21/4/2023
Ζούσε στα παλιά τα χρόνια σε αυτή την πόλη μια κοπέλα που την έλεγαν Θεσσαλονίκη και είχε σπάνια και αιθέρια ομορφιά. Οι γονείς της την καμάρωναν, αλλά είχαν έναν ανάλγητο κώδικα συμπεριφοράς που τον βαφτίζανε ως ηθική.
Έτσι, την είχαν πάντα μαζί τους, και ποτέ μα ποτέ η κοπέλα δεν μπορούσε να περπατήσει μόνη της στην πόλη ή να πάει κοντά στην θάλασσα για να αναπνεύσει την αλμύρα ή να δει από μακριά την κορυφή του βουνού σκεπασμένη με χιόνια ή χρυσοστολισμένη με θεϊκές ηλιαχτίδες.Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, οι γονείς της αποφάσισαν να την παντρέψουν με έναν ευκατάστατο έμπορο. Όμως, η κοπέλα λαχταρούσε να νοιώσει τις χαρές της νιότης και του έρωτα! Δεν ήθελε να παντρευτεί τον έμπορο με την φαλάκρα, την μεγάλη κοιλιά και την άξεστη φωνή. Έτσι, προσπαθούσε να πείσει την μάνα και τον πατέρα της να την αφήσουν ελεύθερη για λίγα χρόνια ακόμα. Θα βρισκόταν άλλος γαμπρός, δεν την είχαν πάρει δα και τα χρόνια…
Δυστυχώς, οι ικεσίες της δεν ακούστηκαν, ούτε τα γεμάτα δάκρυα μάτια της συγκίνησαν τους γονείς της. Μια μέρα που ο έμπορος κατέφτασε στο σπίτι τους, φέρνοντας δώρα για να τυφλώσει κάθε λογική και ευαισθησία τους, οι γονείς συναίνεσαν στον προτεινόμενο γάμο. Βιαστικά βιαστικά μάλιστα ήθελαν να γίνει ο γάμος, μην και μετανιώσει ο πλούσιος γαμπρός και χάσουν τα δοσμένα μα και τα υποσχόμενα δώρα.
Ορίστηκε ο γάμος, και η Θεσσαλονίκη, με την ψυχή γεμάτη πένθος και φόβους και αδιέξοδα, έκλαιγε απαρηγόρητη. Την προηγουμένη του γάμου, προσπάθησε να υψώσει την φωνή της, να διαμαρτυρηθεί, και τότε ο πατέρας της τής άστραψε ένα δυνατό χαστούκι και η μάνα τής τράβηξε τα μαλλιά, μέχρι που στο μυαλό της θόλωσε η λογική και η καρδιά της αρρώστησε βαριά. Εκείνο το βράδυ ο πλούσιος γαμπρός τους είχε κάνει το τραπέζι, και τα απαίσια δυνατά γέλια του, δεν έφευγαν από τα αυτιά της κοπέλας ούτε καν όταν είχε κλειστεί μονάχη, στην κάμαρά της.
Πριν ακόμα ξημερώσει η μέρα του μαρτυρίου, φόρεσε το νυφικό της, από πάνω ένα βαρύ πανωφόρι και βγήκε κρυφά από το σπίτι, αφήνοντας πίσω της τα ροχαλητά του πατέρα και τα βογγητά της μάνας της. Προχώρησε με το κεφάλι ψηλά κι ένα χαμόγελο στα ρόδινα νεανικά της χείλη. Μόλις έφτασε στην Καμάρα, πέταξε το πανωφόρι, αφού πρώτα έβγαλε από την τσέπη του το κουζινομάχαιρο.
Στάθηκε κάτω από την Αψίδα, ανέπνευσε βαθιά, φαντάστηκε τα θαλασσοπούλια και μετά τον κεραυνό του Δία να φεύγει με βιάση από τα χέρια του και να κατευθύνεται με ταχύτητα φωτός ίσια πάνω στη καρδιά της. Ούτε που κατάλαβε πότε έμπηξε το μαχαίρι στην τρυφερή της σάρκα!...
Όσο το νυφικό γέμιζε αίματα, φωνές γυναικών βασανισμένων ξεχύνονταν από το παρελθόν για να ενωθούν με την απελπισμένη νιότη της Θεσσαλονίκης. Με έναν τρόπο ανερμήνευτο από την θνητή λογική, οι φωνές δεν σώπασαν οριστικά, όταν η Θεσσαλονίκη κειτόταν πια νεκρή κάτω από την Αψίδα. Αντίθετα, χάνονταν και εμφανίζονταν κατά καιρούς, όταν έκριναν πως ο θάνατος της νύφης δεν είχε γίνει μάθημα ούτε για τους σύγχρονούς της μα ούτε για τους κατοπινούς γονείς αυτής της πόλης και αυτής της χώρας.
Εκείνους τους ανελέητους καιρούς (όπως ανελέητοι ήταν και οι γονείς της Θεσσαλονίκης), οι άνθρωποι που τύχαινε να περάσουν κάτω από την Καμάρα κατά τον χρόνο που ήταν ορισμένος να δοθεί η κόρη ως δώρο σε άξεστο και βάρβαρο άνδρα, άκουγαν τις ανατριχιαστικές και απόκοσμες φωνές που ήταν γεμάτες απόγνωση και αγωνίες. Έτσι, άρχισαν να πιστεύουν ότι η αιματοβαμμένη νύφη της Καμάρας, η Θεσσαλονίκη, είχε γίνει στοιχειό που τιμωρούσε όσους περνούσαν κάτω από την Αψίδα, γιατί πατούσαν οι ιερόσυλοι τον τάφο της μικρής νιότης που πρόλαβε να ζήσει.
Παράφραση του θρύλου για το «στοιχειό της Καμάρας». Μπορεί στην θέση της νύφης να μπει ολόκληρη η Μακεδονία, στην θέση των γονιών της οι πολιτικάντηδες και στην θέση του γαμπρού με τα δώρα κάθε αιώνιος εχθρός του ελληνισμού.
Νίκη Μάρκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου