Ο κόσμος είναι μια διεύρυνση της Ελλάδας: Bίκτωρ Ουγκώ, σαν σήμερα πέθανε αυτός ο φλογερός Φιλέλληνας


 22/5/2023

Βίκτωρ Ουγκώ (26/2/1802-22 Μαΐου 1885), αυτός ο Γάλλος μυθιστοριογράφος και ποιητής που σαν σήμερα πέθανε, ύμνησε την Ελλάδα όσο λίγοι, σε μια εποχή που στην πατρίδα μας, την συντετριμμένη από τους εχθρούς της, ξεσπούσε η Επανάσταση. 

Ύμνησε τον Όμηρο, και μας άφησε κληρονομιά τούτες τις λέξεις: "Ο κόσμος είναι μια διεύρυνση της Ελλάδας και η Ελλάς είναι ο κόσμος σε σμίκρυνση". 

Δεν δίστασε, ξεκάθαρα  και με στεντόρεια φωνή, να κατηγορήσει τον Έλγιν για την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα: "Η πολιτιστική κληρονομιά ενός λαού δεν πρέπει να γίνεται κτήμα ενός άλλου λαού".

Όμως δεν στάθηκε μόνο στην αρχαία Ελλάδα. Με τις λέξεις του, μίλησε στους κατοπινούς ανθρώπους,για τις βιαιότητες και τις δολοφονίες που έπραξαν εις βάρος των Ελλήνων οι απολίτιστοι τούρκοι. Στο ποίημα του "Το Ελληνόπουλο", που συμπεριλαμβανόταν σε μια συλλογή αφιερωμένη στην Ελληνική Επανάσταση, κατέγραψε το έγκλημα που διεπράχθη στην Χίο. Αυτό το ποίημα το είχε μεταφράσει ο Κωστής Παλαμάς:

"Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.

Η Χίος, τ΄ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,

με τα κρασιά, με τα δεντρά

τ΄ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια

και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια

καθρέφτιζε μέσ' τα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,

στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο

κάθεται, σκύβει θλιβερά

το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει 

μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη

μέσ΄ την αφάνταστη φθορά. 

 

Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες

για να μην κλαις λυπητερά, τ΄ ήθελες τάχα να΄ χες 

για να τα ιδώ τα θαλασσά ματάκια σου ν΄ αστράψουνε,

να ξαστερώσουν πάλι

και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το εκφάλι

με τα μαλλάκια τα χρυσά;

 

Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω

για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω

ριχτά στους ώμους σου πλατιά

μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη

και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη

και σαν την κλαίουσα ιτιά;

Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι; 

Μήπως το κρίνο απ΄ το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;

Μην ο καρπός απ΄ το δεντρί

που μέσ' στην μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει.

κ΄ έν΄ άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, δεν σώνει 

μέσ΄ από τον ίσκιο του να βγει; 

Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύκτα μέρα

και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;

Τι θες κι απ΄ όλα τα αγαθά τούτα;

Πες. Τ΄ άνθος, τον καρπό;

Θες το πουλί;


Διαβάτη, 

μου κράζει ο Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:

Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου