7 Ιουνίου 1907: Τα κορμιά των Τραντελλήνων, Τέλλου Άγρα και Αντώνη Μίγκα, φρικτά κακοποιημένα από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες, αιωρούνταν στην ιστορική καρυδιά σαν δυο βουβές καμπάνες που διαλαλούσαν το μήνυμα του καθήκοντος και της θυσίας για την Μακεδονία μας.
Σαράντος Αγαπηνός ή Τέλλος Άγρας, Γαργαλιάνοι Μεσσηνίας 17 Φεβρουαρίου 1880 - Καρυδιά Πέλλας 7 Ιουνίου 1907. Αντώνης Μίγγας ή Μίγκας, Νάουσα 1876, Καρυδιά Πέλλας 7 Ιουνίου 1907. Ο λυγμός στέκεται σαν γροθιά στον λαιμό και δεν σ΄ αφήνει να αναπνεύσεις. Πώς να μιλήσεις γι΄ αυτούς τους Τραντέλληνες που απαγχονίστηκαν από Βούλγαρους κομιτατζήδες; Πώς να μιλήσεις για την υπέρτατη θυσία των δύο Παλικαριών, σε μια εποχή που η προδοσία έχει βαφτιστεί δημοκρατία;
Κι αφού δεν μπορείς να μιλήσεις, αφήνεις αυτούς που έζησαν κοντά τους, να σου μεταλαμπαδεύσουν τα μακεδονικά ιδανικά για τα οποία έδωσαν την ζωή τους.
Ο Νικ. Ρόκας, συμμαθητής και φίλος του Άγρα, αρχηγός σώματος στο Βάλτο με το ψευδώνυμο Κολιός, τον γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον, και μας λέει:
«Ο αείμνηστος Τέλλος Άγρας, νέος ορμώμενος από υψηλά ιδεώδη, κατείχετο υπό της διαπύρου επιθυμίας να συμμετάσχει του μακεδονικού αγώνος. Υπήρξεν φύσει γενναίος αξιωματικός και ηθικότατος με υψηλά πατριωτικά αισθήματα».
Ο Ιωάννης Δεμέστιχας (Καπετάν Νικηφόρος), συμπολεμιστής του Άγρα μέσα στον Βάλτο, που γνωρίζει το μεγαλείο της ψυχής αλλά και τις πολεμικές αρετές του Άγρα, μας λέει:
«Ήτο ήρεμος, με ευγενικούς τρόπους και διέθετε αμέσως ευνοϊκώς όσους ήρχοντο εις συνομιλίαν μαζί του, ενέπνεε δε εύκολα εμπιστοσύνην. Λιτός και απλούς, καθ’ υπερβολήν μάλιστα, εφρόντιζε ελάχιστα δια τον εαυτόν του, τους άνδρας του όμως εφρόντιζε και ηγάπα καθ’ υπερβολήν. Είχε μεγάλην ψυχήν και ευγένειαν ήθους όλως ασυνήθη, συνεδύαζε δε ταύτας με αδάμαστον θέλησιν και προσήλωσιν άκαμπτον εις το έργον, το οποίον ανέλαβε, μη διστάζων χάριν αυτού ούτε προ δυσχερειών ούτε προ οιουδήποτε κινδύνου. Κίνητρόν του δεν ήτο η φιλοδοξία ή εγωισμός και υπολογισμός, αλλά το έργον και το καθήκον του ως αγωνιστού και αρχηγού. Ουδεμίαν δε είχε ιδιοτέλειαν και τούτο δε και η ψυχική ανωτερότης και το προσωπικόν του παράδειγμα του είχον εξασφαλίσει βαθυτάτην συμπάθειαν και εκτίμησιν των ανδρών του. Έτοιμοι ήσαν πάντοτε χάριν αυτού εις πάσαν θυσίαν».
Τα γεγονότα πριν τον απαγχονισμό των Τραντελλήνων
Τέλη Οκτωβρίου του 1906, με μια αιφνιδιαστική επιχείρηση ο Άγρας κατέλαβε την καλύβα Κούγκα, παλιό και σημαντικό οχυρό των Βουλγάρων στο Βάλτο και, αφού την επισκεύασε και την εφοδίασε κατάλληλα, την κατέστησε στο εξής αρχηγείο του και κέντρο οργάνωσης των περιπολιών και επιθέσεών του. Είχε ταυτίσει την Κούγκα με την τύχη του:
«Αν χαθεί η Κούγκα, θα χαθώ κι εγώ» έλεγε συχνά. Ήταν παροιμιώδης η αγάπη και η στοργή με την οποία περιέβαλε τους άντρες της ομάδας του. Με την ανωτερότητα και την ευγένεια ψυχής που τον διέκριναν, τους ενέπνεε συναισθήματα δικαιοσύνης, αξιοπρέπειας και αλληλοσεβασμού. Πολύ σύντομα απέκτησε την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό όλων των χωρικών του Βάλτου. Ακόμα και οι εξαρχικοί της περιοχής αναγνώριζαν τη δίκαιη κρίση και τη μεγαλοψυχία του. Βαθύτατα ευσεβής ο Άγρας φέρνει συχνά στην Κούγκα ιερείς για να μεταλάβουν τον ίδιο και τους άντρες του.
Σε μια τέτοια ιδιαίτερη στιγμή, παραμονή Θεοφανείων του 1907, έφερε τον Παπα-Νικόλα, από τη γειτονική Μαρίνα, για να κάνει Αγιασμό και να μεταλάβει τους άνδρες του, δέχτηκε αιφνιδιαστικά πυρά κομιτατζήδων μέσα στο χώρο της Κούγκας, όπου σκοτώθηκε ο π. Νικόλας και τραυματίσθηκαν δύο εύζωνοι της ομάδας του. Εν τω μεταξύ η εξαντλητική εργασία και οι περιπολίες στα βαλτόνερα, η υγρασία, οι θέρμες και δύο τραυματισμοί του κλονίζουν την υγεία του Άγρα. Μένει στον Βάλτο μέχρι τον Φεβρουάριο του 1907.
Η μεγάλη θέληση και η φλόγα του ενθουσιασμού του δεν ακολουθούνε πλέον το καταπονημένο και ασθενικό σώμα του. Ο Νικηφόρος τον πίεσε και τον έπεισε τελικά να αποσυρθεί στη Νάουσα. Εδώ γνώρισε και συνδέθηκε με τον Αντώνη Μίγκα, νεαρό ράφτη και γουνέμπορο, που δικαίως θεωρείται εμβληματική μορφή αγνού και ανιδιοτελούς πατριώτη, υπόδειγμα εθελοντικής προσφοράς και αυτοθυσίας, πρότυπο ανυπόκριτης φιλίας και ειλικρινούς αφοσίωσης στον Καπετάν Άγρα.
Στη Νάουσα συλλαµβάνει την ιδέα της προσέγγισης και συµφιλίωσης µε αρχηγούς της πλευράς των βουλγαριζόντων, όπως ήταν ο Βάνη Ζλατάν και ο Γκιόργκι Κασάπτσε, µε τους οποίους πολλές φορές είχαν συγκρουσθεί στον Βάλτο. Επιδίωξη του ήταν η μελλοντική τους συνεργασία για την από κοινού αντιµετώπιση των Τούρκων κατακτητών. Ο Αντώνης Μίγκας ήταν από τους λίγους επιφανείς Ναουσαίους που γνώριζαν τις μυστικές επιδιώξεις και πυρετώδεις κινήσεις του Αρχηγού, από τον Μάιο του 1907.
Μετά από συζητήσεις πολλών ηµερών συµφωνήθηκε να γίνει συνάντηση το µεσηµέρι της Κυριακής 3 Ιουνίου 1907 στη θέση Γκαβράν Κάµιν, πάνω από την Αγία Φωτεινή του Βερµίου. Παρά τις αντιρρήσεις πολλών Ναουσαίων προκρίτων, που γνώριζαν τον πανούργο χαρακτήρα του Ζλατάν, πηγαίνει στη συνάντηση συνοδευόµενος από επτά συντρόφους του, άοπλους όπως ήταν η συµφωνία, την οποία όμως δεν τήρησαν οι δύο βοεβόδες.
Έτσι, µετά τις πρώτες φιλοφρονήσεις, πετάχτηκαν από τους γύρω θάµνους δεκάδες οπλισµένοι κομιτατζήδες που συνέλαβαν, χτύπησαν και έδεσαν τον Άγρα και τον Μίγγα, που δεν εγκατέλειψε τον αρχηγό του, παρά τις προτροπές φίλων, αγαπημένων του προσώπων, ακόμα και των ίδιων των θυτών τους.
Το γεγονός έγινε ταχύτατα γνωστό στη Νάουσα, την Έδεσσα και τη Θεσσαλονίκη. Σώματα ελληνικά κινήθηκαν από διάφορες περιοχές του Βερμίου για να εντοπίσουν την ομάδα των Κασάπτσε και Ζλατάν. Ο Λάμπρος Κορομηλάς, ο οποίος συντόνιζε τον Αγώνα, έστειλε το εξής τηλεγράφημα στο Υπουργείο των Εξωτερικών (πηγή πληροφοριών ο δήμος Εδέσσης):
«Αρχηγός Άγρας - Αγαπηνός επινοήσας ελθών εις συνεννόησιν προς Βουλγάρους οπλαρχηγούς, χωρίς να ζητήση ημετέραν άδειαν, εξήλθεν πρωίαν Κυριακής άοπλος, μηδένα των οπλιτών παραλαβών, προς συνάvτησιν Βουλγάρων. Τρείς ώρας δυτικώς Ναούσης παρά την θέσιν Γκαβράν Κάμιν συνήντησε απόσπασμα βλαχοβουλγαρικόν Ζλατάν και Γκεώργη. Ούτοι επί δύο ώρας ύπεκρίθησαν αισθήματα φιλικά μέχρις ου επείσθησαν ότι ο αρχηγός ουδέν είχεν λάβει προφυλακτικόν μέτρον. Είτα συνέλαβον αύτον και έναν πιστόν του και απήγαγον. Τους άλλους απέλυσαν. Ολίγας έχω ελπίδας διασώσεως».
Επί τέσσερις ημέρες τους σέρνουν δεµένους και κακοποιηµένους σε επιλεγμένα χωριά της περιοχής, σωστά ανθρώπινα κουφάρια. Τους χτυπούν, τους προπηλακίζουν και τους χλευάζουν µε χυδαιότητες. Την Πέμπτη 7 Ιουνίου, μόλις σουρούπωσε, αλαλάζοντας η μεγάλη ομάδα των κομιτατζήδων, με τους δύο ημιθανείς αιχμαλώτους, κατηφόρισε από το χωριό Κερασιά στον µικρό κάµπο του Τεχόβου, και επέλεξε τον συγκεκριμένο τόπο για τη θανάτωσή τους, γιατί απείχε από χωριά εξαρχικά, ώστε να αποφευχθούν αντίποινα εις βάρος των κατοίκων τους και ήταν κοντά σε πολυσύχναστους δρόμους, ώστε να προσφέρεται για θέαμα και παραδειγµατισµό των αμετανόητων γρεκομάνων.
Πάνω στα κλαδιά της ιστορικής καρυδιάς, εκείνον τον μαύρο Ιούνη του Ελληνισμού, αιωρούνταν τα μαρτυρικά σώµατα των παλικαριών, µε εµφανή τα σηµάδια του φρικιαστικού τετραήµερου που προηγήθηκε. Ναι, ο Άγρας και Μίγκας αιωρούνταν νεκροί πια στον αέρα κι ήταν σαν δυο βουβές καµπάνες που ήθελαν να διαλαλήσουν σε όλους εμάς τους κατοπινούς, το µήνυµα του καθήκοντος και της θυσίας για τη Μακεδονία. Αυτοί οι δύο Τραντέλληνες, εκείνη την διαβολεμένη ημέρα, αιωρούνταν σαν δυο ανθρώπινα σήµαντρα για να διακηρύξουν για όλους εμάς την αξία του υπέρτατου αγαθού της ελευθερίας της Ελληνικής και μόνο Μακεδονίας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου