Αριστοτέλης Γκούμας, δολοφονήθηκε από Αλβανούς, γιατί μιλούσε Ελληνικά! Ένα έγκλημα που έμεινε ατιμώρητο...


Έκανε να βγάλει τα γυαλιά του για να τ΄ ακουμπήσει στο κομοδίνο, πλάι στο κρεβάτι. Έτσι συνήθιζε. 
Μα θυμήθηκε ότι δεν φορούσε πια γυαλιά. Ούτε υπήρχε κομοδίνο στον νέο του κόσμο. 
Βρισκόταν πάνω σε παραξενοκαμωμένο κρεβάτι, που απαλά ακουμπούσε σε ταξιδιάρικο άσπρο σύννεφο. Έτσι γλυστρούσε στον κόσμο που ήταν θεϊκά πλασμένος μόνο για Αθάνατους Έλληνες.
Στο χαμόγελό του, έλαμπε ο ήλιος του Ελληνισμού, κι αν τύχαινε και μάτι θνητού το έβλεπε, θα μαγευόταν για πάντα!

Φτάνουμε στην λατρεμένη μου Χειμάρρα! Αναφώνησε, όταν οι μυρωδιές του τόπου του τρύπωσαν στο πνεύμα του. Έτοιμος ήταν να σκύψει το κεφάλι για να αντικρίσει άλλη μια φορά τους γονείς του, το πατρικό του, αλλά και τα χωράφια των ένδοξων προγόνων του. 
Έτοιμος ήταν να κατέβει, να φθάσει πιο κοντά, για να ακούσει για ακόμα μια φορά την θεϊκή γλώσσα των προγόνων του, όπως αυτή θα ξεπηδούσε από τα χείλη της μάνας, της Αναστασίας, και του πατέρα, του Ηλία. 
Αλλά, μια φωνή γυναικεία, πιο δυνατή από την θέλησή του, τον άρπαξε στα δίχτυα της. 
Μην σκύψεις! Μην δεις! Αδιέξοδο είναι! Ματωμένο, στραπατσαρισμένο αδιέξοδο! 
Ο Αριστοτέλης δεν τρόμαξε, μόνο άπλωσε τα διάφανα χέρια του για να δείξει την απεραντοσύνη της αθανασίας.
Δεν κινδυνεύουμε εδώ πάνω!
Αυτό το ξέρω Αριστοτέλη Γκούμα! Είπε πιο ήρεμα η γυναίκα, της οποίας το αιθέριο κορμί φάνταζε γαλανόλευκο.
Όμως, αν σε νοιώσουν οι γονείς σου, στην αρχή θα αλαφρώσουν, μα έπειτα θα γιγαντωθεί η πίκρα τους. Θα τ΄ αντέξεις αυτό; 
Η στεναχώρια σκοτείνιασε το βλέμμα του παλικαριού. 
Δεν θέλω να πονέσουν πιότερο! Δεν θέλω! Ομολόγησε, και πίκρα μαύρισε τον ήλιο στο χαμόγελό του. 
Θέλω να σε βοηθήσω να δεις, Έλληνα μου. Μέσα από τα δικά μου μάτια, και να νοιώσουν οι γονείς σου την παρουσία σου, δεν θα πονέσουν, μα θα χαρούν. Μην με ρωτάς πώς και γιατί, απάντηση δεν υπάρχει...
Πες μου, λοιπόν, τι θες να δεις; 

Να δω τι έκαναν οι γονείς μου, την ώρα που με σκότωναν οι Αλβανοί. Να περάσω πάνω από τον τόπο της δολοφονίας μου, να δω τι έγινε...

Μαύρα μαντάτα μου ζητάς να ζωντανέψω, παλικάρι μου. Είσαι σίγουρος; 
Της ένευσε καταφατικά και περίμενε καρτερικά να την ακούσει. 
Η γαλανόλευκα ντυμένη γυναίκα έστειλε μια πνοή ανάσας και το σύννεφο του Αριστοτέλη απαλά κινήθηκε προς τα κάτω και στάθηκε πάνω από την Χειμάρρα, εκεί που αιματοβάφτηκε η άσφαλτος, εκεί που ξεψύχησε εξαιτίας της αλβανικής βίας ένας λεβέντης του Ελληνισμού. 

Αριστοτέλη μου, γενναίε μου! 
Η Αναστασία και ο Ηλίας κάθονται στην αυλή και πίνουν καφεδάκι και κουβεντιάζουν για σένα. Σε περιμένουν, κι έτσι το χαμόγελό τους είναι τρυφερό και λαμπερό. 
Η μάνα σου είναι έτοιμη να τρέξει στην κουζίνα, να σου ετοιμάσει να φας, να πιεις. 
Ο πατέρας σου σε περιμένει να του κρατήσεις συντροφιά, του αρέσει να σ΄ ακούει να μιλάς, να γελάς...
Η φωνή τρεμούλιασε... Πώς διηγείται κάποιος τα θανατικά νέα;  
Ένα εκκωφαντικό μπαμ έσκισε τον αέρα, έφτασε στα αυτιά της Αναστασίας και του Ηλία.
Κοιτάχτηκαν τρομαγμένοι.
Δεν είναι τίποτα, μην φοβάσαι Αναστασία μου, είπε ο πατέρας σου και την καθησύχασε με ένα χάδι τρυφερό. 
Η καρδιά της Αναστασίας ήθελε να τον πιστέψει. Κι έκανε ότι τον πίστεψε. 

Η φωνή πάλι τρεμούλιασε...
Λίγες ώρες πιο μπροστά, οι Αλβανοί σου είχαν αγριοφωνάξει να μην μιλάς ελληνικά! Το θυμάσαι αυτό; 

Ξεχνιέται τέτοιο θράσος; Θύμωσε ο Αριστοτέλης, σαν να ήταν ζωντανός. 

Άγριοι, αδίστακτοι, για αίμα διψούσαν! Δεν το κατάλαβες ότι ήθελαν να σε σκοτώσουν γιατί μιλούσες ελληνικά, γιατί ήσουν Έλληνας; 

Και βέβαια το κατάλαβα! Όμως, δεν μπορούσα να αρνηθώ την γλώσσα των προγόνων μου, δεν μπορούσα να απαρνηθώ την Ελλάδα! Αυτή κυλούσε στο αίμα μου! Εκείνες τις στιγμές, παρέμενα ήρεμος. Δεν φοβήθηκα, πίστεψέ με!

Η γυναίκα του ανταπέδωσε τα λαμπρό χαμόγελο.
Το ξέρω λεβέντη μου. Αυτοί σε φοβήθηκαν! Γι΄ αυτό...
Η φωνή της έσπασε.

Πες μου, τι βλέπεις τώρα δα; Είμαι πάνω στην μηχανή μου; Με χτύπησαν με τ΄ αυτοκίνητό τους; Αυτό το μπαμ άκουσαν οι γονείς μου; 

Του ένευσε καταφατικά. 
Ναι, το αυτοκίνητό τους έπεσε πάνω στην μηχανή σου, με ορμή. Φρικτή σκηνή, φρικτή! 
Είσαι στην άσφαλτο. Η μηχανή σου, ματοβαμμένα σίδερα. 
Η φωνή γέμισε λυγμό. Ο Αριστοτέλης δεν μίλησε. Ξαφνικά κι ανεξήγητα ένοιωσε το κορμί του το γήινο να επιστρέφει. Πονούσε φρικτά. 

Μάνα μου, πατέρα μου... Σβήνω, και δεν πρόλαβα να σας φιλήσω... 
Μάνα, μην βάζεις άλλο πιάτο στο τραπέζι... Χάνω πολύ αίμα, δεν προφταίνω να ΄ρθω...
Πατέρα, δεν θα σου πω άλλο ανέκδοτο και δεν θα ακούσω το τρανταχτό σου γέλιο... Χάνω πολύ αίμα, δεν προφταίνω να ΄ρθω... 

Ο βρυχηθμός του αυτοκινήτου που οδηγούσαν οι Αλβανοί πήγε να σβήσει, μα επέστρεψε πιο δυνατός. 
Το αυτοκίνητο πέρασε πάνω από το πεσμένο στην γη κορμί του Αριστοτέλη. Μια φορά. Δυο φορές. Τρεις φορές. Το απύθμενο μίσος των Αλβανών βρωμούσε αφόρητα, αφόρητα, αφόρητα... 

Ο Αριστοτέλης ξεψυχούσε και έψελνε: 
Την γλώσσα των προγόνων μου, την Ελληνική, ποτέ δεν θα προδώσω! 

Με το αίμα σου Αριστοτέλη έγραψες αυτήν την πρόταση στην άσφαλτο, στην Χειμάρρα, στην Ελλάδα, στην αιωνιότητα! Παινεμένος γιος, παινεμένης πατρίδας!
Η γαλανόλευκα ντυμένη γυναίκα τού έστειλε με μια πνοή ένα τρυφερό χάδι, για να τον βοηθήσει να απομακρυνθεί από την αλλοτινή γήινη πανοπλία του. Αυτήν, δεν την χρειαζόταν πια. 

Είναι απαρηγόρητοι οι γονείς μου; 
Ναι, λεβέντη μου, τους καμπούριασε ο πόνος και όχι ο χρόνος! Όμως, να το ξέρεις, είναι περήφανοι για σένα! Χαμογέλα λοιπόν!
Θέλω, τώρα, να σε ρωτήσω κάτι. Θα μου επιτρέψεις; 
Ο Αριστοτέλης Γκούμας την κοίταξε με απορία.

Αν βρισκόσουν ξανά στην ίδια θέση, ξέροντας πια απόλυτα ότι θα σε σκοτώσουν με τέτοιον τρόπο, ότι θα λιώσουν με τις ρόδες τους το κορμί σου πάνω στην άσφαλτο, τα κτήνη, τι θα έκανες; Θα απαρνιόσουν την ελληνική γλώσσα, για να σωθείς; 

Τραντάχτηκε το σύννεφο του Γκούμα, τόση οργή εκσφενδονίστηκε από την διάφανη ψυχή του!
ΠΟΤΕ! Αν απαρνηθεί ο Έλληνας την γλώσσα του, τον πολιτισμό του, το ένδοξο παρελθόν του, τότε είναι ζωντανός-νεκρός! 
Προτιμώ νεκρός, για την πατρίδα μου!

Η γυναίκα τον κοίταξε επίμονα. 

Κι αν σου δίνανε 1 εκατομμύριο ευρώ για να απαρνηθείς την γλώσσα σου, αλλά να ζήσεις σαν άρχοντας, θα το δεχόσουν; 

Ο Γκούμας κόντεψε να πέσει από το σύννεφο. Τόση ήταν η αγανάκτησή του. 
Ποτέ! Η μάνα Ελλάδα είχε, κι έχει, πολλούς ζωντανούς-νεκρούς μέσα στον κόρφο της, και την ντροπιάζουν! Εγώ Ποτέ δεν θα ντρόπιαζα την μάνα Ελλάδα, Ποτέ, ούτε την μάνα Αναστασία θα ντρόπιαζα! Να σκοτώσεις πρόσωπα ιερά για να ζήσεις πλούσιος; Ποτέ! 

Γι΄ αυτό είσαι Αθάνατος Αριστοτέλη Γκούμα!
Η γαλανόλευκα ντυμένη αιθέρια ύπαρξη άφησε απαλά πάνω στο κεφάλι του παλικαριού ένα φωτοστέφανο πλεγμένο με της αντρειοσύνης τα ιερά κλαδιά. Έπειτα, κίνησαν μαζί για τον κόσμο στον οποίο είσοδο έχουν μόνο οι λίγοι, οι εκλεκτοί! 

Ήτανε 12 Αυγούστου 2010... Για τον Αριστοτέλη Γκούμα, η 13η ημέρα του Αυγούστου δεν ολοκλήρωσε ποτέ τον γήινο κύκλο της. 
Οι δολοφόνοι του, οι Αλβανοί, για τα μάτια του κόσμου κλείστηκαν στις φυλακές, λίγο καιρό μετά, όμως, το καθεστώς του Μπερίσα, τους απελευθέρωσε. 
Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, η ελληνική πολιτεία δεν απέδωσε τις τιμές που αρμόζουν σε έναν λεβέντη γιο της Ελλάδας! Ντροπή... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου