Είχε όμως καλή καρδιά;
Στην γειτονιά που έμενε, με τα πετρόχτιστα σπίτια, με τα μικρά ή μεγάλα αγάλματα και τα σκόρπια παιδικά παιχνίδια στις αυλές, με τα ζωηρόχρωμα παρτέρια και τα μικρομέγαλα δέντρα στα φροντισμένα πεζοδρόμια,
ζούσαν δύο άντρες που δεν αρκούνταν να κοιτάζουν την κοπέλα, παρά της είχαν ήδη
εκφράσει τον έρωτά τους.
Έπρεπε να διαλέξει έναν από τους δύο, για να φυσήξει
στην ζωή της άνεμος διαφορετικός από αυτόν που έρρεε στο πατρικό της, αλλά τής άρεσαν και οι δύο. «Τι θέλω;» αναρωτιόταν, «να περιμένω τον άντρα μου να
επιστρέψει το βραδάκι από το κατάστημά του στο σπίτι και με τα ανταλλαγμένα μας
φιλιά να κοπάζουμε της μέρας τα καμώματα; Ή θέλω το απόγευμα, όταν επιστρέφει ο δάσκαλος από το σχολείο, να πίνουμε μαζί ένα ρόφημα στο σαλόνι, και μέσα στα φιλιά μας να τρυπώνουν οι
μυρωδιές των σελίδων από την μεγάλη του βιβλιοθήκη;»
Της άρεσαν και οι δύο άντρες, μα δεν βιαζόταν να επιλέξει, αφήνοντας την ματαιοδοξία της να σπέρνει διχόνοια στους ερωτευμένους αρσενικούς. Η ματαιοδοξία, ωστόσο, γίνεται καμιά φορά άκρως επικίνδυνη, γιατί σπέρνει διχόνοια, στα δίχτυα της οποίας σαν μπλεχτούν οι θνητοί, αδυνατούν να δουν τις καλπάζουσες συμφορές.
------
Ένα απομεσήμερο, λίγο έξω από την μικρή πολιτεία,
εκεί στο παράξενο σημείο όπου βρίσκονταν σε κύκλο εφτά μεγάλες πέτρινες στήλες,
συναντήθηκαν οι δύο άντρες για να λογαριαστούν. Θαρρείς και θα τους άφηνε η
αντιζηλία τους να επικοινωνήσουν μεταξύ τους με λέξεις συνετές…
Κάθε συλλαβή που πεταγόταν από το στόμα τους ενός
στο πρόσωπο του άλλου, ήταν μια σπίθα κακίας και φθόνου. Μέχρι που πολλές
σπίθες μεταμορφώθηκαν σε φωτιά κι έκαψαν το διάλογο, τόσο που ξέχασαν γιατί
είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν.
Ο δαίμονας της εξουσίας είχε πλημμυρίσει με
θανατηφόρα οργή τα πνεύματά τους. Οι λεκτικές επιθέσεις έδωσαν την θέση τους
στις σωματικές. Γροθιές, κλωτσιές, κραυγές, μέσα στον εφτάστηλο παράξενο κύκλο,
από τον οποίο θαρρείς διέρρεε σκοτάδι. Εκείνο το σκοτάδι που προξενεί ο
άνθρωπος που υπακούει στο άγριο ζώο μέσα του.
Κι ήταν αυτό το άγριο κι αδάμαστο ζώο της εξουσίας
που έκανε τα δύο αντρικά χέρια να σπρώξουν με απόκοσμη δύναμη το κορμί του
αντιπάλου. Αυτός, έπεσε πάνω σε μια πέτρινη στήλη που έγινε κόκκινη από το αίμα
του παλικαριού, αίμα που πηδούσε ανεξέλεγκτα από την μύτη και το στόμα του. Το σώμα του
δονήθηκε βάναυσα μέχρι που έπεσε καταγής, εκεί που οι ακτίνες του ήλιου
ξεθώριαζαν πάνω στο γρασίδι, καθώς έφευγαν για το δικό τους σπίτι στο άγνωστο σύμπαν.
Ο αντίπαλός του, μαρμαρωμένος από φόβο, δεν ήθελε να
πιστέψει αυτό που έβλεπε. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια για να πάψει να χορεύει
εμπρός του ο πίδακας αίματος από το ακίνητο κορμί, ενώ ξερνούσε τα σωθικά του.
Όταν τα άνοιξε, κόντεψε να τρελαθεί.
Ο ματωμένος αντίζηλος τινάχτηκε όρθιος, το κορμί του
άρχισε να διαλύεται, όλο και περισσότερο, μέχρι που τα κομμάτια του έπεσαν
κατάχαμα για να τιναχτούν αυτοστιγμής θαρρείς, και να σχηματίσουν μια πέτρινη
στήλη. Ο άνθρωπος είχε μεταμορφωθεί σε πέτρινο σύμβολο της άχρονης κακίας και
του άμετρου φθόνου.
«Σκότωσα τον δάσκαλο για την Ειρήνη» μούγκρισε σαν
ζώο ο επιζών. «Και πώς εξαφανίστηκε αυτός; Πώς έγινε πέτρα;» φώναξε ηλίθια
κοιτάζοντας προς τον ουρανό.
Μετά, χωρίς να συνειδητοποιεί τα βήματά του, χωρίς
να καταλαβαίνει πως τα άντερά του έβγαιναν ασταμάτητα από τα τρεμάμενα χείλη
του και βρώμιζαν τα ρούχα του, άρχισε να βαδίζει προς την πολιτεία.
«Ποιος θα με πιστέψει ότι ο σοφός αγαπημένος
δάσκαλος είναι πια… μια πέτρα;» ούρλιαξε, καθώς το βλέμμα του συναντούσε το
πρώτο σπίτι που το τύλιγε η απαλόχρωμη νυχτιά. Δεν πρόσεξε καν τον ασπρομάλλη
άντρα στην αυλή, που έκλαιγε…
Καθώς έφτανε στην γειτονιά του, την είδε. Και
πέτρωσε η καρδιά του.
Την είχε αγκαλιά ένας άγνωστος. Την στριφογύρισε για
λίγο, και το γέλιο της απλωνόταν παντού, χαρούμενη κι ανίδεη, ή αδιάφορη, για την συμφορά
που είχε προξενήσει.
Έπειτα, την άφησε απαλά κάτω, φίλησε τα χείλη της
και η ξένη βροντερή φωνή έφτασε στ΄ αυτιά του.
«Θα ταξιδέψεις μαζί μου, οπτασία του καλοκαιριού; Θα
φωτίζεις σαν ήλιος τις χειμωνιάτικες μέρες μου; Θα με τυλίγεις στα νεραϊδένια
σου μαλλιά, όταν πονώ; Θα πάμε σε όλον τον κόσμο, και όλοι θα γνωρίσουν την
αιθέρια Ειρήνη, μα κανείς δεν θα την έχει. Μόνο εγώ!»
«Η περιπέτεια μαζί σου είναι το όνειρο που δεν ήξερα
πως θρεφόταν μέσα στο μυαλό και την καρδιά μου, μέχρι που ήρθες. Όμως είσαι
σίγουρος πως θα έχεις αποκλειστικά την Ειρήνη;» Η σαγηνευτική φωνή της δεν τον
πονήρεψε. Νόμιζε πως έπαιζε το αιώνιο ερωτικό παιχνίδι του θηλυκού με το
αρσενικό.
Μπήκε στο αυτοκίνητό του, χωρίς να κοιτάξει γύρω
της. Έφυγε μαζί του, χωρίς να αφήσει ούτε μία σκέψη ούτε ένα συναίσθημα πίσω
της…
------
Οι άνθρωποι της μικρής γραφικής πόλης, αναρωτιόταν πάντα που είχε εξαφανιστεί ο λατρεμένος τους δάσκαλος και δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο μεγαλόσωμος άντρας που πάντα τους έκανε να γελούν όταν έμπαιναν στο κατάστημά του, το είχε πουλήσει και είχε φύγει νύχτα από κοντά τους.
Ανυποψίαστοι, χαίρονταν γιατί η όμορφή τους Ειρήνη είχε
βρει την τύχη της με τον ξένο περαστικό επισκέπτη τους.
Και κάθε φορά που έκαναν περίπατο στις πέτρινες
στήλες, έμεναν με το στόμα ορθάνοιχτο μπροστά στην όγδοη πέτρινη στήλη. Ποιος την
είχε καρφώσει εκεί; Ποια εξωπραγματική δύναμη πλανιόταν πάνω από τα κεφάλια
τους;
Αλλά, τα βράδια, σαν ξάπλωναν να αναπαυτούν στα
κρεβάτια τους, όλα αυτά τα ερωτήματα τα ξεχνούσαν, όπως όριζε η θνητή τους
φύση.
------
Μονάχα ένας γέροντας που ζούσε στο τελευταίο σπίτι, εκείνο που έβλεπε προς τις πέτρινες στήλες, δεν ησύχαζε ποτέ, ούτε μέρα ούτε νύχτα. Ένα μεγάλο δάκρυ, θαρρείς πετρωμένο, υπήρχε κάτω από κάθε του μάτι… Σκεφτόταν την αιθέρια Ειρήνη που λάτρευαν οι άνθρωποι και γύρευαν να την κατακτήσουν, αλλά αυτή όλο τους ξέφευγε, κι όσο τους ξέφευγε, τόσο πιο πολύ την κυνηγούσαν, χωρίς ποτέ να συνειδητοποιούν ότι η Ειρήνη ήταν μια ουτοπία που γεννούσε συμφορές…
Νίκη Μάρκου & Φωτογραφία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου