Η θρυλική Άννα Σόννου-Ανδρεάδη: Πώς ξεγέλασε τους Τούρκους για να σώσει τον καπετάν Λούκα, πώς μετέφερε μυστικά έγγραφα του Αγώνα, πώς φρόντιζε τους Μακεδονομάχους! Απίστευτη Ελληνίδα!

Η Σόννου Ανδρεάδη σε γεροντική ηλικία (Φωτ. οικογενειακού αρχείου)
4/3/2024

Η Άννα Άννα Σόννου-Ανδρεάδη ήταν γρήγορη σαν βολίδα, πανέξυπνη και πολυμήχανη, κορόιδευε τους Τούρκους κάτω από την μύτη τους, μετέφερε μυστικά έγγραφα του της Επανάστασης του 1821 αλλά και του Μακεδονικού Αγώνα, ζύμωνε ψωμί για τους Μακεδονομάχους, δεν φοβόταν τίποτα! Ήταν αυτή που χτύπησε στα Γρεβενά τις καμπάνες της Νίκης! Τι Ελληνίδα! Και ποτέ δεν ζήτησε ανταπόδοση ή αναγνώριση! Η συμβατική ιστορία αδιαφόρησε τραγικά για την γεμάτη πάθος και κινδύνους ζωή της! Το παρακάτω βιογραφικό κείμενο είναι σπάνιο και ανεκτίμητο!

Η Σόννου Ανδρεάδη, γνωστή με το παρατσούκλι Γκξώτου, ήταν τόσο γρήγορη που θύμιζε βολίδα.

Γκξώτι λένε στο Βόιο την αστραπή που εκπέμπει το εμπροσθογενές όπλο όταν εκπυρσοκροτεί κι οι ακριβολόγοι Βοϊάτες βρήκαν την παρομοίωση πολύ ταιριαστή για την ταχύτατη εκείνη γυναίκα. Άλλωστε κι η ίδια...

-Γκξώτ΄ θα πάνου, γκξώτ΄ θα ΄ρθω!... έλεγε πρόθυμη και γελαστή σ΄ όποιον της ανέθετε αποστολή, ώσπου ξεχάστηκε πια το πραγματικό της όνομα Άννα Σόννου Ανδρεάδη. 

Η Γκξώτου γεννήθηκε στη Μόρφη το 1858 από τη φάρα των Παπαδοπουλαίων και σαν μεγάλωσε, την είδε σ΄ ένα πανηγύρι, την ερωτεύθηκε κι αφού την παντρεύτηκε, την έφερε στο χωριό του ο Θανάσης Ανδρεάδης από την Κορυφή, που έκανε τον κιρατζή*στην Πόλη. 

Λεβεντονιά, γεροδεμένη, άξια στο χωράφι και τον αργαλειό ήταν ο ιδεώδης τύπος γυναίκας της εποχής της. Πρώτη έσερνε το χορό τη Λαμπρή και πρώτη τον δίπλωνε τ΄ Άι-Θωμά, στολισμένη πάντα με ακριβά πλουμίδια, ενώ την οικογενειακή της ευτυχία σύντομα συμπλήρωσαν τρία παιδιά. Μα ο Χάρος ζήλεψε και πριν πατήσει τα τριάντα χρόνια την άφησε χήρα. 

-Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, είπε τότε η Σόννου, σφούγγισε τα δάκρυα, έβγαλε τα γκιορντάνια, μαυροφορέθηκε και σεμνή, αστόλιστη, μ΄ αντρίκια καρτερία και δωρική αρετή έγινε μάννα και πατέρας μαζί για τα ορφανά της αδράχνοντας στα άξια της χέρια τα γκέμια των αλόγων και συνεχίζοντας τα κιρατζήδικα του άντρα της ταξείδια.

Το επάγγελμα ήταν βαρύ και δύσκολο. Δρόμοι δεν υπήρχαν και μύριοι κίνδυνο απειλούσαν τους ταξειδευτές και πραματευτάδες. Μα η Σόννου τίποτε δεν λογάριαζε. Άφοβη οδηγούσε το καραβάνι μέσα από ερημιές, και με ήλιο, και με μπόρες, κι έτσι οι επιφανείς άντρες, που είχαν από παλιά συνεργασία με τον άντρα της εντυπωσιασμένοι από την αξιοσύνη της τη μύησαν στον αγώνα, όπου δόθηκε ολόψυχα.

Τι δεν θρυλείται ακόμα στο Βόιο γι΄ αυτήν, που χρωματίζει την προσωπικότητά της σαν μιας αδάμαστης, πολυμήχανης και φλογερής πατριώτισσας! Αδιάκοπα διακινούσε έγγραφα κρυμμένα στις πραμμάτειες, στα σαμάρια των αλόγων ή στα απόκρυφα σημεία του σώματός της. Διηγούνται, πως τα γράμματα, τις διαταγές και τα χρήματα πολλές φορές τα τύλιγε στα γνέματα κουβαριών και τάχα πλέκοντας στο δρόμο τα έφερνε στον προορισμό τους. Εργάζονταν με μεγάλη αυτοπεποίθηση, αλλά και πρωτοφανή αυταπάρνηση αψηφώντας την ασφάλειά της, μέχρι που οι Τούρκοι άρχισαν να την υποψιάζονται. Η παρακολούθησή της έγινε τότε στενή και πολλές φορές κινδύνεψε να συλληφθεί. Πάντα όμως τα κατάφερνε και ξεγλιστρούσε. 

Το 1905 τη σταμάτησαν στην Αμμουδάρα κι έβαλαν μια γυναίκα να της κάνει σωματική έρευνα. Ατάραχη η ηρωίδα ξεντύθηκε ένα-ένα τα ρούχα, μαζί και την παράξενη ζώνη, όπου φορώντας την κατάσαρκα είχε ραμμένα τα έγγραφα, έβγαλε το χέρι της από το παραβάν, την έδωσε στον υπεύθυνο Τούρκο αξιωματικό κι είπε μισοκακόμοιρα: 

-Όρσι, γυιέ μ, δε κι τουν κηλιπίδισμουν μ΄. Τουν φουρώ ακατάπαυτα για την έρμη μ΄ την κήλη. Αχ΄ παλιουζουή! Για μια χαψιά πικρό ψωμί μ΄ έφαγαν οι στράτις κι η τυράννια... 

Αφοπλισμένος ο Τούρκος απ΄ την πειστικότητά της, την άφησε να φύγει ανενόχλητη και να συνεχίσει το ταξείδι.

Τον άλλο χρόνο, το 1906, κατέλυσε σπίτι της ο καπετάν-Λούκας με το πρωτοπαλλήκαρό του. Οι Τούρκοι έκαμαν έφοδο στο χωριό κι άρχισαν να ψάχνουν τα σπίτια καταζητώντας τους. Το μυαλό της Σόννους πήρε τότε χίλιες στροφές. Θυμήθηκε την ευαισθησία των Τούρκων απέναντι στις λεχώνες και στα πεταχτά έντυσε τον Λούκα γυναικεία, του φόρεσε μαντίλι στο κεφάλι, τον σκέπασε στο στρώμα, έβαλε δίπλα το νεογέννητο αγοράκι της κόρης της και τον μεταμόρφωσε σε τέλεια λεχώνα, ενώ το πρωτοπαλλήκαρό του το κρέμασε μέσα σε κοφίνι στο πηγάδι του γειτονικού κήπου.

Σαν ήρθαν οι Τούρκοι, τους καλοδέχτηκε, τους άνοιξε διάπλατα τα κελάρια και τις μεσάντρες κι εκείνοι ασημώνοντας το βρέφος έφυγαν διακριτικά, για να μην ταράξουν τη λεχώνα. 

Χρόνια συνέχισε η Σόννου να εργάζεται για τον αγώνα, πότε ζυμώνοντας το ψωμί των Μακεδονομάχων, πότε πλένοντας τα ρούχα τους ή μεταφέροντας ειδήσεις, ώσπου έφτασε το 1912. Βρίσκονταν στη Ροδιά, όταν πληροφορήθηκε την είσοδο του στρατού στα Γρεβενά κι η καρδιά της αναρρίγησε. Σαν ανεμοφύσημα πετάχτηκε στην Κορυφή κι άρχισε να σημαίνει τις καμπάνες. Οι χωριανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους κι αφέθηκαν στο μεθύσι της λευτεριάς. Έπειτα έφτασε στη Μόρφη, την ιδιαίτερη πατρίδα της, και πότε κλαίοντας και πότε γελώντας άρχισε κι εκεί να χτυπά την καμπάνα. 

Μετά η Σόννου σταμάτησε τα ταξείδια. Παρά τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες έμεινε λεβεντογυναίκα ως τα γεράματά της και πέθανε το 1938, χωρίς ποτέ να ζητήσει ανταπόδοση ή αναγνώριση των όσων έκαμε για την πατρίδα. Οι ηρωισμοί της όμως έγιναν θρύλος, που πέρασε στις καρδιές των γυναικών της Κορυφής, οι οποίες όταν η ελευθερία και πάλι απειλήθηκε το ΄40 με προεξάρχουσα την εγγονή της Αγλαΐα Τασιοπούλου, που είχε την καλοσύνη να γίνει πηγή αυτής της βιογραφίας, μεθυσμένες απ΄ το δικό της παράδειγμα φιλοπατρίας αναδείχτηκαν ηρωίδες της Πίνδου κι αυτό υπήρξε η πιο τρανή δικαίωση της θρυλικής Γκξώτους. 

*Κιρατζής: Αγωγιάτης

Πηγή: "Η Μακεδόνισσα στο Θρύλο και στην Ιστορία", Έρευνα-Καταγραφή Αθηνάς Τζινίκου-Κακούλη, Εκδοτική Θεσσαλονίκης. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου