόνων στη Χαλκιδική είναι μεγάλος. Είναι όμως άνισος και αδυσώπητος μπροστά στις βάρβαρες ορδές των Οθωμανών που κατέφτασαν ακόμη και από τη Θράκη. Κατέκλυσαν ολόκληρη την περιοχή λεηλατώντας, πυρπολώντας και σφάζοντας χωρίς καμία διάκριση.
Ήταν ένας ολιγόμηνος και σκληρός αγώνας ο οποίος στηρίχτηκε μόνο από τις οικονομικές δυνάμεις του Εμμ. Παπά ο οποίος αγόρασε όλα τα όπλα και πολεμοφόδια και συντήρησε ολόκληρη την επαναστατημένη περιοχή χωρίς καμία βοήθεια από την κεντρική εξουσία της εποχής.
Κάτω από αυτή την τραγική κατάσταση και το ανελέητο κυνηγητό που κήρυξε εναντίον του ο Τούρκος διοικητής του Αγίου Όρους Χασεκλή Χαλίλ μπέης και ο Γιουσούφ της Θεσσαλονίκης, ο Εμμ. Παπάς αντιμετώπισε τον κίνδυνο να συλληφθεί, καθώς οι μονές έχοντας συνθηκολογήσει με τον Αβδούλ Αβούδ, δέχθηκαν να του παραδώσουν τον Παπά για να τύχουν αμνηστίας να απολαμβάνουν τα ίδια όπως και προηγουμένως προνόμια. Ένας μοναχός, ονόματι Κύριλλος, που ήταν επιφορτισμένος να τον συλλάβει, τον ειδοποίησε και έφυγαν από το Άγιο Όρος με άλλους κοσμικούς και μοναχούς με το αρχείο του και τον γιο του Γιαννάκη μαζί με το πλοίο του Βισβίζη για την Ύδρα.
Όμως οι μέχρι τότε κακουχίες, η κούραση αλλά και η απογοήτευση είχαν φθείρει την υγεία του Σερραίου επαναστάτη, με αποτέλεσμα να πάθει καρδιακή προσβολή και να πεθάνει πριν το καράβι φθάσει στην Ύδρα, στην οποία και θάφτηκε το σώμα του στις 5 Δεκεμβρίου 1821 με τιμές αρχιστράτηγου.
Είκοσι μέρες αργότερα ο Δημ. Υψηλάντης δίνει στους γιούς του αποδεικτικό των αγώνων και των ενεργειών του προς το έθνος. Το έγγραφο αυτό αποτελεί τον επίλογο της ιστορίας του που θυσίασε τα πάντα, οικογένεια, πλούτη, γαλήνη και τέλος την ίδια τη ζωή του στο βωμό της ελευθερίας.
Η οικογένειά του υπέστη τα πάνδεινα στις Σέρρες, μέχρι που ο Μητροπολίτης Χρύσανθος – μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως – κατόρθωσε να εξαγοράσει τις ποινές των μελών της οικογέ νειας και να τους ελευθερώσει.
Η γυναίκα του Φαίδρα ύστερα από πολλές στενοχώριες και στερήσεις και τους θανάτους πολλών παιδιών της πέθανε πάμπτωχη.
Το 1843 αναρτήθηκε στο Ελληνικό Βουλευτήριο το όνομά του ως ένας από τους πρωταγωνιστές της ελληνικής επανάστασης.
Στις 17/5/1966 τα οστά του μεταφέρθηκαν στις Σέρρες και τοποθετήθηκαν στη βάση του ανδριάντα του ήρωα, που κοσμεί την κεντρική πλατεία Ελευθερίας .Το έργο αυτό φιλοτέχνησε ο διακεκριμένος γλύπτης Περαντινός. Αποτελείται από φημισμένο πεντελικό μάρμαρο, έχει ύψος 5 μέτρα και στοίχισε τότε 320.000 δραχμές.
Από τον τάφο του Εμμ. Παπά στην Ύδρα διασώθηκε μόνο μια σπασμένη μαρμάρινη πλάκα η οποία μεταφέρθηκε στις Σέρρες και της οποίας το επιτύμβιο επίγραμμα γράφει (σε μετάφραση). «Γιος ιερέως ο γενναίος αυτός Εμμανουήλ εγκατέλειψε τη γενέτειρά του Σέρρας πολεμών κατά των τυράννων για να σώσει την ένδοξη Ελλάδα και αποκτήσει μεγάλη δόξα. Αλλά εκτελών το καθήκον του πέθανε απροσδόκητα. Το σώμα του κράτησε η Ύδρα την δε ψυχή του ο ουρανός . 1821 Δεκεμβρίου 5».
Το Λάβαρο των Μακεδονικών δυνάμεων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, που υψώθηκε στη μάχη της Ρεντίνας, στις 17 Ιουνίου 1821, στη Μακεδονία υπό την αρχηγία του Αρχιστράτηγου Εμμανουήλ Παπά φυλάσσεται στην Ι. Μ. Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος.
Ο Εμμ. Παπάς υπήρξε ένας αγνός πατριώτης και ενθουσιώδης αγωνιστής. Η βαθιά του πίστη προς το Θεό και η αγάπη προς την πατρίδα, υπήρξαν τα δύο βασικά κίνητρα εις τον υπέρ της ελευθερίας αγώνα του.
Δαπάνησε όλη την τεράστια περιουσία του (300.000 δίστηλα τάλιρα) για τους σκοπούς της Επανάστασης και κατόρθωσε αν και αγνοούσε τη στρατιωτική τέχνη να διατηρήσει ζωντανή για ένα εξάμηνο την επαναστατική εστία της Χαλκιδικής.
Δίδαξε σε όλους τις αρετές της ανδρείας, της θυσίας του πλούτου για έναν ιερό σκοπό και της αυτοθυσίας. Αρετές που συγκινούν και προκαλούν τον θαυμασμό και δικαίως τον έπαινο, τον σεβασμό και την τιμή. Πηγή: hellenic-college.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου