Η Άλωση της Πόλης: Πού ήσουνα θεέ εκείνες τις άγριες ώρες, πού;


28/5/2023

Εάλω, εάλω, εάλω...

Παίρνει ο αγέρας την κραυγή, να τηνε ταξιδέψει στις ράχες των αετών, να τηνε πάει ψηλά στα καμπαναριά της Δύσης, να την ακούσουνε στον ύπνο τους όσοι την εγκατέλειψαν αβοήθητη τη Βασιλεύουσα, να τρομάξουνε. 

Η Άλωση της Πόλης, 29 Μαΐου 1453: Συγκλονιστική περιγραφή της κτηνωδίας των τούρκων από την μοναδική πένα της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου:

Όσους δεν σφάζουνε, τους κρατάνε αιχμαλώτους. Σε παιδιά και γέροντες η μάχαιρα πέφτει αλύπητη. τους άλλους, όσους δεν φέρνουνε αντίσταση, τους δένουνε με αλυσίδες και σκοινιά, χέρια και πόδια τον ένα με τον άλλον και τους τραβάνε μαζί τους, αφού πρώτα κορέσουνε πάνω τους τα αιμοβόρα τους ένστικτα. Κόρες φιλντισένιες, ανέγγιχτες και παιδόπουλα τρυφερά σφαδάζουνε ανυπεράσπιστα στα χέρια τους. Και άλλοι πέφτουνε σε πηγάδια, όσοι προφταίνουνε, να σωθούνε, γιατί ο θάνατος των πηγαδιών προτιμότερος από τον άθλιο εξευτελισμό στα χέρια τους. Κι εγώ τους προσπερνώ όλους αυτούς, που ζητάνε βοήθεια, και τρέχω, τρέχω ο άμοιρος να προφτάσω τα πλοία που φεύγουνε, και κάπου αισθάνομαι πως σβήνω. Ετούτες οι ώρες, πριν και μετά το μεσημέρι, ήτανε οι πιο άγριες. Είχανε ξεχυθεί πια όλα τα λυσσασμένα ασκέρια και με μανία θηριώδη τρέχανε, ερημώνοντας παντού... ερημώνοντας. 

Πού ήσουνα, θεέ μου, εκείνες τις ώρες τις άγριες... πού κρύφτηκες και δεν άκουσες τις απελπισμένες κραυγές του λαού σου, που συρότανε βιασμένος και ταπεινωμένος στους δρόμους της πολυφίλητης Πόλης σου; Πού ήσουνα και δεν είδες τα χιλιάδες τρυφερά παιδόπουλα, τα θυσιασμένα στο βωμό σου; 

Ήτανε η νίκη της βίας αυτή. Και εσύ την επέτρεψες. Ήμασταν η τιμή του δικαίου εμείς. Κι εσύ μας αφάνισες. Α, τα κρίματά σου, τα κρίματά σου, Κύριε, ως ανεξιχνίαστα. [...]

Ο ήρωας της συγγραφέως διηγείται: 

Σφίγγω το στομάχι που πονεί, κουλουριάζομαι σχεδόν, όμως δεν φεύγω, θέλω να ιδώ. Γιατί είμαι μάρτυρας εγώ. Μάρτυρας των ερειπίων. Και μάρτυρας του αίματος. 

Ίσαμε το γόνατο οι σφαγμένοι από τη μάχαιρα. Που να βρίσκει μάχαιρα στον αιώνα ο καταραμένος γόνος τους. Οι πιο πολλοί παιδιά και γέροντες. Τους άλλους τους έδεναν με ζωνάρια και σκοινιά, με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, από χρυσοκέντητα πέπλα έως τη λευκή σινδόνη του Ιησού. Τους έδεναν και τους έσπρωχναν προς την έξοδο πάνω από τους σωρούς τα πτώματα. Κι εκείνοι ολόλυζαν οι άμοιροι και άπλωναν τα δεμένα χέρια με απόγνωση προς κάποιο σφαγιασμένο παιδί ή κάποιον γέροντα. 

Εσείονταν οι κολόνες του ναού από το θρήνο. Και οι τσιρίδες έσπρωχναν το θόλο να υψωθεί μέχρι τον ουρανό, μήπως και τις ακούσει ο θεός. Μήπως και σταματήσει, έστω και τώρα, την αχαλίνωτη κτηνωδία. Όμως ο θεός έλειπε και από το θόλο του σήμερα. και δεν είδε, δεν είδε. Δεν άκουσε. 

Απόσπασμα από το έργο: ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ..., δέκατη τρίτη έκδοση, εκδ. Κέδρος, 1996

Από εκείνη την ημέρα την αποφράδα, την 29η του Μάη του έτους 1453, μέχρι σήμερα, ο θρήνος του Ελληνισμού περνά από γενιά σε γενιά, από καρδιά σε καρδιά, από νου σε νου. Και κάπου μέσα στα κύτταρά μας γράφεται: Και αν την κατέλαβαν οι τούρκοι την Κωνσταντινούπολη, ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι πραγματικά δική τους!... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου