Η χυμώδης και καλλίγραμη Κία πριν ακόμα η αγάπη για την πατρίδα την μεταμορφώσει σε σύμβολο αυταπαρνήσεως (φωτογραφία ιδιωτικής συλλογής) |
18/1/2024
Γυναίκα-Εταίρα-Μακεδονομάχος: Η Κία ή Βασιλική από το Μοναστήρι δεν φοβήθηκε τον θάνατο, γιατί μέσα της έγινε σεισμός μόλις ξέσπασε ο Μακεδονικός Αγώνας!
Για τη λευτεριά της Μακεδονίας όλες οι γυναίκες πρόσφεραν τότε τις πολύτιμες υπηρεσίες τους.
Ακόμα κι όσες έφεραν το στίγμα της « παστρικιάς», της «κοινής» όπως θα λέγαμε σήμερα.
Ίσως γιατί ήθελαν να εξαγνιστούν απέναντι στη συνείδησή τους, ίσως
γιατί αποζητούσαν να βρούνε ένα ιδανικό στην ερημιά της αμαρτωλής και
ταπεινωμένης ζωής τους, πολλές φορές έκαναν τόσο μεγαλειώδεις πράξεις,
που δίκαια θα μπορούσαν να τις καταξιώσουν σε εθνικές ηρωίδες.
Μια τέτοια γυναίκα ήταν η περιβόητη Κία —ή Βασιλική— από το Μοναστήρι,
που μαζί με την αδερφή της διατηρούσε «οίκο» στα τέλη του περασμένου
αιώνα.
Η Κία ήταν πολύ όμορφη:
Άφράτη, καλλίγραμμη, ροδόλευκη, με ευγενικά χαρακτηριστικά προσώπου και
λαμπερά μαλλιά, ίδια η ενσάρκωση της καλλονής κατά τα ιδεώδη
της εποχής της.
Μα διέθετε και πνεύμα σπινθηροβόλο που την έκανε περισσότερο ελκυστική.
Και τη σαγήνη των φυσικών της προσόντων φρόντιζε να επαυξάνει με
μεθυστικά αρώματα, μακιγιάζ, πανάκριβα κοσμήματα, φανταχτερές καπελίνες
και ολομέταξα ευρωπαϊκά φορέματα.
Γι΄ αυτό κι οι δουλειές της πήγαιναν περίφημα και την έκαναν εξαιρετικά εκλεκτική.
Δεν μπορούσε ο τυχόντας να δρασκελίσει το κατώφλι του «οίκου» της.
Έπρεπε να είναι ο «Κάποιος», με τίτλους και αξιώματα και με πορτοφόλι,
που να αντέχει στις παράλογες απαιτήσεις των εκλεπτυσμένων της γούστων.
Σωστή «εταίρα» των καιρών της η Κία δημιούργησε γύρω της έναν κύκλο υψηλών αφοσιωμένων θαυμαστών, ενδύθηκε ακτινοβολία και διασημότητα κι απέκτησε μια μυθική συλλογή από κοσμήματα κι άλλα πανάκριβα δώρα.
Όμως με την κήρυξη του Μακεδονικού Αγώνος μέσα της έγινε σεισμός.
Ο φανταχτερός κόσμος της πρόσχαρης πεταλουδίτσας του πληρωμένου έρωτα
κομματιάστηκε κι απ’ τα συντρίμμια του εξαγνισμένη αναδύθηκε η αυστηρή Δωρίδα πατριώτισσα, που απαρνούμενη τη χλιδή και τις εφήμερες απολαύσεις
αφιερώθηκε σύψυχη στην υπηρεσία του υψηλού ιδανικού, το οποίο ήρθε τότε
να δώσει πρωτόγνωρο, βαθύ περιεχόμενο στη ζωή της.
Σαν «ελευθερώτρια» πέρασε στα χρονικά
του αγώνος, αφού ως κύρια αποστολή της ανέλαβε την απελευθέρωση των
παλληκαριών άπ’ τις φυλακές Μοναστηριού.
Γνωρίζοντας πρόσωπα και πράγματα, εκμεταλλευόμενη φιλίες και συμπάθειες
και χρησιμοποιώντας την ακαταμάχητη γοητεία της κατόρθωνε να επηρεάζει
τις αποφάσεις των δικαστών η και να εξαφανίζει δικογραφίες, ενώ
προσφέροντας με απλοχεριά«μπαχτσίσι» στους δεσμοφύλακες μπαινόβγαινε
στις φυλακές, έφερνε ρούχα καθαρά, πίτες και γλυκά στούς φυλακισμένους,
τους εμψύχωνε κι οργάνωνε επιτυχημένες αποδράσεις.
Σ’ αυτήν οφείλεται η απόδραση κι η
σωτηρία των έξι συντρόφων του Παύλου Μελά του Βολάνη, του
Καλομενόπουλου και των άλλων, που πιάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο
αμέσως μετά την μοιραία μάχη στη Στάτιστα στις 13 Οκτωβρίου του 1904.
Για τη σωτηρία του καπετάν-Κώττα η Κία κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες.
Μήνες και μήνες έτρεχε από γραφείο σε γραφείο, μα οι γνωστοί της στο Μοναστήρι δίσταζαν να την βοηθήσουν.
Τέλος πήγε στη Θεσσαλονίκη να παρακαλέσει κάποιον παλιό της
φίλο, αξιωματούχο με μεγάλη θέση στη διοίκηση,
κι αφού απέσπασε την υπόσχεση του, γύριζε αισιόδοξη πώς μετά από αγώνα
δεκάξι μηνών τούτη τη φορά χτύπησε τη σωστή πόρτα.
Ήταν 28 Σεπτεμβρίου του 1905. Ήταν όμως τόσο αργά...
Βρήκε τον ήρωα νεκρό στη Μητρόπολη, όπου άλλες Ελληνίδες τον είχαν
ξενυχτήσει με σπαραγμό μετά τον απαγχονισμό του την προηγούμενη μέρα.
Η Κία παρά την απέραντη θλίψη συνέχισε τον αγώνα άκατάβλητη. Άπό το
πρωί ως το βράδυ, χειμώνα καλοκαίρι, με βροχή ή ήλιο έτρεχε φορτωμένη
πίτες, ψωμί, γλυκά, ρούχα και μηνύματα για τα «παιδιά» της, όπως έλεγε
τους φυλακισμένους, η κάτω από τις βαριές της στόφες μετέφερε πιστόλια,
σφαίρες και γραμμένες οδηγίες για τα άλλα «παιδιά» της,
του εκτελεστικού.
Έτρεχε και στα χωριά.
Όπου υπήρχε επείγουσα ανάγκη και κίνδυνος, πρώτη αυτή. Χρόνια ολόκληρα.
Το ταμείο της μέρα με τη μέρα άδειαζε.
Ένα-ενα πούλησε και τα ακριβά της κοσμήματα.
Η σκέπη της ξεθώριασε και κολλούσε στο κεφάλι απ’ τις βροχές ή τον ιδρώτα.
Τα ρούχα της ξέφτισαν. Άρχισε και να βήχει... νά βήχει... Η ομορφιά της
μαράθηκε. Οι δυνάμεις την εγκατέλειπαν κι η φυματίωση ύπουλα κατέσκαβε
τα σωθικά της. Έγινε η σκιά του εαυτού της, μα παρέμενε
ολόρθη στις επάλξεις του χρέους, μέχρι το 1908, οπότε οι Νεότουρκοι
εθεσαν τέρμα στον αγώνα.
Τότε ξανάνοιξε τον « οίκο» της, όχι βέβαια για να έξασκήσει την παλιά
τέχνη, μα γιά να αισθάνεται λιγότερη μοναξιά και να γλυκαίνει τον πόνο
της αρρώστειας της η παρήγορη παρουσία αγαπημένων φίλων.
Πέθανε όμως σύντομα, νέα και πικραμένη.
Κείμενο από το έργο: "Η Μακεδόνισσα στο Θρύλο και στην Ιστορία", (1453-1940 μ.Χ.) της Αθηνάς Τζινίκου-Κακούλη, Φιλολόγου, πηγή:yaunatakabara.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου