Φλώρινα, 1911: Ο Νίκος Σιάντσης πήγαινε για το Αμύνταιο, όταν συγχωριανοί του τον χτύπησαν δολίως με τσεκούρι - Μαρτυρία του Μακεδονομάχου Παπαναστασίου


22/11/2023

Δεν μπορούσε να ξεχάσει τον άδικο χαμό του πατέρα του. - "Θα πας αντάρτης, Νίκο, να πάρεις πίσω το αίμα", ήταν τα τελευταία του λόγια.

Πάνε πέντε χρόνια από τότε. Εκεί στο αλώνι, βραδάκι, καθισμένος κοντά στον πατέρα του, άκουσε το ντουφεκίδι. Τρεις σφαίρες βρήκαν τον γέρο. Η μια κατάστηθα, η άλλη στο σαγόνι και η τρίτη στο δεξί χέρι. Ένα χρόνο μετά, σκότωσαν την αδελφή του Ευτέρπη. Την βρήκαν στο χωράφι, στο Σούμαρ και την σφάξαν με το άμοιρο παιδί στην αγκαλιά. Κι΄ αυτό γιατί ο αδελφός Νίκος Σιάντσης κατάφερε να καθαρίσει τον τόπο απ΄ την βρωμιά του βοϊβόδα Τάνεφ. Τον πέτυχε στα καλύβια, στο Σούμαρ και τον άφησε μεζέ των αγριμιών. Πέντε ολόκληρα χρόνια ντυμένος αντάρτης, πολεμάει ενάντια στη συμμορία των Κόλτσε Τσίτσο - Τάσσε Λιάκο και Γκέκτση. Έγινε ο μπαμπούλας του χωριού και της γύρω περιοχής. Ένα και το καλύτερο καμάρι της Τσέγανης. 

Ο Απρίλης είχε φάει τις μισές του μέρες. Νύχτα κοντά στα ξημερώματα, με την καραμπίνα στον ώμο και το πιστόλι στο ζωνάρι του, ξεκίνησε για το Αμύνταιο. Η αρβύλα είχε σακατέψει τα πόδια του και το κορμί του πήρε να βαραίνει. Κάθισε να ξαποστάσει. Ένα τσιγάρο στριφτό θα τούδινε κουράγιο. Μια ώρα δρόμο ακόμα και θάφτανε. Διάλεξε μια πέτρα και κάθισε. Κοντά στο μονοπάτι πούταν διάβα των αγωγιάτηδων της Τσέγανης. 

Δεν πρόλαβε καλά-καλά και να σου μια παρέα χωριανών. Ήταν ο Μήτσος Κιόσες και ο Ίτσος Καλέουφ. Βάδιζαν με τα τσεκουράκια στο χέρι και κουβεντιάζοντας προσπαθούσαν να κονταίνουν την απόσταση που τους χώριζε από το Αμύνταιο. Δυο μουλάρια, μπροστά τους, με αδειανά σαμάρια, τρέχανε λες και προσπαθούσαν πιότερο απ΄ τα αφεντικά τους, να φτάσουν γρηγορότερα στον προορισμό. 

Ο Μήτσος Κιόσες και ο Ίτσος Καλέουφ είχαν ταχτεί με το βουλγαρικό, μα δεν εκδηλώθηκαν και γι΄ αυτό κανείς στο χωριό δεν τους ήξερε για τέτοιους. Είναι πολλά χρόνια που πίστεψαν στην εξαρχία. 

-Γεια σου, Νίκο. Για πού τόβαλες έτσι μόνος; Τον ρωτά ο Κιόσες. 

-Πάω για τ΄ Αμύνταιο, μα οι αρβύλες μού σακάτεψαν τα πόδια και κάθισα να καπνίσω. 

-Δεν καβαλάς ένα μουλάρι μια και πάει αδειανό ως εκεί; 

Ο Νίκος κοίταξε μια τα ζώα και μια τους χωριανούς του. Σκέφτηκε λίγο και τ΄ αποφάσισε. Καβαλίκεψε στο σαμάρι του μουλαριού και ξάπλωσε την καραμπίνα μπροστά του, πάνω στο σαμάρι, πιάνοντάς την γερά με τα δυο του χέρια. 

Σ΄ αυτή του τη θέση, αμέριμνον πάνω στο κουβεντολόγι, τον βρήκε με δυο χτυπήματα το τσεκούρι του Κιόσε. Το πρώτο θανάσιμο στο κεφάλι. Το δεύτερο στον ώμο, έτσι που έγειρε το κορμί του και το έριξε απ΄ το σαμάρι. 

Άψυχον, μέσα στο αίμα του, τον έσυραν πέρα απ΄ το μονοπάτι, κοντά στη βάτα. Πέτρες πολλές χρησίμεψαν για σάβανο και σκέπασαν το παλικάρι. Πέντε μέρες αργότερα, το σκυλί κάποιου κυνηγού φανέρωσε το έγκλημα. 

Πηγή: "Θυσίες και Αγώνες στη Μακεδονία", του Ιερέως Μακεδονομάχου Πέτρου Στ. Παπαναστασίου, Θεσσαλονίκη 1960

Διαβάστε επίσης: Κομιτατζήδες πυροβόλησαν και πέταξαν σε αναμμένο φούρνο 4 Έλληνες πριονιστάδες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου